Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στην ψυχή του σπουδαίου λογοτέχνη Πλάτωνα (Σουλιώτη) Ροδοκανάκη (1883-1919) είχε θρονιάσει η αγάπη για τον κόσμο του Βυζαντίου, στοιχείο που διέπει όλα τα γνωστά, εκδεδόμενα και ανέκδοτα, έργα του. Στη συγγραφική του δημιουργία αξιόλογη θέση κατέχει το Μυστήριον «Άγιος Δημήτριος», ένα θρησκευτικής υποθέσεως ποιητικό δράμα, που αποτελεί μοναδικό είδος της νεώτερης ελληνικής δραματουργίας.
Πρώτη παράσταση
Το συνέγραψε το 1916-1917, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του πρώτου εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, της πόλης που η πλούσια βυζαντινή ιστορία τροφοδοτούσε τη φαντασία του. Πρωτοπαίχθηκε στο θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη την 24η Αυγούστου 1917 και μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο το 1949, σε σκηνοθεσία του Δ. Μυράτ με τη Σαπφώ Αλκαίου ως μητέρα και τον Στέλ. Βόκοβιτς ως Άγιο Δημήτριο[1].
Το έργο είναι συνδεδεμένο με την ψυχοσύνθεση και την εσωτερική περιπέτεια του δημιουργού του. Εξ αφορμής μιας ασθενείας του ο Πλάτων Ροδοκανάκης έφυγε από τη Σμύρνη για να μείνει τρία χρόνια στο Κορδελιό, «γεμάτος από ένα προαίσθημα θανάτου, πίστης και κατάνυξης»[2]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εισέλθει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, την οποία όμως εγκατέλειψε μαζί με το ράσο της, κυνηγημένος από έντονες σαρκικές επιθυμίες.
Ωστόσο, ούτε και η ζωή τον ικανοποίησε. Την βρήκε αντίθετη των ονείρων του αυτός ο οραματιστής του αυτοκρατορικού Βυζαντίου. Εκείνη που χαλύβδωσε τη δύναμή του και πλάτυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες ήταν η λογοτεχνία.
Οι ρίζες του έργου
Έτσι λοιπόν με έναν ψυχικό κόσμο όπως ο δικός του, ήταν επόμενο να γράψει ο Πλάτων Ροδοκανάκης και θεατρικό μυστήριο. Ο ίδιος εξηγούσε σε χρονογράφημά του το 1917 γιατί η χριστιανική αυτή τραγωδία τιτλοφορείτο έτσι[3]. Άλλωστε, υπήρξε μελετητής του είδους αυτού και του βυζαντινού θεάτρου γενικά, είχε γνωρίσει τα μυστικά του και ήξερε την ιστορία του.
Όπως είχε γράψει μάλιστα στα «Βυζαντινά Πολύπτυχα», υπήρχαν δύο ειδών σκηνές στο Βυζάντιο, αφού και τότε το θέατρο χωριζόταν στη σοβαρή φιλολογία και τις επιθεωρήσεις[4]. Οι λέξεις θέατρο και δράμα δεν ήταν βεβαίως δυνατόν να προφερθούν από τον βυζαντινό όχλο, ο οποίος συνέχεε όλα αυτά με την ειδωλολατρία των αρχαίων προγόνων. Έτσι βρέθηκε η λέξη Μυστήριο για να χαρακτηρίσει τις θεατρικές αυτές παραστάσεις που διεξάγονταν στους νάρθηκες ή στον προ της κυρίας εισόδου χώρο των μεγάλων εκκλησιών.
Ο μεγαλομάρτυρας
Η επιλογή του Αγίου Δημητρίου ως θέμα για το έργο του Πλάτωνος Ροδοκανάκη ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Ο υπέροχος βίος του, η δραστηριότητα που ανέπτυξε υπέρ της πίστης του και ο οδυνηρός του θάνατος αποτέλεσαν θαυμάσια ύλη για το κτίσιμο ενός δράματος, γεγονός που είχε προσέξει ο δημιουργός. Ο Άγιος Δημήτριος, που είναι μια από τις αδρότερες μορφές στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποτέλεσε θέμα εγκωμιαστών και ποιητών από τον 6ο αιώνα και εντεύθεν[5]. Προσφερόταν κατεξοχήν σε κάθε είδους τέχνη.
Κατέστη εξάλλου ο δημοφιλέστερος άγιος της οικουμένης, κυρίως κατά τον 14ο αιώνα, οπότε αναζωπυρώθηκαν και οι εορτές του στη Θεσσαλονίκη[5]. Κατά τις αγιολογικές πηγές, γεννήθηκε το 280 και έζησε κατά τους χρόνους του Γαλερίου Μαξιμιανού. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και νεώτατος ανήλθε σε ανώτατα αξιώματα για να γίνει τελικά ανθύπατος της Ελλάδος. Αφού προσχώρησε στον Χριστιανισμό, ανεδείχθη έξοχος διδάσκαλος και ανέπτυξε θεολογία περί της ψευδούς πίστεως των ειδώλων, η οποία οδήγησε στην εκτέλεσή του.

Εικόνα του Αγίου Δημητρίου (1775). Οικογενειακό κειμήλιο της οικογενείας
Σκουζέ. Από τα εκθέματα του «Αθηναϊκού Μουσείου» του «Συλλόγου των
Αθηναίων».
Εσωτερικά διλήμματα
Κατακυριευμένος λοιπόν ο Πλάτων Ροδοκανάκης από το μεγαλείο της θυσίας του Αγίου Δημητρίου δημιουργεί το έργο του αυτό. Το Μυστήριο, που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη αρχές του 4oυ αιώνος, χωρίζεται σε τρεις πράξεις και 23 σκηνές, ενώ στη δραματική του εξέλιξη εμφανίζονται 39 πρόσωπα να συμμετέχουν στη δράση, καθώς και πλήθος στρατιωτών, γυναικών και παιδιών.
Ο δημοτικός λόγος του έργου, που υπακούει σε ρυθμό, το έφερνε κοντά στον σύγχρονο θεατή και οι λαμπροί διάλογοι οδηγούσαν σε μια ευρύτερη θεώρηση των αξιών της ζωής. Ο Πλάτων Ροδοκανάκης εκμεταλλεύτηκε όλα τα προσφερόμενα στοιχεία για να οικοδομήσει το Μυστήριό του. Τα περισσότερα όμως ανέκυψαν από τα εσωτερικά διλήμματα μπροστά στα οποία βρισκόταν η φωτεινή μορφή του Αγίου Δημητρίου.
Κορυφαία στιγμή
Το πρώτο δίλημμα στο έργο αυτό είναι η σύγκρουσή του με τον Γαλέριο Μαξιμιανό, που είχε ανεβάσει τον μάρτυρα στα ανώτατα αξιώματα του Ρωμαϊκού Κράτους και δεν μπορεί να του συγχωρήσει ότι προσχωρώντας στον Χριστιανισμό γίνεται αντίπαλός του. Το δεύτερο το εκφράζει η μορφή της Ευνίκης, μιας ωραιοτάτης φίλης του Γαλερίου, η οποία, ερωτευμένη με τον Δημήτριο, αγωνίζεται να αλλάξει την κατεύθυνσή του.
Υπάρχει ακόμη η σύγκρουση του μάρτυρος με ομοϊδεάτες του Χριστιανούς, που του παρέχουν τα μέσα να δραπετεύσει, γιατί δεν καταλαβαίνουν την σκοπιμότητα της θυσίας του. Απέναντί του, τέλος, ορθώνεται το ανάστημα της μητέρας του, που ευρίσκεται ολοκληρωτικά αντίθετη με τις απόψεις του και σε στιγμές υπέρτατης οδύνης τον θέτει ενώπιον του καθήκοντος των παιδιών προς τους γεννήτορες. Εκείνος, την ώρα του θανάτου, ομολογεί:
«Μάννα μου, έπειτ’ απ’ το Χριστό,
τώρα που δε σε βλέπω, θα το μαρτυρήσω,
σε σένα όλη την αγάπη μου χρωστώ
κι’ όμως δεν στάθηκα σε παρηγορήσω,
Μάννα φαρμακωμένη!
