Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η Αθήνα υπέστη ριζικές και βίαιες μεταμορφώσεις. Από λαμπερή πρωτεύουσα ενός μικρού βασιλείου, εξελίχθηκε σε άναρχη μεγαλούπολη με πληθυσμιακή έκρηξη, πολεοδομική ακαταστασία και κοινωνική αναστάτωση. Ο Μεσοπόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή και η εισροή των προσφύγων δεν άλλαξαν μόνο τον χάρτη της πόλης, άλλαξαν και το κοινωνικό της πρόσωπο.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης (1890-1953) κατάφερε να αποδώσει αυτή την κοσμογονική μετάβαση με έναν μοναδικό τρόπο. Δημιούργησε έναν φανταστικό τύπο, τον «Σαράντη Σαρανταυγά», μέσω του οποίου παρακολουθούμε τη σύγκρουση δύο εποχών – των παλαιών Αθηνών του 19ου αιώνα και των νέων Αθηνών του 1925[1].
Αστικός εφιάλτης
Ο Σαρανταυγάς δεν είναι απλώς ένας ήρωας ηθογραφικού διηγήματος. Είναι μια ζωντανή αλληγορία για την απόγνωση του ανθρώπου που επιστρέφει σε έναν τόπο τον οποίο δεν αναγνωρίζει πια. Είναι ένας «Αθηναίος παλαιάς κοπής», ο οποίος έλειψε δέκα χρόνια από την πόλη, αποτραβηγμένος για λόγους υγείας σε μια απομονωμένη στάνη σε νησί των Σποράδων. Όταν επιστρέφει στα μέσα της δεκαετίας του 1920, νομίζει πως θα ξαναβρεί την πόλη που άφησε. Δηλαδή μια Αθήνα γραφική, με ήρεμη αγορά, παραδοσιακά μαγαζάκια, φιλικά πρόσωπα και ανθρώπινες συνδιαλλαγές.
Αντί γι’ αυτό, συναντά έναν αστικό εφιάλτη γεμάτο αυτοκίνητα, θόρυβο, βιασύνη, ξένους, καινούργιους θεσμούς και τιμές που του προκαλούν σοκ. Η Αγορά των Αθηνών δεν είναι πια το παζάρι που γνώριζε, αλλά ένας οργανωμένος εμπορικός μηχανισμός. Οι παλαιοί ψαράδες και χασάπηδες έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους υπάρχουν άγνωστα πρόσωπα και αυστηρή αστυνόμευση. Ακόμα και η απλή αγορά μίας γαλοπούλας γίνεται για τον Σαρανταυγά πράξη αδύνατη και τελικά οδυνηρή. Σαν άλλος Οδυσσέας, ο Σαρανταυγάς επιστρέφει στην πατρίδα του και δεν την αναγνωρίζει. Και εντέλει, υποχωρώντας ψυχικά από το βάρος της αποξενώσεως, ξεσπά σε δάκρυα.
Παλαιοί Αθηναίοι
Ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης, μέσω του σύντομου αλλά πολυσήμαντου αφηγήματός του δεν επιχείρησε να δημιουργήσει ένα σκηνικό νοσταλγίας ή μελαγχολίας. Χρησιμοποιεί τον Σαρανταυγά ως μέσο καταγραφής μιας ιστορικής και ψυχικής ρήξης, την οποία βίωσε ένας ολόκληρος κόσμος. Ο κόσμος των μικροαστών, των «παλαιών Αθηναίων», των ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν την πόλη ως κοινότητα και όχι ως απρόσωπο σύνολο συμφερόντων.
Ο Σαρανταυγάς, με το κομπολόι του και τις νοοτροπίες του «παλαιού καιρού», είναι αντιπρόσωπος μιας εποχής που θεωρούσε πως η ζωή πρέπει να κυλάει με ρυθμό, ευγένεια, και ανθρώπινη επαφή. Όμως στην νέα πόλη που επιστρέφει, βλέπει γυναίκες με κοντά φουστάνια, νεαρούς να γελούν χυδαία, εμπόρους αγενείς, τιμές εξωφρενικές, και το Μοναστηράκι να έχει μετατραπεί σε ένα εκκωφαντικό χάος.
Ανατροπές
Στο βάθος αυτής της έκπληξης διαφαίνεται η έμμεση κοινωνική κριτική του Ανδρουλιδάκη για την κατάσταση της νέας πόλης, όπως την όριζαν οι μεγάλες ανατροπές του Μεσοπολέμου. Ποιες ήταν αυτές οι ανατροπές; Η αστυφιλία, η πρόσφατη εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων και οι οικονομικές ανισότητες. Επίσης, η επίσημη θεσμική οργάνωση, όπως η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων, αλλά και η νέα καταναλωτική κουλτούρα. Οι ανατροπές αυτές συνιστούσαν ένα νέο Αθηναϊκό τοπίο, στο οποίο ο Σαρανταυγάς δεν είχε πλέον θέση.
Η γλώσσα του κειμένου αποτυπώνει με αμεσότητα αυτή τη σύγκρουση. Από τη μία η γραφικότητα του ύφους, οι λέξεις της καθημερινότητας και τα προσωπικά στοιχεία. Από την άλλη, η αποτύπωση της αποξένωσης ως βασικού συναισθήματος. Στο τέλος της διαδρομής του στην πόλη, ο Σαρανταυγάς επιστρέφει στο παλαιό του σπίτι, όχι ως θριαμβευτής ή ως μετανάστης που ξαναβρίσκει τη θέση του, αλλά ως ξένος. Κλείνεται στο δωμάτιό του και καταρρέει συναισθηματικά.
