ENOIKIAZETAI (1927)

ENOIKIAZETAI[1]

 

Τὰ ἄσπρα λουλούδια τῶν ἐνοικιαστηρίων ἄνθισαν τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα, ἀλλὰ ἡ ἄνθισις αὐτὴ δὲν φαίνεται πῶς θὰ σβύσῃ σύντομα. Θὰ μείνουν ἐκεῖ καὶ θὰ κιτρινίσουν ἀπ’ τὸν καιρό, θὰ ξεθωριάσουν ἀπ’ τὸν ἥλιο, ὡς ὅτου κάποιο καινούργιο τ’ ἀντικαταστήσῃ, γιὰ νὰ κιτρινίσῃ κι’ αὐτὸ μὲ τὸν καιρό.

Πάει πειὰ ἡ ἐποχὴ ποῦ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἐνοικιαστηρίου ἐσυγκινοῦσε τὶς καρδιὲς τῶν Ἀθηναίων, κι’ ἐπὶ  δύο μῆνες, ἀπ’ τὸν Ἰούλιο ἕως τὸ τέλος Αὐγούστου, ἐτριγυρνοῦσαν ἀπ’ τὸ πρωὶ εἰς ἀναζήτησιν τῆς νέας κατοικίας, ποῦ θὰ ἄλλαζαν τὸν ἄλλο χρόνο. Τί δυστροπίες καὶ τί δυσκολίες, τί ξεδιάλεγμα καὶ τί ἐξέτασις γιὰ νὰ βρεθῇ τὸ καινούργιο σπίτι! Ἀφοῦ τὸ ἔβλεπε ὁ κύριος, ἔπρεπε νὰ τὸ ἰδῇ καὶ ἡ κυρία, ἡ μαμά, ἡ πεθερά, νὰ γίνουν  συμβούλια ἐπὶ συμβουλίων, γιὰ νὰ καταλήξουν ἐπὶ τέλους εἰς τὸ καλλύτερον. Ἡ μεγαλύτερη πολυτέλεια τότε ἦταν νὰ ἔχῃ νερὸ στὸν νεροχύτη. Χὼλ δὲν ὑπῆρχαν, οὔτε μπάνια, οὔτε δωμάτια πολυτελείας, οὔτε γύψοι στὰ ταβάνια. Ἅμα εἶχε μπαλκόνι ἔφτανε, ἅμα δὲ εἶχε καὶ ξεχωριστὸ πλυσταριὸ καὶ ταράτσα -ἡ ἀπὸ καταβολῆς σπιτιῶν ἀφορμὴ διαμάχης τῶν «ἀπάνω» μὲ τοὺς «κάτω»- ἔ! τότε ἡ εὐτυχία ἦταν πλήρης. Ἐννοεῖται τριμηνιὲς ἐγγυήσεως καὶ τριμηνιὲς ἐνοικίων ἦσαν ἄγνωστες. Τελείωνε ὁ μῆνας, πλήρωνες τὸ νοῖκι σου, δὲν εἶχε κανένας νὰ σοῦ εἰπῇ τίποτε. Ἔ! καμμιὰ φορὰ ἐρχόταν κι’ ἄλλος μῆνας: Ὤχ ἀδελφέ, ἄνθρωποι εἴμαστε! Δὲν θὰ στὰ φᾶμε. Καμμιὰ φορὰ ἐγινόταν κι’ αὐτό. Ἔφευγες τότε στὴ μέση τοῦ χρόνου χωρὶς νὰ δώσῃς λογαριασμὸ σὲ κανένα, οὔτε, καὶ πρὸ πάντων, στὸν νοικοκύρη.

Τὸ ὡραῖον εἶνε πῶς ὅλα τὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ ἦταν περίφημα. Ἔχει μία ταράτσα! Μεγαλεῖον. Ὁ μπακάλης στὴ γωνία. Τὸ σχολεῖο τῶν παιδιῶν στὸν ἄλλο δρόμο. Κελεπούρι! Καὶ φθηνό! Ἐνενῆντα δραχμές, τέσσερα δωμάτια, κουζίνα ὑπηρεσίας, ἀποθήκη, γειτονιὰ καλή. Πῶς τώρα, ὅσο ἐπλησίαζε ὁ καιρός, ὄχι μόνον ἦσαν ἐξουδετερωμένες ῇ ἀρετές, ἀλλὰ εἶχε καὶ χίλια ἐλαττώματα. Μυστήριον!

― Βρωμόσπιτο!  Πότε θὰ ’ρθῇ ὁ Σεπτέμβριος νὰ γλυτώνωμε!

Καὶ ἐγλυτώναμε μὲ κανένα καθρέφτη σπασμένο, μερικὰ πόδια ἀπὸ ντουλάπες, ξεκολλημένα, ἕτοιμοι νὰ ξαναρχίσωμε τοῦ χρόνου.

Ὤχ! ἀδελφέ! Τὴν ὑγειά μας νὰ ἔχωμε. Τί μετακόμισις εἶνε αὐτὴ ἂν δὲν σπάσουν καὶ μερικὰ πράγματα!

 

 

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ

[1] Εφημερίδα «Η ΠΡΩΪΑ», 4 Ιουλίου 1927, σελ. 1.