Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τους πιο φανατικούς βενιζελικούς δημοσιογράφους υπήρξε ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης. Καταγόμενος από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, γεννήθηκε το 1890 στο Ρέθυμνο. Τη δημοσιογραφική του πορεία ξεκίνησε διευθύνοντας την εφημερίδα «Θάρρος», στον τόπο καταγωγής του και σε ηλικία 21 ετών. Με προοδευτικό, ενημερωτικό και λογοτεχνικό–λαογραφικό χαρακτήρα, η εφημερίδα την οποία ουσιαστικώς ο ίδιος ίδρυσε το 1911, με τον Ι. Σφηνιά, στήριζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τις αποκαλούμενες «Νέες Ιδέες» της εποχής[1].
Φιλελεύθερος
«Οργανον του Λαού» , όπως την χαρακτήριζαν οι εκδότες της είχε έντονο πατριωτικό χρώμα χαρακτήρα και οι σωζόμενες σελίδες της αποτελούν ένα πραγματικό πανόραμα του Ρεθύμνου και της Κρήτης εκείνης της εποχής[2]. Παρά το γεγονός ότι η έκδοση της εφημερίδας «Θάρρος» ήταν βραχύβια, αποτελεί πηγή πληροφοριών για την εξαιρετικά εκείνη κρίσιμη περίοδο και την εμφάνιση και καθιέρωση του Ελ. Βενιζέλου. Εξάλλου, ο Μ. Ανδρουλιδάκης παρέμεινε σε όλη τη ζωή του πιστός και λάτρης του τόπου καταγωγής του, αλλά και της Αθήνας στην οποία εγκαταστάθηκε σύντομα.
Τον Σεπτέμβριο 1912 ήδη, διέκοψε την έκδοση του «Θάρρους» και εργάστηκε σε πολλές Αθηναϊκές εφημερίδες. Παραμένοντας πάντα στον χώρο των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου ενεπλάκη σε πολλές διαμάχες της εποχής. Μία εξ αυτών ξέσπασε το 1933, όταν αποκάλυψε σχέδιο των βασιλικών για την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ελλάδα[3]. Ήταν πράγματι μια δημοσιογραφική επιτυχία που αναστάτωσε την πολιτική ζωή του τόπου φέρνοντας στο φως πρόσωπα και μυστικές συνεννοήσεις. Εν ολίγοις υποστήριζε ότι ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν γνώστης και θα υπέθαλπε το σχέδιο επιστροφής του βασιλιά.
Ενδιαφέρουσα δίκη
Επίσης ότι ο σχεδιασμός περιλάμβανε και την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, όπως πράγματι έγινε δύο χρόνια αργότερα, το 1935. Για το ρεπορτάζ εκείνο ο Μ. Ανδρουλιδάκης σύρθηκε στα δικαστήρια έχοντας ως μάρτυρες υπερασπίσεως τις μεγάλες φυσιογνωμίες του φιλελευθερισμού (Γ. Καφαντάρη, Α. Παπαναστασίου, Ι. Σοφιανόπουλο κ.ά.)[4]. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από ιστορική άποψη δίκη πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο 1933. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε από κάθε κατηγορία, αλλά είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε εκείνη την δίκη ακούστηκαν όλα όσα ακολούθησαν μέχρι την καθιέρωση της 4ης Αυγούστου!
Εν τω μεταξύ, την δεκαετία 1930 είχε ήδη καθιερωθεί ανάμεσα στους επίλεκτους συντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου και στους χαριτολόγους δημοσιογράφους, κοντά στους Τίμο Μωραϊτίνη, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Χρήστο Χαιρόπουλο, Παύλο Παλαιολόγο, Ασημάκη Γιαλαμά, Φώτο Γιοφύλλη κ.α. Εκλέγεται στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τον γνωστό θεατράνθρωπο Νικόλαο Λάσκαρη και ασχολείται με το ιστορικό διήγημα συγγράφοντας πλήθος μονογραφιών για τη ληστεία και τους λήσταρχους με το ψευδώνυμο «Μιχαήλ Ανδρουλής», ενώ χρησιμοποίησε και το ψευδώνυμο «Μ. Κρητικός»[5].
Οι αναμνήσεις
Διετέλεσε αρχισυντάκτης σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε κριτικές ηθογραφίες, αναγνώσματα και διηγήματα, ορισμένα εκ των οποίων αποτέλεσαν και αυτόνομες εκδόσεις. Τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης συμμετείχε και σε συλλογικά έργα που εκδόθηκαν για την πρωτεύουσα, από κοινού με τον Τίμο Μωραϊτίνη, τον Σπύρο Μελά, τον Δημήτριο Σκουζέ κ.ά. Την ίδια περίοδο και σε διάφορα έντυπα δημοσίευε τις αναμνήσεις του, εκ των οποίων πολλές παρουσιάζουν ιστορικό ενδιαφέρον[6].
Ανεξαρτήτως των πολιτικών επιλογών του τα κείμενά του είναι καλογραμμένα και βρίθουν έντονων συναισθημάτων πατριωτισμού. Διετέλεσε σύμβουλος και κατ’ επανάληψη Γενικός Γραμματεύς της ΕΣΗΕΑ. Σε ηλικία 60 ετών υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής αδυνατώντας πλέον να εργαστεί[7]. Η σύζυγός του Ασπασία και η μοναχοκόρη του Γιολάντα, εκλεκτή δημοσιογράφος και εκείνη, βρέθηκαν στο πλάι του μέχρι τον Ιούνιο 1953 που έφυγε από τη ζωή.
