Η Αγία Αικατερίνη του Κουντίτου (1933)[1]
«Κάποιος φίλος των αναδρομικών εντυπώσεων και πολύ γνωστός μου, με συνήντησε και μου υπέβαλε την εξής ερώτησιν:
— Από που να πάω στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης;
— Από την οδόν Αφροδίτης!
— Τι συνδυασμός είνε αυτός πάλι.
— Από τους συνηθισμένους των πινακίδων μας, τους τόσον, άλλως, χαρακτηριστικούς της Νεοελληνικής νοοτροπίας, που δίπλα λ.χ. του ονόματος ανδρός, τον οποίον απηθανάτισαν οι αιώνες, ευρίσκεις έξαφνα το όνομα ενός καλού νοικοκύρη, που απηθανάτισεν αυτός εαυτόν.
— Οπως δήποτε θα σε παρακαλούσα να μου ειπής ολίγας λέξεις δια την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης: Κάτι γράφω…
— Ω δυστυχία της… Να σου πω, φίλε μου, όσα θα έπρεπε ν’ ακούσης είνε σχετικώς πολλά και είμαι βιαστικός. Προτιμώ λοιπόν να σου τα γράψω κάποτε, η μάλλον να τα τυπώσω δια να τα διαβάση και κανένας άλλος Χριστιανός.
Άγιος Θεόδωρος
Η σημερινή παραδοξόσχημος Αγία Αικατερίνη της Πλάκας, ετιμάτο και κατά τους πρώτους ακόμη αιώνας της Τουρκοκρατίας ως «Άγιος Θεόδωρος στο κουντήτο». Κάποτε εσημειώθη εκ πλάνης και ως Άγιος Θεοδόσιος από σύγχισιν προς κάποιον Έξαρχον του Όρους εις τας Αθήνας, που θα τον γνωρίσωμεν κατόπιν.
Ο καθορισμός δε «Στο κουντήτο» οφείλεται, εις ένα περίφημον υδραγωγείον που διήρχετο από εκεί και του οποίου απομεινάρια διασώζονται ακόμη. Εις την συνοικίαν του Κουντήτου, λοιπόν, συνορεύουσαν με την γύρω από το Φανάρι του Διογένους Πλάκαν, ανήκε προ παντός κάποιος εξαφανισθείς Άγιος Νικόλαος και ο Ασώματος του Αλεξηνά, εξαφανισθείς και αυτός ή μάλλον καταχωθείς.
Αλλ’ υπάρχους εις τας Αθήνας και άλλοι Θεόδωροι, κάποιος δηλ. αγνοούμενος πλέον της οδού Νικοδήμου και ο περίφημος του Καλομαλά που είχεν ημέρας μεγάλης ευκλείας, αλλά και κινδύνων κατεδαφίσεως, υπήρξε δε κάποτε και Βαλάνειον, του οποίου το νερόν χρησιμοποιείται και σήμερον τόσον αφειδώς.
Παραχώρησις
Τον Άγιον λοιπόν Θεόδωρον αυτόν του Κουντήτου παρεχώρησαν αι Αθήναι εις το Σίναιον Όρος την 19 Φεβρουαρίου του 1767. Ευτυχώς δε περιεσώθη και το έγγραφον εις το οποίον, δηλούται, ότι η παραχώρησις έγινεν δια να περιληφθή ο Ναός εις Μετόχιον, προς κατοικίαν των ενταύθα ενδημούντων πατέρων του Όρους.
Ο προς ον παρεχωρήθη Πρωτοσύγκελλος, ωνομάζετο Ιωνάς, το δε παραχωρητήριον το υπογράφουν: ο Μητροπολίτης Βαρθολομαίος, οι τότε Δημογέροντες των Αθηνών και άλλοι τινές των Αρχόντων και εγκρίτων της Συνοικίας πολιτών. Εις την παραχώρησιν φέρεται και η καθοριστική διάταξις, ότι «ο ρηθείς Πρωτοσύγκελλος και οι κατά καιρόν τοιούτοι, έχουν χρέος αγαπάν και διαφυλάττειν την ευπρέπειαν του θείου τούτου Ναού».
Και η μεν διάταξις αύτη ετηρήθη και εφεξής, αλλά μετεβαπτίσθη ο Ναός, ως ήτο και φυσικόν προκειμένου περί του Σινά, εις Αγίαν Αικατερίνην. Ο Σιναϊτης, όμως Ιωνάς, έκαμε και κάτι άλλο: ίδρυσε και την περίφημον «Βρύση του Σιναϊτη», ως απεκλήθη αύτη.
