Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η ψυχή κάθε γειτονιάς είναι πρώτα οι άνθρωποί της. Δίνουν χρώμα στην καθημερινότητα της ζωής μας, αποτυπώνουν την ποιότητά της και προσδίδουν στη γειτονιά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε κατοικημένο τόπο. Προφανώς, όλοι γνωρίζουμε τύπους οι οποίοι καταγράφηκαν ως γραφικοί διότι ήταν ανοιχτόκαρδοι και γλεντζέδες ή γυναίκες του λαού, οι οποίες βρέθηκαν στο επίκεντρο της σάτιρας διότι τόλμησαν να βγουν από το κατώφλι του σπιτιού τους και διεκδίκησαν το μερίδιό τους στη ζωή. Κάθε περιοχή είχε τους δικούς της πρωταγωνιστές, τους οποίους τίμησαν πολλοί και σημαντικοί καλλιτέχνες, με την πένα, το πενάκι τους, το στίχο ή το χρονογράφημά τους. Όπως ο σπουδαίος κι αδικημένος σκιτσογράφος και γελοιογράφος Πυθαγόρας Νάγος. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 περπάτησε στις γειτονιές των Αθηνών και κατέγραψε με το πενάκι του μερικούς από τους τύπους αυτούς, παραδίδοντάς τους στην αθανασία[1]. Ανάμεσά τους ο εμπορομανάβης Νικόλαος Τσαμόπουλος ή Τσαμούας και η κυρά Πολυξένη η Σκορδαρού. Αμφότεροι ζωντανά στοιχεία της πάλαι ποτε ακμάζουσας γειτονιάς του Μετς.
Ο Τσαμούας, ο μανάβης της συνοικίας Μετς, ήταν εκείνος που είχε προσδώσει τον χαρακτηρισμό «Γέφυρα των Στεναγμών», στο πανέμορφο γεφύρι που είχε κατασκευαστεί στα χρόνια του Όθωνα και συνέδεε τις δύο όχθες του Ιλισού στο ύψος περίπου της σημερινής Αγίας Φωτεινής Ιλισού. Υπολείμματα της γέφυρας εκείνης σώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Στην μία άκρη της λοιπόν, ο εν λόγω μανάβης είχε στήσει… υποκατάστημα της επιχείρησής του ώστε να εξυπηρετεί το πλήθος των διερχομένων. Επί είκοσι χρόνια εκεί παρακολουθούσε τα ζευγαράκια να περνούν. «Στα δέκα το πολύ-πολύ δύο περνούν χωρίς ν’ αναστενάξει το ένα από τα δύο ήμισυ» είχε διαπιστώσει ο ευφυής μανάβης. Η γέφυρα αυτή οδηγούσε προς το νεκροταφείο της πόλης, το οποίο, όσο και να φαίνεται μακάβριο ως τόπος απομονωμένος, ήταν ο αγαπημένος για τα ζευγαράκια. Εκεί έβρισκαν ησυχία να εξομολογηθούν τον καημό τους, πάντα υπό το… άγρυπνο βλέμμα του Τσαμούα.
Επίσης, ένα από τα τοπόσημα της ίδιας περιοχής, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ήταν και το «Θεραπευτήριον της Σκορδαρούς»[2]. Επρόκειτο για διάσημη ταβέρνα της εποχής, η οποία παραδόξως δεν ήταν γνωστή με το όνομα του ιδιοκτήτη της, ο οποίος ονομαζόταν Πέππας. Η ταβέρνα είχε τη δική της πρωταγωνίστρια που ήταν η Πολυξένη Σκορδαρού, τύπισσα της εποχής. Είχε φτάσει στα 70 και ακόμη δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Προτιμούσε το τραπέζι που βρισκόταν κάτω από την πυκνόφυλλη πασχαλιά του μαγαζιού και αφού τα… έτσουζε, με το κέφι της έδινε το σύνθημα στους θαμώνες να ξεφαντώνουν. Το εν λόγω «Οινομαγειρείον» όμως είχε και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Συγκέντρωνε μόνον όσους ήθελαν το βασιλιά! Ήταν ακόμη η εποχή της μεγάλης διαμάχης βασιλικών – βενιζελικών και όπως υπήρχαν χωριστά καφενεία έτσι υπήρχαν και χωριστές ταβέρνες! Πάντως, η σύζυγος του ταβερνιάρη, η κυρά Ηλέκτρα, φρόντιζε να προσφέρει το… παυσίπονο του καταστήματος, δηλαδή το αγνό ρετσινάτο, σε όποιον περνούσε το κατώφλι του[3].
Στη γειτονιά του Μετς όμως, επί της οδού Μουσούρη, λειτουργούσε από το 1899 κι ένα από τα ιδιωτικά σχολεία της πόλης των Αθηνών, το σχολείο του Στέφανου Λεντούδη. Είχε τις δικές του πρωτοποριακές μεθόδους εκείνος ο δάσκαλος και η σύζυγός του Ελισάβετ[4]. Οι μαθητές παρέμεναν στο σχολείο από το πρωί στις 8 μέχρι την ώρα που ο φανοκόρος του Δήμου θα άναβε τα φώτα, δηλαδή όταν βράδιαζε! Οπότε η γειτονιά είχε πάντα ζωή και φασαρία. Άλλοτε με το σχολείο της, άλλοτε με το μανάβη της και πάντα τα βραδάκια με το «Θεραπευτήριο της Σκορδαρούς». Πρωταγωνιστές της καθημερινότητας μιας άλλης εποχής, οι οποίοι αξίζουν και το μερίδιό τους στην ιστορία της ελληνικής πρωτεύουσας.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», Αύγουστος 2014.