Τσαρουχάδες και τσαρουχάδικα στην οδό Πανδρόσου

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Το γραφικότερο θέαμα που απολάμβαναν οι επισκέπτες της ελληνικής πρωτεύουσας τον 19o αιώνα ήταν τα τσαρουχάδικα της οδού Πανδρόσου. Ο δρόμος διατηρούσε το χρώμα της τοπικής κοινωνίας, το κατ’ εξοχήν παραδοσιακό αθηναϊκό χρώμα. Συνδεόταν με την παλαιά, ίσως και με την τουρκοκρατούμενη Αθήνα. Εκεί απολάμβανε τη βόλτα του ο αγαθός βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος συνήθιζε να διασχίζει την Πλάκα, να κατεβαίνει από τους Αέρηδες και να περνά από την οδό Πανδρόσου.

Τα τσαρουχάδικα είχαν δεξιά κι αριστερά κρεμασμένα, έξω από την πόρτα τους σε μακριά ξύλα, τα τσαρούχια και τα υπόλοιπα είδη της αποκαλούμενης «τσαρουχοβιομηχανίας» κλείνοντας τον στενό δρόμο, απ’ όπου μόλις και μετά βίας μπορούσε να περάσει ο διαβάτης για να φτάσει στο Μοναστηράκι. Εξάλλου, το τσαρούχι με την υπερήφανη φούντα του λειτούργησε και ως «ένσημο της νεοελληνικής λεβεντιάς», όπως έγραψε ο Κώστας Αθάνατος, συμπληρώνοντας πως «με αυτό έσερνε τον χορό της νίκης η φυλή στη νέα σταδιοδρομία της»[1].

Οδός Πανδρόσου, τσαρουχάδικα. Πρώτη δεκαετία 20ού αιώνος.

«Μυρίζει τελατίνι…»

Μαγαζάκια που θύμιζαν περισσότερο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χαμηλά και απέριττα που έκλειναν με παράγκες και μεγάλα σταυρωτά σίδερα με πάγκους. Εκεί έφταναν οι χωρικοί από την Αττική κι από τις πλέον μακρινές περιοχές της επικράτειας, ίσως, για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή τους και δεν παρέλειπαν να αγοράσουν τα τσαρούχια τους. Εκεί όμως τριγυρνούσε και ο Παπαδιαμάντης, στην οδό Πανδρόσου «με τα μαγαζάκια ένθεν και ένθεν, όπου μυρίζει τελατίνι»[2]. Τρύπες πραγματικές τα μαγαζάκια αυτά και μέσα σκυφτοί πάνω στον πάγκο οι καλφάδες-τσαρουχάδες δούλευαν το τσαρούχι.

Κόκκινο βαθύ, βυσσινί χρώμα, έλαμπε, γυάλιζε, πέταγε, με την άσπρη, την κόκκινη ή την μπλε φούντα. Κάποτε ο Εμμανουήλ Γρηγορίου, βλέποντας τους τσαρουχάδες να δουλεύουν το τσαρούχι πάνω στον πάγκο τους, να το χτυπούν πάνω στο σίδερο και να το ράβουν προσεκτικά σαν να κεντούν ή να το γυαλίζουν σαν να είναι πίνακας, τους αποκάλεσε εργάτες της χαράς[3]. Σκεφτόταν τι θα αισθανόταν το χωριατόπουλο που θα πήγαινε με τα καινούρια τσαρούχια του στην εκκλησία, στην αγορά ή στο πανηγύρι.

Χρυσοκέντητα

«Ούτοι κατεσκεύασαν τα τσαρούχια του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, του Νικηταρά και του Βότσαρη», έγραφαν οι εφημερίδες, τονίζοντας την ιστορική τους σημασία την δεκαετία 1880, όταν ήδη διαφαινόταν ότι ολόκληρος αυτός ο κλάδος θα εξαφανιζόταν[4]. Διότι στα τέλη εκείνης της δεκαετίας είχαν απομείνει στην Αθήνα μόλις είκοσι τσαρουχοποιεία με εξήντα πέντε τεχνίτες τσαρουχοποιούς[5]. Και αυτοί δεν εργάζονταν πλέον για Αθηναίους αγοραστές, αλλά για τις αρειμάνιους κατοίκους ορισμένων δήμων της Αττικής και ορισμένους τουρίστες, κυρίως Άγγλους. Εκτός από τα τσαρούχια οι ίδιοι τεχνίτες κατασκεύαζαν σελάχια, κεμέρια, πυριτοθήκες, γκέμια, ζουνάρια, με ελάχιστα όμως κέρδη. Αναπολούσαν με στεναγμό τις παλαιότερες εποχές, την εποχή του Όθωνος και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας Γεωργίου Α΄, όταν κατασκεύαζαν χρυσοκέντητα τσαρούχια και σελάχια των καπεταναίων.

