Πρωτοχρονιάτικες τράπουλες και επαγγελματίες χαρτοπαίκτες

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Πριν από περίπου έναν αιώνα η Πρωτοχρονιά έμοιαζε περισσότερο με επανάσταση παρά με ειρηνική γιορτή. Τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη –μικρή ακόμη– Ελλάδα. Σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, πολλές εβδομάδες πριν από την Πρωτοχρονιά και αρκετές μετά ήκμαζε η χαρτοπαιξία. Παντού «τα έκοβαν». Σε λέσχες, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, πανδοχεία ή ακόμη και στην ύπαιθρο οι άνδρες χαρτόπαιζαν αδιάκοπα. Ολόκληρη η Ελλάδα βρισκόταν σε ανησυχία, κόσμος καταστρεφόταν, το χρήμα έρρεε, όπως έρρεε και το αίμα από τους συνεχείς καβγάδες, τους τραυματισμούς, ακόμη και τους φόνους. Οι επαγγελματίες χαρτοπαίκτες μαζί με την τράπουλα είχαν στην τσέπη τους το πιστόλι ή το μαχαίρι. Χρειάστηκε να εφαρμοστεί ειδική νομοθεσία, να χαθούν ζωές, να οργανωθούν ιδιαίτερες υπηρεσίες αστυνομικού χαρακτήρα για να κατασταλεί το φαινόμενο, χωρίς να εξαφανιστεί. Εξάλλου, πάντα κάποια «παραθυράκια» επέτρεπαν τη χαρτοπαιξία με διάφορες μορφές. Απλά έφτασε στις ημέρες «εξευγενισμένο» και στεγασμένο στα πολυτελή καζίνο.

«Καφενείον των Γερόντων»

Δύσκολα απεικονίζεται το φαινόμενο της πρωτοχρονιάτικης χαρτοπαιξίας στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν είχε φτάσει στο ζενίθ της δόξας του. Επικρατούσε παντού ένα είδος άγριας κοινωνικής έξαψης από την «πασσέτα». Όπως όλα τα αρνητικά φαινόμενα, έτσι και αυτό της χαρτοπαιξίας, είχε ως επίκεντρο την πρωτεύουσα. Εξάλλου, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δεν έφευγαν οι Αθηναίοι για την εξοχή, αλλά εκατοντάδες επαρχιώτες προτιμούσαν να αφήσουν τα χωριά τους για να ζήσουν τις εορταστικές ημέρες στην Αθήνα. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα γέμιζαν τα ξενοδοχεία της πρωτεύουσας, καθώς και τα σπίτια στο κέντρο και τις γειτονιές που φιλοξενούσαν τους συγγενείς από το χωριό. Οι ίδιοι θεωρούνταν από τους επιτήδειους ως τα καταλληλότερα θύματα για τα χαρτοπαικτικά στέκια.

Τα Χαυτεία και η Ομόνοια ήταν ο πυρήνας. Το περίφημο «Καφενείον των Γερόντων», το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Πατησίων και Πανεπιστημίου. Εκεί υπήρχε η οικία Καυτατζόγλου, ένα διώροφο χαμηλό οίκημα, χρωματισμένο κόκκινο, με λιτή αρχιτεκτονική γραμμή. Από τους πολλούς φόνους που έγιναν σ’ εκείνη τη γωνία των Χαυτείων, οι Αθηναίοι έλεγαν πως είχε χρωματισθεί κόκκινο από το αίμα. Θεωρούσαν δε τη γωνιά στοιχειωμένη. Η είσοδος του σπιτιού ήταν προς το δυτικό μέρος της πλατείας Ομονοίας. Με στενή δίοδο στην αυλή, την οποία στόλιζαν μεγάλες γλάστρες και μερικά γύψινα αγάλματα. Το ισόγειο εκείνου του σπιτιού καταλαμβανόταν από το «Καφενείον των Γερόντων» με πόρτες και παράθυρα προς την οδό Πανεπιστημίου.

Το καφενείο πάντα γεμάτο, αφού αποτελούσε το σημείο που έδιναν ραντεβού Αθηναίοι και επαρχιώτες, προπαντός οι δεύτεροι. Όπως αργότερα συνέβαινε με το Φαρμακείο του Μπακάκου, λίγο παρακάτω στην Ομόνοια. Όπως σε όλα τα καφενεία, έτσι και εκεί ήκμαζε η χαρτοπαιξία. Οι δε χαρτοπαίκτες συχνά έβγαιναν να αλληλοπυροβοληθούν έξω από το καφενείο, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των περαστικών. Μέχρι που τραυματίστηκαν 15 ανύποπτοι διαβάτες, σε μια τέτοια περίσταση και οι Αρχές αναγκάστηκαν να σφραγίσουν το καφενείο. Οι αιματοχυσίες αυτές ενέπνευσαν στον Γεώργιο Σουρή τους δριμύτερους στίχους της κοινωνικής σάτιρας.

