ΠΑΛΗΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΘΗΝΑ: ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑΣ (1925)

ΜΙΝΩΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ (1890-1953)

Μίνως Ανδρουλιδάκης

ΠΑΛΗΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΘΗΝΑ:

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑΣ[1]

 

—Πώς άφησε την Αθήνα πριν από δέκα χρόνια και πώς την ηύρε χθες.

—Η κίνησις και η αγορά των παλαιών ημερών και η σημερινή.

—Μουσικές και άνθη και παρακάλια άλλοτε,

σιωπή και χιλιάδες δραχμές και μούτρα κρεμασμένα σήμερα!

 

            Ο Σαράντης Σαρανταυγάς, παλαιός Αθηναίος, ξύπνησε χθες το πρωΐ γεμάτος χαρά. Είχεν έλθει την Τετάρτη, από ένα νησί των Σποράδων, όπου έζησε δέκα ολόκληρα χρόνια, σε κάποια στάνη, όπου ούτε εφημερίδες έφθαναν, μήτε γράμματα ελάβαινεν. Μοναχογυιός, δεν είχε παντρευτεί νωρίς, κι’ έτσι δεν είχε κανένα δικό του που να τον θυμάται. Οι γονείς του, είχαν πεθάνει νωρίς. Κι’ αυτός αρρωστημένος, ακολούθησε την συμβουλή ενός ξένου γιατρού, που του είπε να φύγη από την Αθήνα, αν θέλη την ζωή του και να πάη να κατοικήση εις ένα ψηλό βουνό, χωρίς πια να ρωτήση για τον άλλο κόσμο. Ο Σαράντης Σαρανταυγάς, πούλησε τα υπάρχοντά του κ’ έφυγε. Μα όπως ήταν άνθρωπος του παληού καιρού, ετήρησε κατά γράμμα την συμβουλή του γιατρού. Στον πρώτο του εξάδερφο, που είχε την στάνη, είπε να παραγγείλη στους πιστικούς του, να μην του αναφέρουν τίποτα για τον άλλο κόσμο γιατί θα πεθάνη αμέσως. Και ο αγαθός νησιώτης, έκαμε όπως του παρήγγειλε.

Έτσι ο Σαράντης Σαρανταυγάς έπεσε στην Αθήνα, σαν μπόμπα. Όπως έφθασε νύκτα την Τετάρτη, ετράβηξε με τα πόδια στο παλαιό σπίτι του στα Πετράλωνα, που το είχεν αφήσει εις ένα παλαιό υπηρέτη του να κάθεται όσο λείπει, χωρίς να ιδή τη μεγάλη κίνησι της Πρωτευούσης. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκε να τώβρη, γιατί όταν έφυγε, δεν είχαν κτισθεί πολλά σπίτια κοντά. Μα όπως ήταν νύκτα και κουρασμένος, θαύμασε, πώς σε τόσο καιρό, μεγάλωσεν έτσι η Πολιτεία, αλλά δεν αφοσιώθηκε εις την σκέψιν του αυτή την αρχική. Ο ύπνος τον ηύρε γρήγορα.

Έτσι, το πρωΐ, εξύπνησε με χαρά, έτριψε τα χέρια του, εφώναξε τον πρώην υπηρέτη του και του είπε:

─ Άκου Γιάννη. Εγώ ξεύρεις πως τα Χριστούγεννά μου, έμαθα να τα περνώ λεβέντικα. Λοιπόν, τώρα που δεν υπάρχουν πια οι γέροι, θα γιορτάσουμε μαζύ.

─ Όπως θέλεις, κυρ – Σαράντη.

─ Έτσι που σου λέω. Θα κατέβω στην αγορά, θ’ αγοράσω την γαλοπούλα, θα ψωνίσω ότι χρειάζεται και θα στα στείλω μ’ ένα λούστρο… Σύμφωνοι;

─ Σύμφωνοι, είπεν ο Γιάννης, ευχαριστών τον Θεόν, που του έπεμψε τον παλαιόν αφέντην του, διά να τον ελαφρύνη από τα σκληρά έξοδα.