Ο Σαράντης Σαρανταυγάς
Ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης βίωσε μια μεγάλη αλλαγή που έζησε η πόλη των Αθηνών τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Είναι πολλά τα κείμενα που μας περιγράφουν όσα συνέβησαν και επηρέασαν την εικόνα και τη λειτουργία της πρωτεύουσας. Όταν η νεοκλασική και λαμπερή Αθήνα παρέδιδε τα σκήπτρα στην πόλη που κλήθηκε να υποδεχθεί τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.
Επεκτάθηκε αλόγιστα και χωρίς πρόγραμμα προς κάθε κατεύθυνση, παρουσίασε στοιχεία κάμψης και παρακμής. Η πόλη αποτέλεσε αντικείμενο υπερβολικής εμπορευματοποίησης. Αυτή την αλλαγή προσπάθησε να αποδώσει με έναν ευρηματικό τρόπο ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης δημοσιεύοντας ένα ηθογραφικό διήγημα το 1925[8]. Εύστροφος και εύστοχος δημιούργησε έναν τύπο, τον Σαράντη Σαρανταυγά, τον οποίο τοποθέτησε πρωταγωνιστή στο διήγημά του.
Γηγενής Αθηναίος
Ο πρωταγωνιστής λοιπόν, ο Σαρανταυγάς, κλήθηκε να αφηγηθεί τι συνέβαινε τότε στην Αθήνα. Με τα δικά του μάτια να αποτυπώσει τις αλλαγές που είχαν επέλθει από την εποχή των Βαλκανικών και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1920. Δεν γνωρίζουμε από που εμπνεύστηκε τον πρωταγωνιστή του ο Ανδρουλιδάκης. Το Σαρανταυγάς ως παρατσούκλι χρησιμοποιείται τουλάχιστον σε μία περίπτωση της Κρήτης, αλλά δεν γνωρίζουμε επίσης ποιος το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά[9].
Εν πάση περιπτώσει ο Σαρανταυγάς της ιστορίας μας ήταν γηγενής Αθηναίος και αρρώστησε σοβαρά. Οι γιατροί του συνέστησαν, αν ήθελε να ζήσει, να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να εγκαταλείψει την πόλη για να ζήσει σε ένα ψηλό βουνό. Τι να κάνει κι εκείνος; Πούλησε τα υπάρχοντά του, άφησε το σπιτάκι του στα Πετράλωνα σ’ ένα παλιό υπηρέτη του και έφυγε για νησί. Μια δεκαετία ολόκληρη φαίνεται πως έμεινε μακριά από την Αθήνα. Επέστρεψε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Είχαν όμως τόσο αλλάξει τα πράγματα όταν γύρισε, ώστε δυσκολεύτηκε να εντοπίσει το σπιτικό του. Από εκεί αρχίζουν οι περιπέτειές του.

Η κεντρική Αγορά στην οδό Αθηνάς όπως την είχε γνωρίσει ο Σαράντης Σαρανταυγάς στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κοσμογονικές αλλαγές
Το πρωί κίνησε για να πάει μια βόλτα στο κέντρο. Εκεί ο Σαρανταυγάς σταυροκοπιόταν βλέποντας τις μεγάλες αλλαγές. Δεν ήταν μόνον τα σπίτια που είχαν πληθύνει. Ο τόπος είχε γεμίσει από τροχοφόρα και η κίνηση ήταν τόση ώστε κάποια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Καινούργια μαγαζιά, καρότσια με τρόφιμα, άλλοι άνθρωποι στην αγνώριστη αγορά των Αθηνών, νέες συνήθειες στις αγοραπωλησίες. Τα πάντα αλλαγμένα.
Και ο περίεργος τύπος με τη στολή που έβλεπε να τριγυρνά στην αγορά και να ελέγχει τα πάντα ήταν ο αστυφύλακας, αφού εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί η Αστυνομία Πόλεων. Κοσμογονικές αλλαγές. Ήταν μάλιστα γιορτινές ημέρες και τίποτε δεν του θύμιζε τις παλιές ημέρες και τις γνώριμες συνήθειες. Η κοινωνική σύνθεση ήταν διαφορετική, η οικονομία της πόλης είχε αποκτήσει άλλους ρυθμούς και συνήθειες, όπως εξάλλου και οι άνθρωποι.
Αγνώριστη πόλη
Έκανε να πάει προς την οδό Αιόλου πιστεύοντας πως εκεί τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Τα ίδια όμως και χειρότερα. Η νωχελική καθημερινότητα ήταν πλέον παρελθόν. Το μικροεμπόριο και οι νέες ταχύτητες είχαν θρονιαστεί σε όλους τους δρόμους. Μεγάλες οι αλλαγές και στην οδό Ερμού. Τα προϊόντα, από γραβάτες μέχρι κάλτσες, δεν είχαν πλέον την παλιά ποιότητα και οι βιτρίνες πρωταγωνιστούσαν στα μάτια του περαστικού.
Αγνώριστη και η πλατεία Μοναστηρακίου. Βοές αυτοκινήτων, φωνές και φασαρία. Ένιωθε πλέον πως όλα τον κυνηγούσαν. Γέμισε θλίψη η ψυχή του. Η νέα εικόνα δεν ήταν εκείνη που νοσταλγούσε. Παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει για να ψωνίσει στην αγορά, γύρισε σπίτι του, με άδεια χέρια. Ο παλιός υπηρέτης τον είδε έκπληκτος. Αλλά ο Σαρανταυγάς δεν είπε κουβέντα. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και ενώ ο κόσμος έξω γιόρταζε εκείνος έβαλε τα κλάματα. Δεν ήταν αυτή πλέον η δική του Αθήνα!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018
Συμπληρωμένες δημοσιεύσεις: Εφημερίδα «Εστία» Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020