Σύμφωνα με καταγραφή του 19ου αιώνα, οι τεχνίτες τσαρουχοποιοί ήταν διαιρεμένοι σε τρεις τάξεις. Τους πρωτομάστορες, τους μάστορες και τους μαθητευόμενους. Οι πρώτοι έπαιρναν μεροκάματο από 2,5 έως 4 δραχμές, οι δεύτεροι 1,5 έως 2,5 δραχμές και οι μαθητές από 50 λεπτά έως 1 δραχμή. Υπήρχαν βέβαια και τα μπαξίσια των πελατών αλλά αυτά δεν ήταν γενναία. Εργάζονταν κάθε μέρα ένα δεκάωρο, από τις 7 το πρωί έως το μεσημέρι και από τις μία το απόγευμα έως τις έξι και πολλές φορές έως τις οκτώ. Είχαν έτοιμα προϊόντα, από τα οποία μπορούσε να επιλέξει ο αγοραστής[6].

Ασίκηδες γαμπροί

Πελατεία αυξημένη προέκυπτε μόνον τις Κυριακές και τις παραμονές των μεγάλων γιορτών, ιδιαίτερα Χριστούγεννα, Πάσχα, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Δημητρίου. Παραγγελίες συνήθως έπαιρναν για να κατασκευάσουν πολυτελή χρυσοκέντητα τσαρούχια με μεταξωτές φούντες, από ασίκηδες επίδοξους γαμπρούς των χωριών και τουρίστες. Οι τελευταίοι έπαιρναν τα τσαρούχια στη χώρα τους ως περίεργα πράγματα του τόπου μας. Ενώ το επάγγελμα εξαφανιζόταν ο φόρος επιτηδεύματος που πλήρωναν οι τσαρουχάδες ήταν υψηλός[7].

Όσο για τις πρώτες ύλες, τα δέρματα, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνος, τα προμηθεύονταν από την Ρωσία, τα καλύτερα, και την Γερμανία τα δεύτερης ποιότητας. Από τα ελληνικά δέρματα, τα καλύτερα παράγονταν στο Μεσολόγγι, αλλά απείχαν πολύ από την ποιότητα που είχαν τα περίφημα τελατίνια της Ρωσίας. Οι τσαρουχάδες δεν είχαν ιδιαίτερο σωματείο αλλά είχαν γιορτή που την γιόρταζαν όλοι μαζί με πλούσια τσιμπούσια. Είχαν κατασκευάσει και μία υπέροχη εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος, τον οποίο θεωρούσαν προστάτη τους διότι πίστευαν ότι ήταν τσαρουχάς[8]!

Οδός Πανδρόσου, τσαρουχάδικα. Πρώτη δεκαετία 20ού αιώνος.

Η μόνη ταμπέλα

Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα σώζονταν μόλις δώδεκα τσαρουχάδικα, τα οποία αξίζει να παραδώσουμε στην αιωνιότητα. Πρώτο – πρώτο, με πρόσοψη προς την πλατεία Μοναστηρακίου, ήταν το τσαρουχάδικο του Στέφανου Ζουμή και μετά, σχεδόν στη σειρά, εκείνα των Ι. Αθανασίου, Π. Γκούτση, Γ. Θηβαίου, Δ. Παπασπύρου, Ι. Τσιτσιμπάκου, Β. Γκουτζογιάννη, Π. Διαμαντή, Θ. Ζαρακοβίτη, Δ. Γκιώνη και τελευταίο του Παπαρούνα. Αλλά μέσα σε μια δεκαετία είχαν όλα εξαφανιστεί πλην ενός. Η μόνη ταμπέλα που είχε απομείνει το 1923 και την παρουσίαζαν ήδη ως απομεινάρι, ήταν του γηγενή Αθηναίου τσαρουχοποιού Τσιτσιμπάκου [9].