 

Ο Σαράντης Σαρανταυγάς, εύθυμος, κατέβηκε στον δρόμο, παίζοντας το μακρόν παληό κιχλιμπαρένιο κομπολόϊ του, επήγε στο Θησείο και τράβηξε στην οδόν Αθηνάς. Έως να φθάση εκεί, έκαμε τον σταυρό του χίλιες φορές, διά τα θαύματα που έβλεπε. Μα η κατάπληξις του εκορυφώθη στην λαϊκήν εμπορικήν οδόν. Τα διασταυρούμενα αυτοκίνητα, τα τροχοφόρα, ο πολύς κόσμος, του έφεραν σύγχυσιν. Μια στιγμή, του ήρθε η σκέψη να γυρίση πίσω και να ρωτήση τον Γιάννη, διά τα διατρέξαντα στο διάστημα που είχε φύγει από την Αθήνα – και τον κόσμο. Αλλά πάλι του φάνηκε ντροπή. Και εσυνέχισε τον δρόμο του, κυττάζοντας σαν παληός επαρχιώτης γύρω του.

Και τι δεν είδεν ο Σαράντης Σαρανταυγάς; Καινούργια μαγαζιά, που δεν τα ήξευρεν. Καροτσάκια που πουλούσαν τρόφιμα. Άνθρωποι που μιλούσαν τούρκικα! … Πήγαινε να χάση τον νου του! Ως τόσο έφθασε στην αγοράν, μ’ ένα καινούργιο κέφι, νομίζοντας πως θα έβλεπε τον Μωραΐτη τον Ψαρρά να τον καλή φιλικά και να του παινεύη τα ψάρια του ή τον Γιαβρούμ, που όλο κι’ αστεία έκανε για να τον καταφέρη και να πάρη το ψάρι του. Ή τον χοντρό τον Κεφαλλωνίτη τον χασάπη, που χίλια κοπλιμέντα σκόρπιζε για να του δώση το αρνάκι του γάλακτος. Μα πρώτα απ’ όλα περίμενε ν’ ακούση την γκραν – κάσα του κουτσού από τη Σμύρνη και το νταμπούρλο του Χιώτη, που κάθε Χριστούγεννα και κάθε καλήν ημέρα, ανέκρουεν εμβατήρια, διά να προσελκύσουν τους αγοραστάς εις το κατάστημα που έπαιζαν.

Ματαία προσπάθεια! Ο Σαράντης ο Σαρανταυγάς, αντί για όλα αυτά, είδεν ένα πλήθος κόσμου, που σιωπηλό είχε μπει στη γραμμή, σαν να ήταν έτοιμο να κάμη γυμνάσια κ’ ένα παράξενα ντυμένο άνθρωπο – χωροφύλακας ήταν; – να είνε εμπροστά του. Εστάθηκε εις το κεφαλόσκαλο της Αγοράς έτριψε τα μάτια του και παρατήρησε καλλίτερα. Όχι! Δεν ήταν ψέμματα. Πουλερικά ήσαν από δω κρεμασμένα. Ψάρια από εκεί. Και κόσμος πολύς σε κάθε μαγαζί εμπροστά. Και ένας – ένας προχωρούσε, ψώνιζε, πλήρωνε και έφευγε.

─ Κύριε ελέησον, σταυροκοπήθηκε πάλιν ο Σαρανταυγάς.

Μα σαν πονηρός Ρωμηός θέλησε να ξεφύγη από το νόμο. Κατέβηκε και τράβηξε ίσια στο σταυρό της αγοράς. Ήθελε να βρη τους γνωστούς του ψαράδες. Μα πού! Κανείς! Όλο και καινούργιες φάτσες. Μα όπως παρατηρούσε με προσοχή, το βλέμμα του Σαράντη έπεσε απάνω σε κάτι πινακάκια, που έγραφαν νούμερα. Διάβασε ένα, που ήταν επάνω στης μαρίδες κ’ είδε 16. Άλλο, στης γλώσσες 40. Στης παλαμίδες 20. Στης αχιβάδες 20.

