Ο ΑΧΑΣΒΗΡΟΣ[1]
Πάντα ρεῖ, ὡς ἔλεγον ὁ ἀρχαῖος σοφός. Ἡ κίνησις τῆς 1 Σεπτεμβρίου παρέσυρεν ἐπὶ τέλους καὶ ἕνα Ἀθηναῖον, τὸν μόνον ἴσως ἐκ τῶν μὴ ἐχόντων ἰδιόκτητον κατοικίαν, ὅστις ἐπὶ ἔτη ἔμενεν εἰς τὸ αὐτὸ σπῆτι, ὡς ἀκίνητον σημεῖον ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς κινήσεως τῆς 1 Σεπτεμβρίου.
Τὸν εἶδα εἰς τὴν ὁδὸν Σόλωνος, κατόπιν μακροῦ καραβανίου ἐπίπλων, τὰ ὁποία παρηκολούθει μὲ βλέμμα πλοιάρχου κλυδωνιζομένου σκάφους.
― Καὶ σεῖς; τοῦ εἶπα.
Ἐκούνησε τὴν κεφαλήν του.
― Μἐπῆρε κἐμένα τὸ ποτάμι καὶ τώρα βλέπω ὅτι εἶνε ἀδύνατον νὰ σταματήσω. Σταματᾷ τὸ φρύγανον ποῦ ἔπεσε στὸ ρεῦμα; Εἶμαι καταδικασμένος πλέον νὰ πλανῶμαι ὡς ὁ Ἀχασβῆρος. Περιπλανώμενος Ἰουδαῖος.
― Μὰ πῶς αὐτό; Ἐσεῖς ἐλεεινολογούσατε τοὺς ἀκολουθοῦντας τὴν μετοικεσίαν τῆς 1 Σεπτεμβρίου καὶ ἐλέγατε μὲ ὑπερηφάνειαν ὅτι ἐπὶ δέκα ἔτη δὲν εἴχατε ἀλλάξει σπῆτι.
― Αὐτὸ εἶνε ἀληθές… Ἀλλά… μὲ συγχωρεῖτε μιὰ στιγμή.
Ἐνῷ μοῦ ὠμίλει, διέκρινεν ὅτι εἷς καναπὲς ἐκινδύνευε νὰ πέσῃ ἐκ τοῦ κάρρου καὶ ἔτρεξεν εἰς βοήθειαν. Ἀφοῦ δἐστερεώθη ὁ καναπές, ἐπανῆλθε πλησίον μου.
― Ἔχω κάμει δέκα καυγάδες μὲ τοὺς καρραγωγεῖς καὶ τοὺς ἀχθοφόρους. Μοὔχουν σπάσει τὰ μισὰ πράγματα καὶ στὸ τέλος ἴσως θὰ μὲ σκοτώσουν καὶ τὸν ἴδιον. Εἰς ἕνα ποῦ μοὔσπασ’ ἕνα καθρέπτη ἐφώναξα πάνω στὸ θυμό μου ὅτι στραβώθηκε καὶ ξέρεις τί μου εἶπεν ἀπειλητικῶς: «Γιὰ πρόσεχε τὰ λόγια σου! Μὴ ξεχνᾶς πῶς εἴμεθα σἐπανάστασι».
Διὰ νὰ συνεχίσωμεν τὴν ὁμιλίαν, ἠκολούθησα καὶ ἐγὼ τὸ καραβάνι.
― Λοιπόν, ἐπανέλαβα, πῶς συνέβη αὐτό;
― Ἀφ’ ὅτου πανδρεύθηκα, φίλε μου, ὅλα ἦτο ἐνδεχόμενον νὰ τὰ πάθω, μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων καὶ αὐτὸ τὸ ρεζιλίκι, εἶπε στενάζων καὶ μειδιῶν συγχρόνως.