Αλλά με το πέρασμα το χρόνου ο δρόμος… συμμορφώθηκε, τα περισσότερα μαγαζιά απόκτησαν βιτρίνες και τα τσαρουχάδικα έσβησαν. Ποιος θα φόραγε πια τσαρούχια. Ακόμη και οι τσοπάνηδες κατέβαιναν την Κυριακή στη χώρα με τα «σεβρά» τους, όπως επιτυχημένα έγραψε ο Δ. Ταγκόπουλος, ο οποίος επισκέφτηκε τα τσαρουχάδικα το 1924[10]. Ήδη, τα τσαρούχια που παρήγαγαν ήταν για παιδάκια και για τουρίστες, οι οποίοι ανέκαθεν ενθουσιάζονταν με το πατροπαράδοτο υπόδημα.

 

Βάζα και παλιοκουμπούρες…

Δίπλα από τους τσαρουχάδες αναπτύχθηκαν οι αρχαιοπώλες. Από τότε, ακολουθώντας τις οδηγίες των διάφορων τουριστικών οδηγών, οι επισκέπτες των Αθηνών χωνόντουσαν στην οδό Πανδρόσου για να αγοράσουν τσαρούχια, σιγκούνια, φουστανέλες και μπόλιες χωριάτικες, παλιά βάζα, παλιοκουμπούρες κι οτιδήποτε αναμνηστικό προσφερόταν για την παλιά Αθήνα. Τάπητες, γιορντάνια, μαντήλια, φουστάνια, κορδέλες, τσιμπούκια.

Επίσης, φλουριά, λυχνάρια, καντηλέρια αλλά και πολλά κειμήλια του ’21 που έφταναν εκεί από τους απογόνους. Από την Πανδρόσου οι επισκέπτες έβγαιναν στο Τζαμί και στο Μοναστηράκι, πριν ακόμη γίνει ο υπόγειος σιδηρόδρομος για να φτάσουν στα πατσατζίδικα, τα καφενεδάκια, τα υπαίθρια κουρεία και τ’ άλλα μικρομάγαζα της περιοχής. Όσο κι αν φαντάζει περίεργο, το στενό αυτό δρομάκι, η οδός Πανδρόσου, αποτελούσε την «ελληνική βιομηχανία» του παλιού καιρού. Μια βιομηχανία χωρίς μηχανήματα και ηλεκτρικό.

Το τέλος

Έγραψε κάποτε ο Κώστας Αθάνατος πως οι τσαρουχάδες ήταν οι φυσικοί κληρονόμοι των αρχαίων σανδαλοποιών[11]. Και όποιος αναζητήσει την τύχη των τσαρουχάδων της οδού Πανδρόσου, θα διαπιστώσει πως οι περισσότεροι μετατράπηκαν σε σανδαλοποιούς! Είτε οι ίδιοι, είτε άλλα μέλη της οικογένειάς τους επιδόθηκαν στην νέα τέχνη, η οποία άκμαζε ήδη τη δεκαετία του 1920, όταν μόνον στην οδό Πανδρόσου υπήρχαν 12 σανδαλοποιεία.

Πάντως, ο Γάλλος λόγιος Robert Demangel παρουσιάζοντας έναν τουριστικό οδηγό το 1933, όταν τα πάντα είχαν αλλάξει όψη, προσπαθούσε να διασκεδάσει της εντυπώσεις για την απώλεια της παραδοσιακής εκείνης γωνιάς των τσαρουχάδικων. Έγραφε πως ο τουρίστας δεν θα είχε πλέον την ευκαιρία να θαυμάσει τις γωνιές των γύφτων, των παλαιοπωλών και των τσαρουχάδων θα παρηγορούνταν όμως γιατί έβλεπαν ξανά το φως τα λείψανα της αρχαίας αγοράς[12].

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Συμπληρωμένες δημοσιεύσεις:

Εφημερίδα «Δημοκρατία» Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Εφημερίδα «Εστία» Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η δύσκολη ζωή των μικρών λούστρων στην πρωτεύουσα

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η δύσκολη ζωή των μικρών λούστρων στην πρωτεύουσα

Η εμφάνιση του «οργανέτου» που αναστάτωνε τους αθηναϊκούς δρόμους

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η εμφάνιση του «οργανέτου» που αναστάτωνε τους αθηναϊκούς δρόμους

Οχλούσες χρήσεις και κοινές γυναίκες την εποχή του Όθωνα

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Οχλούσες χρήσεις και κοινές γυναίκες την εποχή του Όθωνα