─ Τ’ είν’ αυτά; εψιθύρισε. Κι’ αποφάσισε να ρωτήση. Δεν έχασε καιρό. Κοντά του, στη μέση της αγοράς κάποιος πωλούσε σουπιές. – Πόσο έχουν η σουπιές; – ρώτησε. Ο ψαρράς δεν του απήντησε. Εζύγιαζεν εκείνη την ώραν. Θύμωσε ο Σαράντης, κ’ ήταν έτοιμος να τον βρίση, ότε ένας πόλισμαν περνούσε και από το ύφος του, κατάλαβε ότι κάτι του συμβαίνει. Ευγενέστατα τον χαιρέτισε πρώτον και τον ηρώτησε έπειτα:

─ Μήπως σας συμβαίνει τίποτε κύριε;

─ Ζητάω να μάθω πόσο πουλάει και δεν μου λέει.

─ Ποιος;

─ Ο κυρ – ψαρράς.

─ Γράφει, του είπεν  ο πόλισμαν, εκεί στην πινακίδα… Σαράντα δραχμές.

Ο Σαρανταυγάς έμεινε κόκκαλο. Γούρλωσε τα μάτια του, τ’ άνοιξε όσο μπορούσε κ’ επανέλαβε. Σαράντα δραχμές;

Αλλά ο πόλισμαν είχε προχωρήση κι ο φίλος μας άρχισε τώρα να σκέπτεται αν του είπε αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός με τα παράξενα ρούχα, που φαινόνταν σαν Εγγλέζος αξιωματικός ή τον κοροΐδευε. Ήταν δυνατόν νάχουν σαράντα δραχμές η σουπιές που άλλοτε είχαν μόνο δύο;

 

Ζεματισμένος, προχώρησε στα πουλερικά. Άρχισε τώρα να πιστεύη πως όλα είχαν ανατραπεί στον τόπο αυτό. Μη δεν είδε στο δρόμο τόσα πράγματα, που άλλοτε δεν υπήρχαν; Και νάσου, που μόλις έφθασε τα γαλόπουλα, διάβασε μια πελωρία νταπέλλα: Γαλλιά / δραχμές – πόσο καθαρά ήταν γραμμένο – 50. Πουλιά 50. Γαλοπούλα 75. Κοτόπουλα 75.

Τι δυστυχία! Έμεινεν εκεί στη μέση της αγοράς ο άνθρωπος με βαρύ το κεφάλι, με σταυρογυριζόμενο το μυαλό, σαν σβούρα, οικτρόν έκβρασμα μιας παλαιάς εποχής που πέρασεν ανεπίστρεπτα. Οι βαστάζοι με τις πελώριες κόφες των, γεμάτες τρόφιμα, τον σκοντούσαν. Οι βιαστικοί πολίται τον συμπαρέσυραν. Μ’ αυτός δεν εκαταλάβαινε τίποτε από αυτά. Άκουε μόνον μια μουσική να τον καλή να πάρη μια θαυμασία γαλοπούλα, γεμάτη χρυσόχαρτα και γαρύφαλλα, μόνο για ένα ένα τεσσάρι.

Μα τ’ όνειρο έσβυσε πάλι, στο πέρασμα του ίδιου πόλισμαν, που του παρετήρησεν ότι μένοντας έτσι στη μέση εμποδίζει την διάβασι.

Άλλοτε, την παληά εποχή ο Σαράντης Σαρανταυγάς, θα τον εβουτούσε τον αναιδή αυτόν, μακάρι να ήταν κι’ ο τρομερός Μπαϊρακτάρης της Χωροφυλακής κι’ ο Θεός να έβαζε το χέρι του. Μα τώρα, δε μίλησε. Έφυγε γλήγορα από κει μέσα και βγήκε στα κρεοπωλεία.

Τι κίνησις πάλιν εκεί; Πατείς με  – πατώσε ο κόσμος. Κι’ όλοι στη γραμμή. Σαν να ήταν έτοιμοι για γυμνάσιο κι’ αυτοί! Κι’ αγόραζαν αρνάκια με 40 δραχμές! Ρίφια 33. Μοσχάρια 30. Δαμάλι 23. Κι’ επλήρωναν τα ποσά αυτά πρόθυμοι, χωρίς κουβέντες. Κι’ ο Σαράντης όλο κι’ έβλεπε μουσικές, λουλούδια στ’ ανοιγμένα στήθια των ζώων, και τις φωνές των γνωστών του κρεοπωλών, που τον καλούσαν για να του δώσουν τ’ αρνάκι του γάλακτος μ’ ένα δίφραγκο.