Το «πραγματευτάδικον»
Ο δε Έξαρχος του του 1781 Θεοδόσιος, προέβη και εις μίαν πολύ χαρακτηριστικήν δωρεάν υπέρ της πόλεως. Ηγόρασε δηλ. εν από τα καταστήματα της Αγοράς – πραγματευτάδικον ήτο- και ώρισεν το «ενοίκιον του εργαστηρίου αυτού να δίδεται αιωνίως προς ολίγην βοήθειαν και παραμυθίαν των εν τη φυλακή ευρισκομένων πτωχών αδελφών μας Χριστιανών».
Σημειωτέον, ότι τότε ήρχεν, η μάλλον εκυριάρχει των Αθηνών, ο περιβόητος Χασεκής, ο φυλακίσας όλην σχεδόν την πόλιν. Η αναγραφή των σχέσεων των Αθηνών προς το Όρος, όπως και προς τον Τάφον, ενέχει απαραιτήτους γνώσεις δια την αναβίωσιν των Τουρκοκρατημένων Αθηνών.
Θα προσπαθήσωμεν να δώσωμεν άλλοτε πιστήν του θέματος αυτού, κατά το δυνατόν αναβιωτικήν απεικόνισιν, αναγράφοντες και τας πολυτίμους εργασίας διαφόρων ερευνητών. Σήμερον δε θα περιορισθώμεν εις τινα εξακρίβωσιν των ονομάτων αυτών που υπέγραψαν το προς το Όρος παραχωρητήριον, χάριν ιδίως του προλογηθέντος φίλου λογοτέχνου, που προτίθεται, όπως είπε, κάτι σχετικόν να δημιουργήση.
Αποκατάστασις
Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος Β, τη παρακλήσει μου, απέστειλε χάριν του έργου μου αντίγραφον του περισωθέντος ως άνω παραχωρητηρίου, μετά των υπογραφών –κατά το πλείστον εσφαλμένων, ατυχώς.
Τούτο δεν πρέπει να φανή παράδοξον, διότι η μεν παλαιογραφία έχει κανόνας, ενώ η κακογραφία έχει μόνον εξαιρέσεις, τόσου δε αριθμού όσοι είνε και οι γράφοντες. Δια την ορθήν όμως καταγραφή των επωνύμων κανενός είδους εξυπνάδα, ουδέ ιδιοφυϊα χρειάζεται, αλλ’ απλώς και μόνον η γνώσις των οικογενειών του τόπου, με τα επώνυμα των οποίων έτυχε να έχωμεν γεμίσει, παραγεμίσει μάλιστα, τας αποθήκας της μνήμης ημών.
Είνε δε οι υπογράψαντες 18. Ενταύθα θα περιορισθώμεν μόνον εις μίαν μεγάλην παρανόησιν του αντιγραφέως του Σιναϊτικού κώδικος, ο οποίος έγραψε το ακατανόητον Λεοντάριος Νικολάου Ματθαίου, αντί του Λεονάρδος Νικολάου Μπαρμπάνου, και θα τελειώσωμεν με τον παροιμιώδη αποβάντα Ρούτον.
Αυτός, δηλαδή, είχεν εκλεγή Δημογέρων (κατά τους χρόνους της αντιπαραδοσιακής πνοής, η οποία είχε φθάσει και μέχρι των Αθηνών) μαζή με άλλους δύο εκ παλαιών Αρχοντικών οικογενειών του τόπου. Όταν, λοιπόν, μετά την εκλογήν, κατά τα επικρατούντα, οι νεοεκλεγέντες προσήλθον εις το Βοϊβοδαλίκι, όπου ο κατέχων τότε το αξίωμα Τούρκος θα περιέβαλλε τους Δημογέροντας με του αξιώματος των το καφτάνι, ο Βοεβόδας το εφόρεσεν εις τους άλλους δύο και κατόπιν τους ευχήθη και απεσύρθη, αφίσας τον Ρούτον χωρίς καφτάνι.
Ο δε Αθηναϊκός λαός εδημιούργησε τότε δια τον μείναντα εις τα κρύα του λουτρού την παροιμίαν: «Την έπαθε σαν το Ρούτο».
ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ


