Η γέφυρα του Παναθηναϊκού Σταδίου και το άδοξο τέλος της

Η κατασκευή που ακολούθησε την τύχη του Ιλισού ποταμού

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 Ήταν ίσως η πιο διάσημη γέφυρα της σύγχρονης ιστορίας μας. Ανακατασκευάστηκε στα χνάρια αρχαίας γέφυρας με χρηματοδότηση του ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Δυο πρωθυπουργοί ασχολήθηκαν με την ανέγερσή της, κατόρθωσε να επιβιώσει περίπου μια ογδοηκονταετία και λειτουργούσε ως προθάλαμος του Παναθηναϊκού Σταδίου. Κινδύνευσε, αλλά δεν κλονίστηκε από τις αγριότητες του Ιλισού και τις περιπέτειες που γνώρισε η ελληνική πρωτεύουσα. Γνώρισε μεγάλες δόξες. Εκπροσωπούσε τον ρομαντισμό και την ειδυλλιακή ζωή, πέρασαν από πάνω της βασιλικά οχήματα αλλά και τα σύγχρονα τραμ, εκκλησιαστικές πομπές και επίσημοι.

Η γέφυρα του Ιλισού γεμάτη κόσμο κατά τη διάρκεια των Β Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1906

Φωτογραφήθηκε στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, γνώρισε τις ιαχές από την άφιξη του Σπύρου Λούη και τις δόξες της διοργάνωσης των Β΄ Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων των Αθηνών του 1906. Υπέστη ελάχιστες ζημίες από τα πυρά των Νοεμβριανών (1916) και γλύτωσε την υπονόμευσή της από τους Ναζί που σχεδίαζαν να την ανατινάξουν. Παρ’ ολίγο να καταστραφεί ολοσχερώς κατά τα Δεκεμβριανά (1944), αλλά και πάλι τη σεβάστηκαν ως έργο τέχνης. Εν τέλει, κουρασμένη αλλά στητή και υπερήφανη, υπέκυψε στη σκαπάνη που χρηματοδότησε το Σχέδιο Μάρσαλ στις αρχές της δεκαετίας 1950, χωρίς να ιστορηθεί όπως της έπρεπε. Δέχθηκε πάνω της την πολύβουη σήμερα λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Οι περιηγητές

Ο Ευαγγέλης Ζάππας ήταν εκείνος που οραματιζόταν την σύνδεση του Παναθηναϊκού Σταδίου με το Ζάππειο Μέγαρο, το οποίο ήθελε να χτίσει στο πέταλο του Σταδίου.[1] Ο Ηπειρώτης αγωνιστής συμμεριζόταν περισσότερο εκείνους που κατέγραφαν το Στάδιο ως ένα «μακρύ χορταριασμένο κοίλωμα που φωλιάζει στην πλαγιά του λόφου» και δεν καταλάβαινε εκείνους που είχαν αποφασίσει να εγκαταστήσουν εκεί, ένα από τα τρία Σφαγεία της Πόλης. Αλλά αφού το Παναθηναϊκό Στάδιο θεωρείτο μέρος του Ζάππειου Ολυμπιακού Τοπίου, έπρεπε να διευκολύνεται και η πρόσβαση σε αυτό.[2]

Χαλκογραφία των Stuart-Revett όπου απεικονίζεται η γέφυρα του Ιλισού, 1751-1753.

Ο Ιλισός διαιρούσε την περιοχή, και οι πρόχειρες γέφυρες ήταν ακατάλληλες, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Εξάλλου, το πρόβλημα της γεφύρωσης υφίστατο από την αρχαιότητα και την εποχή του Λυκούργου (392 π.Χ.) έγινε η πρώτη γεφύρωση. Οι περιηγητές που επισκέπτονταν την πόλη ανά τους αιώνες είχαν έναν ρομαντικό λόγο να γράψουν για την περίφημη γέφυρα, η οποία σωζόταν μέχρι τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, ενώ αρκετοί την σχεδίασαν και την παρέδωσαν στην αιωνιότητα.[3]

Ταλαίπωρε Ιλισέ…!