∞∞∞∞∞
Ἐφώναξε πρὸς τοὺς καρραγωγεῖς νὰ κάμουν ἀριστερά, ἔπειτα δὲ ἐξηκολούθησε:
― Ἔχω σπίτι ἰδιόκτητον, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶνε μεγάλο, τὸ ἐνοικίαζα, κ’ ἐκατοικοῦσα μὲ ἐνοίκιον εἰς τὸ σπίτι ὅπου ἔμεινα χρόνια. Ὅταν πανδρεύθηκα ἐγκαταστάθηκα στὸ δικό μου σπίτι. Ἀλλὰ τὸ σπίτι μου δὲν ἄρεσε στὴ γυναῖκά μου. Ἔκαμα τὸ λάθος νὰ τὴν ἀκούσω. Ἀφήκαμε τὸ σπίτι μας κ’ ἐνοικιάσαμεν ἄλλο. Ἀλλὰ τώρα τὸ νέο σπίτι δὲν ἄρεσε σὲ μένα˙ καὶ οὕτω ἤρχισεν ἡ περιπλάνησις, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος.
― Μὰ γιατί δὲν ἐπανέρχεσαι στὸ δικό σου σπίτι;
― Διότι τώρα δὲν μἀρέσει κἐμένα. Δὲν μἀρέσει κανένα σπίτι˙ ἢ μᾶλλον μοῦ ἀρέσουν μόνο τὰ σπίτια, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν κατοικῶ. Ἅμα ὅμως κατοικήσω εἰς ἕνα σπίτι, τὸ ὁποῖον μοῦ ἤρεσε πρίν, ἀρχίζω νἀνακαλύπτω ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ὅσον προχωρεῖ ὁ καιρὸς μοῦ φαίνονται μεγαλείτερα, ἕως οὗ κατὰ τὸν Αὔγουστον γίνονται ἀνυπόφορα. Καὶ κατὰ τὰ τέλη Αὐγούστου εἶμαι στὰ πανιά. Μὲ πιάνει σὰν τρέλλα. Ὁ κόσμος νὰ χαλάσῃ πρέπει νἀλλάξω σπῆτι. Καὶ τὴν 1 Σεπτεμβρίου τὰ πράγματά μου περιμένουν κάτω στὴν εἴσοδον, ὡς σκουπίδια, διὰ νὰ τὰ πάρῃ τὸ κάρρο τῆς καθαριότητος. Ἀλλοίμονον φίλε μου! προβλέπω ὅτι τώρα πλέον δὲν θὰ ἡσυχάσω παρὰ εἰς τὴν τελευταίαν μου κατοικίαν. Αὐτὴ ἡ μετοικεσία τῆς 1 Σεπτεμβρίου εἶνε τρέλλα τρομερὰ καὶ τρέλλα μεταδοτική. Εἶνε ὡς ἡ χορεία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μεσαιῶνα παρέσυρεν εἰς ἕνα χορὸν δαιμονιώδη πλήθη ἀνθρώπων βαθμηδὸν αὐξανόμενα ὑπὸ τῆς νοσηρᾶς καὶ ἀκατανίκητου μιμήσεως.
Ἀλλὰ τώρα εἴμεθα πρὸς τῆς νέας του κατοικίας καὶ ἡ ἐκφόρτωσις τῶν ἐπίπλων ἤρχισεν.
― Εἶμαι ὅμως εὐχαριστημένος μὲ τὸ νέο σπῆτι, ὀφείλω νὰ τὸ ὁμολογήσω, εἶπε περιάγων βλέμμα ἱκανοποιημένον εἰς τὴν πρόσοψιν τῆς οἰκίας. Ἂν θέλῃς ἔρχεσαι μέσα νὰ τὸ δῇς.
Ἐπροφασίσθην ὅτι δὲν εἶχα καιρόν.
― Ἐλπίζω, εἶπε, νὰ ρίξω ἄγκυρα σαὐτό. Ξέρω κἐγῶ; Αὐτὴ ἡ μετοικεσία τῆς 1 Σεπτεμβρίου εἶνε ὡς τὸ κυνήγι τῆς εὐτυχίας. Κυνηγοῦμεν τὸ ἀσύλληπτον. Ζητοῦμεν καλλίτερο σπῆτι εἰς μίαν πόλιν εἰς τὴν ὁποίαν ὅλα τὰ σπήτια ποὺ νοικιάζονται εἶνε ὅμοια μεταξύ των, ὅπως τὰ κελιὰ τῶν φυλακῶν.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΔΙΑΒΑΤΗΣ»), «Ο ΑΧΑΣΒΗΡΟΣ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 6 Σεπτεμβρίου 1909, σελ. 1. Αχασβήρος είναι ονομασία που σχετίζεται με τον μύθο του «Περιπλανώμενου Ιουδαίου».