Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες γιορτές ήταν συνδυασμένες με τα Ημερολόγια και τους Καζαμίες. Από τα Ανάκτορα μέχρι το πιο φτωχικό σπίτι, ήταν το απαραίτητο στοιχείο του εορταστικού δωδεκαήμερου. Όποιος επιχειρήσει να αναδιφήσει στα ετήσια Ημερολόγια που εκδόθηκαν στη νεότερη Ελλάδα, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, θα βρεθεί μπροστά σε έναν απέραντο θησαυρό. Εθνικό, ιστορικό, λαογραφικό, φιλολογικό, πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, επιστημονικό, σατιρικό κ.ά. Δηλαδή οτιδήποτε ήταν δυνατόν να παραχθεί από τη σκέψη και το ανθρώπινο χέρι, αποτυπώθηκε στις ετήσιες περιοδικές εκδόσεις, των οποίων ο τίτλος συνήθως συνοδευόταν από τη λέξη «Ημερολόγιον». Η ιστορία τους είναι πλούσια και χάνεται στα βάθη των αιώνων, αλλά με τη μορφή που τα γνωρίσαμε, δηλαδή ως ετήσιες φιλολογικές και καλλιτεχνικές επετηρίδες, κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα.
Μηνολόγια, Σεληνοδρόμια, Καλεντάρια, Αλμανάχια, Εφετηρίδες, Καζαμίες ήταν μερικές συνήθεις ονομασίες με τις οποίες έγιναν γνωστά τα ημερολόγια στα ελληνικά τυπογραφεία. Το πρώτο που εκδόθηκε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και συγκεκριμένα στην Αίγινα, ήταν το «Μηνολόγιον πρόχειρον του Έτους Χιλιοστού Οκτακοσιοστού Εικοστού Ογδόου» και ακολούθησε μετά από επτά χρόνια (1835) το «Ημερολόγιον, ήτοι καλανδάριον, περιέχον το αιώνιον Πασχάλιον με τα επόμενα αυτού, το εορτολόγιον και σεληνοδρόμιον» του Διονύσιου Μπίστη [1]. Μάλιστα, ο εκδότης του, ο οποίος καταγόταν από την Άνδρο και ήταν ιερωμένος, βρέθηκε στην Αθήνα όταν έγινε πρωτεύουσα και έβλεπε τον κόσμο γύρω του να αλλάζει, θεωρούσε και το έγραφε, πως το εκδοτικό εγχείρημα θα γινόταν το εφαλτήριο για τη διανοητική πρόοδο της Ελλάδος.
Ό,τι ακολούθησε είναι πράγματι άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Ένα πραγματικό εκδοτικό πανηγύρι. Τόσο στην ελληνική περιφέρεια, όπου μόνον μέχρι το 1863 οι ειδικοί μελετητές καταγράφουν 57 εκδόσεις ημερολογίων, όσο και στα εξωελλαδικά κέντρα όπου καταγράφονται αντιστοίχως 49 εκδόσεις! Η πλέον αξιοσημείωτη έκδοση των πρώτων χρόνων θα γίνει το 1837 από έναν γιατρό τον Α.Ι. Κλάδο[2]. Ονομαζόταν «Εφετηρίς (Almanach) του Βασιλείου της Ελλάδος» και εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο (Βασιλική Τυπογραφία και Λιθογραφία). Στατιστικοί πίνακες, καταγραφή των στρατιωτικών δυνάμεων της Ευρώπης και της Αμερικής, κατάλογοι με ονόματα πατριαρχών, βασιλικές γενεαλογίες, δήμοι και διοικήσεις (νομοί-επαρχίες) της χώρας, αρχές που έδρευαν στην Αθήνα, προξενικές υπηρεσίες, δικαστήρια κ.ά.
Ήταν ένα μοναδικό εγχείρημα -αυτό του γιατρού Κλάδου- και οι εκδόσεις του αποτελούν βασική και πολλές φορές μοναδική πηγή πληροφοριών για την Ελλάδα των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Όθωνος. Μέχρι το 1860 όπου χτυπούσε ελληνική ψυχή εκδιδόταν και ένα ημερολόγιο. Ίσως οι τίτλοι τους αρκούν για να κατανοήσουμε την ποικιλία και το κλίμα που επικράτησε. Από το «Ημερολόγιον» του Ισιδώρου Σκυλίτση που εκδιδόταν στο «Τυπογραφείον των Παρισινών Αποκρύφων» της Σμύρνης το 1845 και το «Ημερολόγιον και Σεληνοδρόμιον» που εκδιδόταν στην Βενετία από το 1853 «Εκ του Ελληνικού Τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου» μέχρι και τις σπουδαίες εκδόσεις των Αθηνών. Όπως τον «Αττικόν Ημερλόγιον» του Ειρηναίου Ασωπίου, η «Ποικίλη Στοά» του Ιωάννη Αρσένη, το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» του Γεωργίου Δροσίνη, το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Σκόκου κ.ά.