Αλλά όπως και τόσα άλλα σπουδαία αρχιτεκτονήματα, έτσι κι η γέφυρα απογυμνώθηκε στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από τον φοβερό Χατζή Αλή Χασεκή. Καταστράφηκε το 1774 από τον τότε Οθωμανό διοικητή και το υλικό της χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την ανέγερση του Τείχους των Αθηνών και διάφορα οικοδομήματα. Οι πρώτες συζητήσεις για την ανακατασκευή της γέφυρας έγιναν στα μέσα της δεκαετίας 1860. Επικεφαλής της προσπάθειας ήταν ο πρωθυπουργός Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, έχοντας κοντά του τον υπουργό Οικονομικών και πρόεδρο της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων Π. Εμμ. Γιαννόπουλο (1808-1886), τον αξιωματικό του μηχανικού Εμμανουήλ Μανιτάκη (1809-1883) και τον καθηγητή του Πολυτεχνείου, υποστράτηγο Γεράσιμο Μεταξά (1816-1890).

Η γέφυρα του Ιλισού, τέλη δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα.

Οι προτάσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη και πότε ήθελαν τη γέφυρα με ένα τόξο, πότε τρίτοξη. Σπουδαίες μελέτες είδαν τότε το φως της δημοσιότητας, γεγονός που αποκαλύπτει το ενδιαφέρον που εκφραζόταν για την πόλη. Αλλά και τα συναισθήματα που έτρεφαν οι πολίτες της εποχής για τον δημόσιο χώρο. Ενας εξ αυτών, με αφορμή τις μελέτες για τη γέφυρα έγραφε: «Ταλαίπωρε Ιλισσέ! Αφ’ ού εδέχθης τας κολακείας και τους θαυμαστικούς επαίνους Ελλήνων και ξένων, καθ’ όν χρόνον η ευτυχία και η λαμπρότης της υπό σου βρεχομένης πόλεως έσυρεν, ως πάσα ευτυχία και πάσα λαμπρότης, πολλούς τους φίλους και τους θαυμαστάς. Ευθύς ότε μετά της πόλεως εξέπεσες του αρχαίου μεγαλείου, πάντες σε εγκατέλιπον…».[4]

Η γέφυρα του Ιλισού και το Πανόραμα μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο, 1907.

Μελέτες και σχέδια

Εν πάση περιπτώσει τα τελικά σχέδια έγιναν από τον Εμμ. Μανιτάκη, ο οποίος εξομολογείται πως συμβουλεύτηκε κυρίως το σχέδιο που είχε διασώσει ο περιηγητής Στιούαρτ, οπότε σχεδίασε τη γέφυρα με τρία τόξα. Γι’ αυτό η αρμόδια Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων ενέκρινε το σχέδιο της τρίτοξης γέφυρας «ως μάλλον αρχαιοπρεπές, καθό πλησιάζει προς το σχέδιον της αρχαίας γεφύρας» και έδωσε εντολή να γίνει ευρεία ανασκαφή «προς ανακάλυψιν των θεμελίων των τόξων της αρχαίας γεφύρας, ώστε το νέον σχέδιον να μη μακρυνθή πολύ από το της αρχαίας γεφύρας». Προχείρως, το 1870, χάραξαν και πλακόστρωσαν δρόμο που έτεμνε εγκαρσίως την κοίτη του Ιλισού.

Οι μελέτες έφεραν στην επιφάνεια τα τεχνικά χαρακτηριστικά της αρχαίας γέφυρας. Στηριζόταν σε τρεις αψίδες, εκ των οποίων η μεσαία είχε πλάτος 20 πόδια. Οι λίθοι τους ήταν υπερμεγέθεις, ισοπαχείς, ισομήκεις και αλλεπάλληλα τοποθετημένοι, χωρίς πηλό, ενώ το πλάτος της γέφυρας ήταν 23-25 μέτρα. Εξάλλου, σώζονταν ακόμη λείψανα από τα δύο άκρα της γέφυρας και έγιναν εργασίες αποκάλυψης των θεμελίων της, ώστε η νέα κατασκευή «να μη μακρυνθή πολύ από της αρχαίας γεφύρας».[5] Η κατασκευή της εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής και υπήρξε πλούσιο παρασκήνιο ώστε να αναλάβει το έργο, ο πιο γνωστός εργολάβος της εποχής Ιωάννης Καραϊτιανός.

