Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Παγκόσμια Ημέρα Γάτας σήμερα και είναι παρήγορο το γεγονός ότι ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο οι ανθρώπινες κοινωνίες στα ζητήματα ενεργητικής ή παθητικής κακοποίησής τους. Λαμβάνονται επιτέλους και νομοθετικά μέτρα εναντίον εκείνων που παρουσιάζουν βίαιη συμπεριφορά, αποκαλύπτοντας τάσεις κατάχρησης εξουσίας, ψυχασθένειας και σαδισμού. Το ζήτημα είναι πανάρχαιο, ενώ σημαντικός είναι και ο λογοτεχνικός πλούτος που έχει παραχθεί από ευαίσθητες γραφίδες που φρόντισαν να συμπαρασταθούν στο δράμα που περνούσαν τα ζωντανά σε διάφορες εποχές. Ανάμεσά τους και ο Νίκος Γιοκαρίνης (1893-1951), τον οποίο έχουμε παρουσιάσει[1].
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1930 και σε ένα από τα περίφημα χρονογραφήματά του, δημοσίευσε το δράμα μιας γάτας. Ήταν ένα τετράποδο που σύχναζε στην πλατεία του Θησείου και τα έβαλαν μαζί του δεκαοκτώ «ανήμερα θηρία», όπως τα χαρακτήριζε ο χρονογράφος. Τύποι με μουστάκια που μιλούσαν, περπατούσαν και ούρλιαζαν και διψούσαν για αίμα. Ήθελαν κάποιον να κατασπαράξουν. Και βρήκαν μια καλοθρεμμένη και αρχοντική γάτα με γυαλισμένο τρίχωμα. Ήρεμη και ψύχραιμη καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της και η στάση της ήταν σαν έκφραση της θεϊκής αρμονίας.
Αλλά πέρασε από μπροστά της ένας προαιώνιος εχθρός, ένας μαύρος μαντρόσκυλος. Η γάτα σήκωσε το τρίχωμά της και φρόντισε να βρεθεί σε μια γωνιά, όπου ήταν τοποθετημένα τα τραπεζάκια ενός καφενείου. Πίστευε πως στα πόδια των τραπεζών και στα πόδια των πελατών θα μπορούσε να σωθεί από τον διαφαινόμενο κίνδυνο. Αλλά περισσότερο από τον σκύλο πετάχτηκαν απάνω τα άλλα ανήμερα θηρία. Ήρθε κι ένας τραμβαγέρης που περίμενε να πιάσει υπηρεσία, τρία λουστράκια αλλά κι ο καφετζής. Εν όλω δεκαοκτώ νοματαίοι. Πρώτα φρόντισαν να αποκλείσουν στην γωνία τη γάτα και ύστερα προκαλούσαν το μαντρόσκυλο: «Πάρτην μούργο…»[2].
Οι περιγραφές για τον τρόπο που προσπαθούσαν να ρίξουν στα δόντια του σκύλου το δύσμοιρο γατί είναι σοκαριστικές. Της πετούσαν χαλίκια, ακαθαρσίες του πεζοδρομίου, υπολείμματα νερών και στο τέλος τα σκουφάκια τους οι λούστροι. Διψούσαν για θέαμα, διψούσαν για αίμα. Μετέτρεπαν μια μικρή γωνιά σε αρένα και ικανοποιούνταν βλέποντας την αγωνία ζωγραφισμένη στις αντιδράσεις του μικρού ζώσου. Νιαούριζε και έβγαζε κραυγές αγωνίας έχοντας απέναντί του τον σκύλο που ερεθιζόταν όλο και περισσότερο από την ενίσχυση και τις ανθρώπινες παροτρύνσεις.
Ο κύκλος των ανθρώπινων θηρίων στένευε και η πολιορκία του γατιού ήταν αλύπητη. Μειώνονταν δραματικά οι δυνατότητες να αντιδράσει και φαινόταν να έχει αποκάμει. Πήρε όμως την πιο σωστή και ηρωική απόφαση. Το γατί ένιωθε ότι έπρεπε να ξεφύγει και αποφάσισε να πραγματοποιήσει ηρωική έξοδο για να σώσει τη ζωή του. Έτσι, με αιλουροειδείς κινήσεις, πετάχτηκε ανάμεσα στα πόδια των πολιορκητών της και με θαυμάσιο τρόπο ξέφυγε από τα δόντια του σκύλου και όρμησε προς τη σωτηρία. Η ψιψίνα βρέθηκε πάνω στον ξύλινο στύλο του πεζοδρομίου με το βλέμμα προς τα κάτω να κοιτά τα θηρία να διαλύονται και τον σκύλο να γαβγίζει.
Το χρονογράφημα του Ν. Γιοκαρίνη εκπροσωπεί μία ολόκληρη τάση της εποχής του Μεσοπολέμου για την προστασία των αδύναμων τετράποδων. Είναι η στάση που κράτησε, προς τιμήν του, ο πνευματικός κόσμος της χώρας και την συναντάμε διάσπαρτη σε όλα τα είδη του λόγου. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, χρονογραφήματα, αυτόνομες εκδόσεις κ.ά αναδείκνυαν το πρόβλημα και ευαισθητοποιούσαν την κοινή γνώμη αλλά και τις επίσημες αρχές. Οι τρόποι με τους οποίους εξόντωναν τα ζωντανά ήταν φρικιαστικοί, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι ακόμη και κρεματόριο είχε στηθεί στην Αθήνα για τους αδέσποτους σκύλους. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ν. Γιοκαρίνης κατέληγε απευθυνόμενος στην γατούλα: «Μη φοβάσαι τους εχθρούς σου που γαυγίζουν. Αυτοί που δεν γαυγίζουν είναι τα τέρατα της γης»! [3]
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», 8 Αυγούστου 2021