Στου Τσόχα και στη Νεάπολη

Δημόσιο χαρτοπαικτικό κέντρο ήταν και το «Καφενείον Τσόχα» στην Ομόνοια. Μαζί με το «Καφενείον Γιαννόπουλου» (αργότερα Ζαχαράτου) στο Σύνταγμα θεωρούνταν τα καλύτερα καφενεία των Αθηνών. Το καφενείο του Τσόχα βρισκόταν στη γωνία του τέρματος της οδού Πατησίων και τη συμβολή της με την οδό Σταδίου και στεγαζόταν σε ψηλό μονώροφο οίκημα. Διέθετε μια μεγάλη αίθουσα, είχε μαρμάρινα τραπέζια, μαύρες καρέκλες και τεράστιους καναπέδες. Στο βάθος ήταν η είσοδος άλλης, ιδιαίτερης αίθουσας, όπου βρισκόταν ο παράδεισος των χαρτοπαικτών. Βέβαια ήταν πιο αξιοπρεπής εκεί η χαρτοπαιξία, αλλά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ανήμερα όλο το καφενείο μετατρεπόταν σε λέσχη χαρτοπαιξίας. Ποτέ δεν ακούστηκε πιστολιά στο καφενείο του Τσόχα, αλλά η μαγκούρα έδινε κι έπαιρνε.

Αξιοσημείωτη ήταν η δραστηριότητα και στη φοιτητική γειτονιά της Νεάπολης. Παρά το γεγονός ότι ήταν νεότερη περιοχή, τα σπίτια της είχαν κτιστεί στα πρότυπα της Πλάκας και του Ψυρρή. Βεβαίως, ο φοιτητόκοσμος δεν έμενε αμέτοχος στον γενικό χαρτοπαικτικό κοινωνικό πυρετό. Αντίθετα πρωτοστατούσε. Διάφοροι ύποπτοι τύποι εμφανίζονταν στα καφενεία της Νεάπολης, η οποία είχε τότε και τα περισσότερα καφενεία. Τα θύματά τους πολλά, ιδίως από τους νέους φοιτητές που σε λίγες ώρες έχαναν τα «μηνιάτικά» τους.

Η τυπική εικόνα των πράσινων τραπεζιών

Η πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία δεν διακοπτόταν, διαρκώντας επί μία και δύο εβδομάδες. Τα καφενεία δεν έκλειναν τις νύκτες και στις αίθουσές τους επικρατούσε συνωστισμός. Συνωστίζονταν εκεί, με «δημοκρατική εξίσωση» –όπως έγραψε ο Δ. Χατζόπουλος– και συμμετέχοντας στις χαρτοπαικτικές ιεροτελεστίες άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, αδιακρίτως ηλικίας και επαγγέλματος.

Σε κάθε τραπέζι καφενείου, ζαχαροπλαστείου ή γαλακτοπωλείου βρισκόταν μια καρτέλα με επικολλημένα τραπουλόχαρτα, δηλαδή δέκα νούμερα και τρεις φιγούρες της τράπουλας. Όποιος πελάτης ήθελε έκανε «μπάγκο». Ζητούσε μια τράπουλα και άρχιζε να τα κόβει. Συχνά διέθετε και σημαδεμένη τράπουλα. Πιο συχνά ανήκε σε «χαρτοπαικτικό συνεταιρισμό» που τα μέλη του χρησίμευαν ως «κράχτες». Το παιχνίδι άρχιζε και σταδιακά προσελκύονταν άλλοι παίκτες. Έβαζε ο καθένας τη μίζα του πάνω στον αριθμό ή τη φιγούρα της καρτέλας.

