Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η κοινωνική πραγματικότητα των Αθηνών κατά τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας, αλλά και στις αρχές του 19ου αιώνα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού συναντάται μόνον εδώ και διέπεται από μακρά σειρά ιδιαιτεροτήτων. Πρόκειται για χαρακτηριστικά τα οποία μέχρι τώρα δεν έχουν αναδειχθεί –ανάλογα με τη σημαντικότητά τους– αφού ένα από τα αποτελέσματα που παρήγαγε η Επανάσταση ήταν η εξαφάνισή τους. Μπορεί στο ελεύθερο ελληνικό έδαφος να μη ριζοβόλησαν οι τίτλοι ευγενείας, αλλά ίσχυαν και μάλιστα με ιδιαίτερη σαφήνεια και αυστηρότητα μεταξύ των αθηναϊκών οικογενειών κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Πρόκειται για τις τέσσερις κοινωνικές τάξεις, όπως τις βρήκε η Ελληνική Επανάσταση. Τους άρχοντες, τους νοικοκυραίους, τους παζαρίτες και τους ξωτάρηδες.
Οι άρχοντες αποτελούσαν το φυτώριο απ’ όπου εξέρχονταν οι δημογέροντες και δεν ασκούσαν επάγγελμα. Ο περιηγητής Cornelio Magni που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1674, αναφέρει πως οι άρχοντες των Αθηνών ξεχωρίζουν από τη φορεσιά τους, την οποία χαρακτηρίζει «σοβαροφανή και γελοία» [1]! Συνήθιζαν το μαύρο χρώμα και μακριές ζακέτες με πλατιά μανίκια «για να παριστάνουν τους πατρικίους». Ξύριζαν ολόκληρο το κεφάλι και το σκέπαζαν με ένα καμιλαύκι. Κούρευαν τα γένια τους γύρω – γύρω από το πηγούνι. Οι πιο επίσημοι φορούσαν ένα καπέλο δύο σπιθαμές ψηλό από μαύρη καλοδουλεμένη φέλπα. Ο Ιταλός περιηγητής κατέγραψε και τα κυριότερα επώνυμα των οικογενειών, όπως Βενιζέλοι, Παλαιολόγοι, Περούληδες, Καβαλλάρηδες, Χαλκοκονδύληδες κ.ά.
Οι νοικοκυραίοι αποζούσαν από τα κτήματά τους, ήταν οι συντηρητικότεροι και πιο οπισθοδρομικοί. Θεωρούνταν πονηροί, με όλα τα προτερήματα και ελαττώματα της φυλής, της οποίας ήταν οι γνησιότεροι αντιπρόσωποι. Όλοι αυτόχθονες ή αποκατεστημένοι στην Αθήνα από αιώνες. Στην τάξη των νοικοκυραίων μετέπιπταν πολλές φορές οι ξεπεσμένοι Άρχοντες ή κάποιος πλάγιος κλάδος τους από δευτερότοκους ή από θηλυγονία. Αυτοί έπαιρναν ειρωνικά και την κατάληξη άκης ή άκιας, δηλαδή Μπενιζελάκιας, Παληολογοκάκιας κ.λπ[2].
Οι παζαρίτες, ήταν συνήθως έμποροι πανικών, γουναρικών, δερμάτων, λαδιού και σαπουνιού. Αποτελούσαν την αληθινή δύναμη της πόλης και ήταν διαιρεμένοι σε συντεχνίες, τα περίφημα «ρουφέτια». Με την ψήφο τους κυρίως αυτοί ανεδείκνυαν τους δημογέροντες, ενώ αποτελούσαν κατ’ ουσίαν και την κινητήρια δύναμη του εμπορίου και της όποιας παραγωγής στην πόλη. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν και ονομαστοί τεχνίτες. Πάντως, η διάκριση ανάμεσα σε νοικοκυραίους και παζαρίτες ήταν ασαφής και πολλές φορές παρατηρείτο μετακίνηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπορούσε να καταγραφεί ως μία τάξη με δύο κατηγορίες. Περιπαικτικά, οι νοικοκυραίοι και οι παζαρίτες ήταν οι αποκαλούμενοι γκαγκαραίοι και γκαγκάρηδες.
Οι ξωτάρηδες αποτελούσαν την τέταρτη και τελευταία κοινωνική τάξη, θεωρώντας ως κατώτερούς τους μόνον τους κατοίκους των χωριών της Αττικής. Οι ξωτάρηδες καλλιεργούσαν χωράφια, κήπους και υποστατικά στα προάστια των Αθηνών. Πολλές φορές αποκτούσαν και δική τους περιουσία και λαμβάνονταν υπόψη στις αποφάσεις της πολιτείας. Κατοικούσαν στις απόκεντρες συνοικίες της πόλης και στα προάστια. Από αυτή την τάξη ανέβαιναν αρκετοί στην τρίτη, όπως από την τρίτη ανέβαιναν στη δεύτερη, ποτέ όμως στην πρώτη. Ο Cornelio Magni μας παρέδωσε και περιγραφές των ενδυμασιών που συνάντησε στα χωριά της Αττικής. Οι άνδρες φορούσαν μια πάνινη πουκαμίσα και μπενοβράκια που έφθαναν ως τη μέση της γάμπας. Στο κεφάλι συνήθιζαν να φορούν κόκκινη σκούφια, όπως σε όλη την Ελλάδα. Για να προφυλαχθούν από τον ήλιο στερέωναν πάνω στο μέτωπο ένα μικρό καπέλο που το έδεναν με δύο κορδόνια, ένα κάτω από το πηγούνι και ένα άλλο στον αυχένα[3].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 15 Νοεμβρίου 2020.