Έφυγε κι’ από κει ο φίλος. Βιαστικός πέρασε στην οδόν Αιόλου, ν’ αναπνεύση, να μην ακούη δραχμές, τίποτα. Κι’ όμως! Μόλις βγήκε εκεί τάχασε. Χιλιάδες κόσμος κι’ εμπροστά στα μαγαζιά, παραμάγαζα, μικρά τραπεζάκια, γεμάτα πράγματα. Το κύμα του κόσμου, συνεπήρε τον Σαράντη μας και τον έφερνε δεξιά  κι’ αριστερά. Κι’ ότι έβλεπε και άκουε τον έκανε να τρελλαθή. Κυρίες μυρωμένες με κοντά φουστάνια κι’ ανοικτά τα στήθια. Νέοι που τους έλεγαν λόγια, που έφερναν το αίμα στο κεφάλι του. Χαχανίσματα. Γέλοια αδιάντροπα. Και φωνές των πωλητών, που άλλοι διαφημίζουν τις γραβάτες των, άλλοι τα παιχνίδια των, άλλοι τα γάντια των, δίπλα άλλοι τους κουραμπιέδες κι’ άλλοι τα μεταξωτά των.

Κι’ όμως ο παλαιός Γκάγκαρος, σταματούσε όπου τον καθήλωνε το κύμα του κόσμου και πάλι προχωρούσε όπως τον έφερε, έβλεπε ν’ αγοράζουν τρία τάληρα παληογραβάτες που στον καιρό του είχαν τρεις δεκάρες, και κάλτσες τριάντα δραχμές – παρά, τι γραμμές χωριάτικες είχαν που άλλοτε στα νειάτα του αν της έβαζεν θα έτρωγε φάπες με την οκά!

Έφθασεν έτσι εις την οδόν Ερμού κ’ η ψυχή του ζήτησε ν’ ακούση τον εκκωφαντικό κρότο της τροκάνας. Πόσες φορές ο Σαράντης Σαρανταυγάς, νέος δεν πέρασε τον δρόμον αυτό, με φίλους του τέτοιες ημέρες γυρίζοντας το διαβολεμμένο αυτό θορυβώδες παγνίδι και κυτάζοντας λοξά καμμιά γυναίκα που τις άλλες ημέρες ούτε να σηκώση τα μάτια του, θα τολμούσε. Αλλοίμονο! Ούτε αυτό πέτυχε.

Η οδός Ερμού ήταν γεμάτη από ωραιόκοσμο, από δανδήδες, από λιμουζίνες, μα έλειπε το Αθηναϊκό χρώμα, που άλλοτε ο Σαράντης το θυμούτανε να την πλημμυρίζη. Κύτταζε σαν χαζός τις βιτρίνες κ’ έβλεπε τιμές. Σ’ ένα παλτό από γούνα είδε μια τιμή: Τριάντα χιλιάδες δραχμές!

Δεν ημπόρεσε να βαστάξη περισσότερο. Γύρισε τρεχάτος σχεδόν κ’ έφθασε στο Μοναστηράκι γεμάτος από θλίψι. Η βοή των αυτοκινήτων, που γιόμιζε την πόλι, η φωνές των εορταζόντων που έβγαιναν από μια εσπερινή θυσία προς τον Ουρανόν, όλα τον κυνηγούσαν.

Έφθασε νύκτα στο σπίτι του κι’ ο Γιάννης τον υπεδέχθη με μούτρα, σαν τον είδε με αδειανά τα χέρια.

– Τι γίνικες; Τον ρώτησε.

Ο Σαράντης Σαρανταυγάς δεν απήντησεν. Εμβήκε στο δωμάτιό του και ενώ έξω ερχόντανε η εορταστήριος ιαχή του κόσμου, αυτός αναλύθηκε σε θερμά δάκρυα!…

 

ΜΙΝΩΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης και ο Σαρανταυγάς!

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης και ο Σαρανταυγάς!

Ο Σαράντης Σαρανταυγάς και οι σημαντικές μεταμορφώσεις των Αθηνών

ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ (1923-1940)

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Σαράντης Σαρανταυγάς και οι σημαντικές μεταμορφώσεις των Αθηνών