Πολλές φορές κυνηγούσαν τον ίδιο πόντο δεκάδες χαρτοπαικτών. Αυτοί σχημάτιζαν ευρείς κύκλους γύρω από το χαρτοπαικτικό τραπέζι. Οι πρώτοι κάθονταν σε καρέκλες. Οι άλλοι στέκονταν όρθιοι, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, οπότε σχηματιζόταν ένας πυκνός και συχνά αδιαπέραστος κύκλος από ανθρώπινα σώματα. Ο ένας παίκτης στηριζόταν στον ώμο του άλλου, κεφάλια εξείχαν και τα πρόσωπα εξέφραζαν ανησυχία και αγωνία. Χέρια απλώνονταν πάνω από τα κεφάλια, αλλά εισχωρούσαν ανάμεσα στο ελάχιστο κενό των συνωστισμένων σωμάτων για να βάλουν την μίζα τους στον ορισμένο πόντο. Πάνω στο τραπέζι ήταν τοποθετημένες δύο φιάλες, οι οποίες χρησίμευαν για κηροπήγια. Τα σπαρματσέτα άφηναν βαριά τη μυρωδιά τους. Το φως τους, όπως και το ασθενικό φως της κρεμασμένης πετρελαιολυχνίας –αφού το ηλεκτρικό ήταν ακόμη άγνωστο και το γκάζι δεν είχε γενικευθεί– θαμπωνόταν από τα πυκνά νέφη των καπνών από τα τσιγάρα.

Πολλά από τα επεισόδια που συνέβαιναν τις ημέρες των εορτών ήταν σκηνοθετημένα. Όταν έχανε ο χαρτοπαικτικός «συνεταιρισμός», τότε ο «μπαγκαδόρος» δήθεν εκνευριζόταν. Η τράπουλα πετιόταν στον αέρα, τα σπαρματσέτα έσβηναν, καρέκλες πετάγονταν στον αέρα και η σύγχυση μέσα στο σκοτάδι γινόταν επικίνδυνη. Η ρεμούλα σχεδόν πάντα πετύχαινε. Οι τσιλιαδόροι φρόντιζαν να εξαφανίσουν τα χρήματα από τα τραπέζια και οι ίδιοι να αποχωρήσουν δήθεν αλληλοκαταδιωκόμενοι. Όταν αποτύγχανε το σχέδιο, τότε το αστυνομικό δελτίο της επομένης ήταν πλούσιο σε συλλήψεις και τραυματισμούς.

Η οικονομική κρίση του ’30 και η εξαφάνιση της «πασσέτας»

Η πρωτοχρονιάτικη αυτή χαρτοπαικτική υστερία, παρά τις οξείες αντιδράσεις και τα συνεχή μέτρα, επέζησε έως τα μέσα περίπου της δεύτερης του 20ού αιώνα, οπότε και αντιμετώπισε την οργανωμένη επίθεση της νεοσύστατης Αστυνομίας Πόλεων. Το χαρτοπαίγνιο της Πρωτοχρονιάς εκτός από ισχυρή κοινή παράδοση, είχε σχεδόν καταστεί έθιμο. Έπρεπε να παίξουν όλοι «για το καλό της μέρας». Εξάλλου, η αντίληψη αυτή έφτασε και μέχρι την εποχή μας. Στην εξαφάνιση του φαινομένου –σύμφωνα με τον Δ. Χατζόπουλο– φαίνεται πως βοήθησε και η μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930. «Η οικονομική κρίσις κατάφερε άλλο αισθητόν πλήγμα κατά της χαρτοπαιξίας, που αι μεγάλαι απώλειαι και τα μυθικά κέρδη κατά το πρωτοχρονιάτικον χαρτοπαίγνιον, του οποίου ο απολογισμός είχεν απήχησιν επί πολλάς ημέρας εις την κοινωνίαν», έγραφε στις αρχές του 1932. «Με την οικονομικήν κρίσιν εξημερώθησαν και τα ήθη, η χαρτοπαιξία του εθίμου έλαβε ήπιον, πολιτισμένον χαρακτήρα», συμπλήρωνε η εφημερίδα «Ακρόπολις». Πάντως, η απάλειψη του φαινομένου θεωρήθηκε «κολοσσιαία κοινωνική πρόοδος», όπως και το γεγονός ότι μειώθηκαν οι φόνοι και οι τραυματισμοί των ημερών της Πρωτοχρονιάς.

Σιγά-σιγά εξαφανίστηκε η ακατάλυτη «πασσέτα» και τη θέση της πήρε ο «μπακαράς», ο «πρωτοχρονιάτικος μπακαρατζίκος», όπως τον αποκαλούσαν οι λάτρεις της τράπουλας και ο οποίος θεωρείτο εκείνα τα χρόνια απλή κοινωνική τέρψη.