Τα ημερολόγια εξελίχθηκαν και σε μία επικερδή ενασχόληση για τους ανθρώπους του Τύπου και του Πνεύματος. Κανείς δεν έλειψε από τον θαυμαστό κόσμο των Ημερολογίων. Ούτε βεβαίως και ο Γεώργιος Σουρής, ο οποίος εξέδωσε κατά καιρούς πολλά και ποικίλα, σχεδόν πάντα εναρμονισμένα με την επικαιρότητα. Όπως το «Ρωμηού Ημερολόγιον Αποκαλυπτικόν / περί της καταστάσεως των Οικονομικών» του 1893. Εποχή πτώχευσης του κράτους αλλά ο Γ. Σουρής δεν έχανε τη σπιρτάδα του: «Χαρά σ’ εκείνους τους Ρωμηούς, που μεσ’ αυτό το χάλι / μπορούν να βρουν για σκέπασμα κι ένα κουρέλι γούνας, / χαρά σ’ εκείνους τους Ρωμηούς, πούχουν να πιούν και πάλι / γάλα γαϊδάρας θρεπτικό και λάδι της μουρούνας»[3]!
Εκδόθηκε ωστόσο και το «Ημερολόγιον του Ποδόγυρου», το 1895, όπου εναπόθεσαν το κέφι και τη χαριτωμένη πένα τους οι σημαντικότεροι λόγιοι και άνθρωποι του πνεύματος που έδρασαν στα τέλη του 19ου αιώνα. «Δια χριστουγεννιάτικον ανάγνωσμα, δια πρωτοχρονιάτικον δώρον είνε κάτι τρέλλα» έγραφε η σχετική αναγγελία[4]. Ο Κωστής Παλαμάς ακουμπούσε εκεί «Λίγους Στίχους», ο Λεωνίδας Κανελλόπουλος ένα «Πατρινό Σκανδαλάκι», ο Τίμος Μωραϊτίνης τις «Σαχαλαμάρες» του και ο Γεώργιος Σουρής την άποψή του για τη «Γυναίκα». Σκίτσα, φωτογραφίες, γελοιογραφίες και ειδήσεις συνδυασμένες με αττικόν άλας συντρόφευαν τους Αθηναίους που έβλεπαν, με τον πλέον κεφάτο τρόπο, να πλησιάζει ο νέος αιώνας.
Η ελληνική περιφέρεια όχι μόνον εναρμονίσθηκε με τον συρμό των Ημερολογίων, αλλά παρουσίασε σπουδαίες και περίτεχνες εκδόσεις, οι οποίες υπερκέρασαν αυτές των Αθηνών τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε καλαισθησία. Η συνολική καταγραφή τους θα αποτελέσει εθνική προσφορά στους ελληνικούς τόπους. Όπως τα Ποντιακά Ημερολόγια που ξεκίνησαν με την «Ηχώ του Πόντου», έκδοση της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ορθοδοξίας Αμισού (1901) ή το «Ημερολόγιον του Πόντου» (1903) και την «Αυγή του Πόντου» που εκδόθηκε την ίδια χρονιά. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ού, σχεδόν όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας εξέδιδαν το δικό τους ημερολόγιο.
Το ημερολόγιο «Η Φήμη» του Βόλου (1886-88), το σπουδαίο «Ημερολόγιον Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης» (1931-32), το «Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας» (1932-28) κ.ά. Δεν είναι δυνατόν σε ένα δημοσίευμα να συμπεριληφθούν οι τίτλοι των χιλιάδων λαϊκών ή αστικών εκδόσεων που πραγματοποιήθηκαν επί ενάμιση αιώνα. Εξάλλου, τα ημερολόγια ακολούθησαν τις τεχνολογικές εξελίξεις και ελάχιστα απέμειναν να εκδίδονται στην παραδοσιακή τους μορφή. Μια μορφή που αποκρυσταλλώθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Όταν μεσουρανούσε ο «Σατανάς» το «Αθηναϊκόν Ημερολόγιον» που εκδιδόταν από το 1924 μέχρι το 1930 με ιδιοκτήτη και επιμελητή τον Θάνο Ζήρα[5].
Ο «Σατανάς» προσέφερε πρωτότυπη λογοτεχνική ύλη, περιείχε μοναδικές καρικατούρες, τετράχρωμες ενθέσεις και διακρινόταν για την ευρηματικότητα και την ποιότητά του. Δεν είναι ίσως από τις πιο γνωστές εκδόσεις, ωστόσο δικαιολογημένα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών οι οποίοι σε αυτό εντόπισαν ανέκδοτο ποίημα του Καβάφη και άλλων ποιητών, παρτιτούρες γνωστών τραγουδιών, δημιουργίες σημαντικών ζωγράφων αλλά και σπάνια έργα τέχνης[6]. Εξάλλου, ακόμη και σύγχρονοι τραγουδοποιοί έχουν χρησιμοποιήσει στίχους ποιημάτων που δημοσιεύτηκαν στον «Σατανά», μάλλον χωρίς να γνωρίζουν ότι εκεί πρωτοείδαν το φως. Όπως το δημοφιλέστατο τραγούδι «Καταγγέλλω δυο ματάκια» των αδελφών Κατσιμίχα [7].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 25 Δεκεμβρίου 2016
Συμπληρωμένες δημοσιεύσεις:
Εφημερίδα «Εστία» 31 Δεκεμβρίου 2018
Εφημερίδα «Δημοκρατία» 30 Δεκεμβρίου 2025