Ο ρόλος του Χ. Τρικούπη

Οι εργασίες ανέγερσης της γέφυρας έγιναν υπό το άγρυπνο βλέμμα του μετέπειτα πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, μέλους της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων. Το κόστος της γέφυρας ξεπέρασε κατά πολύ τον προϋπολογισμό, φτάνοντας εντέλει στις 57.452 δραχμές και το έργο παραδόθηκε τον Αύγουστο 1873. Η γέφυρα του Σταδίου έγινε αφετηρία και τέρμα ρομαντικών περιπάτων της εποχής. Στη βάση εντοιχίστηκε η πινακίδα «Ηρώδης Αττικός την πρώτην ανήγειρε / Κ. Ζάππας Ηπειρώτης ανοικοδόμησε / ΑΩΟΓ (1873)» και όποιος κατέβαινε την Ηρώδου Αττικού έβλεπε στις δύο πλευρές του στηθαίου τα αρχικά του ευεργέτη: αριστερά το Κ(ωνσταντίνος) και δεξιά το Ζ(άππας).[6]

Οι μαρμάρινες πλάκες με τα αρχικά του ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα που είχαν τοποθετηθεί στις δύο πλευρές του στηθαίου της γέφυρας.

Το ζήτημα της κάλυψης του Ιλισού και των ακάλυπτων ρεμάτων της Αττικής ερχόταν στην επικαιρότητα στα τέλη της δεκαετίας 1920, όταν κτύπησε την Αθήνα η μεγάλη επιδημία του δάγκειου πυρετού. Οι αντιδράσεις, όσων λάτρευαν το ένδοξο παρελθόν της πόλης, των ποιητών, των ρομαντικών, των αρχαιολόγων και των ιστορικών δεν έφθαναν για να ανακόψουν τις εξελίξεις. Οι υγιεινολόγοι έβλεπαν τον δύσμοιρο Ιλισό ως απειλή για τη δημόσια υγεία αφού είχε μετατραπεί σε τεράστια ανοικτή υπόνομο και οι εργολάβοι έτριβαν τα χέρια τους. Οι πάσης φύσεως αρμόδιοι και τα συμβούλια των ειδικών κατέληγαν επί δεκαετίες στη λύση της μετατροπής της κοίτης του σε υπόγειο αποχετευτικό αγωγό.

Η λεωφόρος που σχηματίστηκε στο ύψος της γέφυρας του Παναθηναϊκού Σταδίου, πριν από την ασφαλτόστρωσή της.

Η καταστροφή

Η γέφυρα αυτή ήταν συνυφασμένη με τη μορφή των Αθηνών μιας ολόκληρης εποχής. Είχε γνωρίσει την ειδυλλιακή γαλήνη πριν απλωθεί η πόλη προς κάθε κατεύθυνση. Γνώρισε τα θεατρικά δρώμενα και τα ιταλικά μελοδράματα των παριλισσίων θεατριδίων. Τα έργα στην περιοχή αυτή του Ιλισού ξεκίνησαν προπολεμικά. Διακόπηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το ενδιαφέρον παρέμεινε αμείωτο στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 1943 βραβεύθηκε η μελέτη του Δημητρίου Τριποδάκη, που αποτέλεσε τη βάση για τις ρυθμίσεις που έγιναν στα μεταπολεμικά χρόνια.

Εν τω μεταξύ, το 1944, κινδύνευσε πραγματικά από τον ΕΛΑΣ που κυριαρχούσε στην εκείθεν του Ιλισού περιοχή. Όταν ανατίναζαν άλλα γεφύρια και κτίρια για να εμποδίσουν τη διέλευση των αρμάτων, σχεδίαζαν να ανατινάξουν και τη γέφυρα αυτή. Αλλά, ευτυχώς, όταν είχε ωριμάσει η σκέψη ήταν πλέον αργά. Εν τέλει, τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ έδωσαν τη δυνατότητα στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις να προωθήσουν τα σχέδιά τους. Στις αρχές 1951, επί πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου, η γέφυρα του Σταδίου κατεδαφιζόταν και ο τρισένδοξος Ιλισός εξαφανιζόταν οριστικά.[7]