Αγχωτική πόλη
Ο Ανδρουλιδάκης, που ήταν και ο ίδιος άνθρωπος του Τύπου, της λογοτεχνίας και της πολιτικής σκέψης, στο αφήγημά του δεν περιορίζεται στο στοιχείο της νοσταλγίας. Καταγράφει με ακρίβεια το τέλος ενός κόσμου και την αρχή ενός άλλου. Η πένα του, σαρκαστική και συγκινητική ταυτοχρόνως, γίνεται ιστορικό τεκμήριο για τη μετάβαση των Αθηνών από τις αυλές και τις ανθισμένες λεμονιές σε μια απρόσωπη, θορυβώδη, αγχωτική πρωτεύουσα.
Ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης, πέρα από λογοτέχνης, υπήρξε και δημοσιογράφος που υπηρέτησε τον έντυπο λόγο με αφοσίωση. Αν και γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, έζησε και εργάστηκε κυρίως στην Αθήνα, ασκώντας κριτική, σχολιάζοντας τα κοινωνικά φαινόμενα και καταγράφοντας τις πολιτισμικές μετατοπίσεις της εποχής του. Το χιούμορ του ήταν αιχμηρό, η γλώσσα του λαϊκή αλλά επεξεργασμένη και η ματιά του σχεδόν κινηματογραφική.
Υπαρξιακή απειλή
Ο τύπος του Σαράντη Σαρανταυγά δεν ήταν ένα μεμονωμένο εύρημα. Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα βαθιάς παρατήρησης της κοινωνικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό, ο Ανδρουλιδάκης, είχε την ευφυΐα να ενσαρκώσει μέσω ενός λαϊκού προσώπου, με σαφή αθηναϊκή προέλευση, γνώριμο στο κοινό της εποχής. Ήταν το ιδανικό όχημα για να σχολιαστεί η Αθήνα που λησμόνησε τον εαυτό της. Αντάλλαξε την ανθρωπιά με την αποδοτικότητα, το τραγούδι με τον θόρυβο, το μέτρο με την υπερβολή.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ανδρουλιδάκης διάλεξε τη γιορτινή περίοδο των Χριστουγέννων ως σκηνικό για την επιστροφή του ήρωά του. Η εποχή που συνδέεται με αναμνήσεις, με συναισθήματα, με οικογενειακές παραδόσεις, γίνεται το τέλειο περιβάλλον για την αποκαθήλωση κάθε ρομαντικής ψευδαίσθησης. Όχι μόνο τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο, αλλά η αλλαγή είναι τόσο βαθιά, ώστε γίνεται υπαρξιακή απειλή.
Η μεγάλη αλλαγή
Ο Σαρανταυγάς μπορεί να είναι φανταστικός, όμως τα δάκρυά του είναι αυθεντικά. Και αυτό ακριβώς είναι που κατόρθωσε ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης. Άρθρωσε τον πόνο της μετάβασης, την αμηχανία απέναντι στον εκμοντερνισμό, την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν αλλάζει απλώς τα πράγματα αλλά τα ξεριζώνει.
Το σύντομο αυτό αφήγημα του 1925 είναι εντέλει κάτι πολύ περισσότερο από ηθογραφία. Ο Ανδρουλιδάκης, μέσω του Σαρανταυγά, χάρισε στην ελληνική γραμματεία έναν από τους πιο αυθεντικούς μάρτυρες της μεγάλης αλλαγής της Αθήνας του Μεσοπολέμου.
Στη σημερινή Αθήνα
Άραγε τι θα έβλεπε – και πώς θα αντιδρούσε – ο Σαρανταυγάς αν κυκλοφορούσε στην Αθήνα των ημερών μας; Θα κατέβαινε από τον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι και θα ζαλιζόταν από τα φώτα των βιτρινών, τα ροζ σκούτερ των delivery και τους ήχους των bluetooth ηχείων. Δεν θα έβλεπε πια μανάβηδες και ψαράδες, αλλά street food, tattoo parlors και QR codes. Ένα παιδί θα του έλεγε «Θείε, έχεις Insta;». Στην οδό Αθηνάς, θα τον στρίμωχναν γρήγοροι περαστικοί με ακουστικά.
Στρίβοντας στην οδό Ερμού θα έβλεπε νεαρούς να χορεύουν μπροστά σε κινητά, γυρίζοντας βίντεο για το TikTok. Ίσως να έψαχνε την παλαιά τροκάνα αλλά δεν θα την έβρισκε. Θα άκουγε αντί γι’ αυτήν κλάξον, σειρήνες και ειδοποιήσεις. Θα εισερχόταν σε ένα κατάστημα να ρωτήσει τιμή, και θα του απαντούσαν «όλα online, μπάρμπα». Δεν θα διαμαρτυρόταν. Μόνο θα γύριζε ήσυχα στο σπίτι του, θα κλείδωνε, θα έβαζε το κομπολόι στο συρτάρι. Και θα δάκρυζε πάλι. Όχι από θυμό. Από θλίψη. Διότι δεν ήταν αυτή η Αθήνα του.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018
Συμπληρωμένες δημοσιεύσεις: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Κυριακή 4 Αυγούστου 2024