Τα πόδια σου δεν ρίχτηκα να σου φιλήσω,
Μάννα, ευλογημένη!..»
Αυτή είναι η κορυφαία στιγμή του σπουδαίου στα ελληνικά γράμματα δράματος, που αξιοποιεί δραματουργικά μια μεγάλη στιγμή της χριστιανικής ιστορίας.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ (1919)[6]
Είνε ανάγκη να είπω μερικά πράγματα δι’ όσους θα παρακολουθήσουν την αποψινήν διδασκαλίαν του «Αγίου Δημητρίου» εις το θέατρον της Δος Κοτοπούλη. Η χριστιανική αυτή τραγωδία τιτλοφορείται Μυστήριον, διότι έτσι ελέγοντο τα θρησκευτικής υποθέσεως έργα, τα οποία εις χαρμοσύνους ημέρας λαϊκού συναγερμού επαίζοντο από κληρικούς και λαϊκούς εις το προαύλιον των μεγάλων ναών της μεσαιωνικής μας πρωτευούσης.
Βέβαια, το Μυστήριον, το οποίον θα αναβιβασθή σήμερα, παρουσιάζει πολλάς αλλαγάς, εξακολουθεί όμως πάντοτε να φέρη βαθειάν σφραγίδα μυστικισμού και να αφίνη διαρκώς να γίνεται αντιληπτόν πόσον στενά συνεδέετο το μεσαιωνικόν θέατρον της Ανατολής με την αρχαίαν τραγωδίαν.
Τρία πρόσωπα κυριαρχούν εις τον «Αγιον Δημήτριον»: Ο Άγιος, πρόσωπον εκτάκτως δυσμεταχείριστον, διότι όσα λέγει πρέπει να είνε, ως επί το πλείστον, απήχησις των Αγίων Γραφών. Η Ευνίκη, η εταίρα του Καίσαρος Μαξιμιανού Γαλερίου, που αγαπά τον Άγιον και συμβολίζει την δύναμιν και τα θέλγητρα της ύλης, και η Μάννα του Αγίου, η γλυκύτερη αγάπη εις τον κόσμον, που και αυτή μένει ατελέσφορος εμπρός εις την αφοσίωσιν του Δημητρίου προς τα χαλύβδινα ιδανικά της πρώτης Χριστιανικής κοινωνίας. Εις την τετάρτην γραμμήν έρχεται το πρόσωπον του Καίσαρος Μαξιμιανού Γαλερίου, η πολιτεία, οι νόμοι, το καθεστώς, που τρέμει από φόβον, διότι βλέπει απειλητικήν να αυξάνη την μυστηριώδη θρησκείαν των Χριστιανών. Αλλα πολλά πρόσωπα μικροτέρας σημασίας ενυφαίνονται εις την όλην υπόθεσιν, διότι το είδος της θεατρικής αυτής δημιουργίας προϋποθέτει οπτικόν πλούτον και πολυμερή συγκρότησιν.
Θα ήθελα το Μυστήριον αυτό να επαίζετο με βεστιάριον του τετάρτου αιώνος, της εποχής ακριβώς κατά την οποίαν ήθλησεν ο Μυρόβλητος, και αυτό θα ήτο μία άλλη καινοτομία, διότι χρονολογική ακρίβεια εις τας αμφιέσεις δεν είνε επιβαλλομένη. Χάριν όμως διαφόρων λόγων, αι ενδυμασίαι των προσώπων θα είνε μεσαιωνικαί, βυζαντιακαί και φραγκικαί, ακόμη και αι σκηνογραφίαι δεν θα υπάγονται εις ορισμένον ρυθμόν.
Εις την αρχήν κάθε πράξεως ο συμβολίζων τον δήθεν βυζαντινόν συγγραφέα του Μυστηρίου ηθοποιός θα βγαίνη εις το προσκήνιον δια να ειπή μερικούς στίχους σχετιζομένους με την υπόθεσιν.
«Ο Άγιος Δημήτριος» είνε γραμμένος εις στίχους ανισοσκελείς και ομοιοκαταλήκτους.
ΠΛΑΤΩΝ ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019
Συμπληρωμένη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2025



