Τ’ ΑΠΡΟΟΠΤΑ ΤΗΣ 1ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Τὴν 1η 7/βρίου κάθε χρόνον οἱ προσφιλεῖς κάτοικοι τοῦ κλεινοῦ Ἄστεως τῆς Παλλάδος παθαίνουν χωρὶς ἄλλο μανίαν καταδιώξεως. Ὅλοι νομίζουν ὅτι τοὺς κυνηγοῦν καὶ γι’ αὐτὸ φεύγουν ἀπὸ τὸ ἕνα σπίτι διὰ νὰ εὕρουν εἰς ἄλλο σπίτι τὴν ἡσυχίαν τους καὶ κάθε χρόνο αὐτὸ τὸ ἀναμπουμπουλίκι γίνεται.
Τώρα βέβαια ἐγὼ δὲν ἔχω σκοπὸν ν’ ἀρθρογραφήσω καὶ νὰ ψυχολογήσω καὶ νὰ κρίνω κατὰ πόσον εἶνε σωστόν ἢ ὄχι, τὸ νὰ μετακομιζώμεθα καὶ νὰ προβάλλω τὰ καλὰ ἢ τὰ κακὰ τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ, διότι ἐάν καυτηριάσω ὅπως κάνουν οἱ ἀρθρογράφοι, τὴν μετακόμισιν ὑπάρχει φόβος μήπως… ἐξεγερθοῦν οἱ ἀραμπατζῆδες καὶ κάνουν καμμίαν… ἀπεργίαν διὰ τὸ φλογερὸν καί νευρῶδες ἄρθρον μου ἀφοῦ ὡς γνωστὸν εἶνε οἱ μόνοι ποῦ βγαίνουν κερδισμένοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ἀθηναϊκό ραβαΐσι. Ἐγὼ μόνον θὰ σᾶς περιγράψω μίαν μικρὰν ἱστοριούλαν ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς σημερινῆς 1ης 7/βρίου.
∞∞∞∞∞
Ὁ κὺρ-Ἀντρέας λοιπὸν ἀπεφάσισε κι’ αὐτὸς ν’ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀφ’ ἑνὸς διὰ νὰ φανῇ ἄνθρωπος τῶν τύπων καὶ ὅτι ἀκολουθεῖ τὰ ἔθιμα καὶ τὰ πατροπαράδοτα τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸν ἐνοχλητικὸν γείτονά του, φοιτητήν, ποῦ ἐκάθητο ἀκριβῶς ἀπέναντί του καί εἶχε τὴν μανίαν νὰ κυττάζῃ τόσῳ ἐπιδεικτικά τὸ μεγαλείτερό του κορίτσι, τὴν Φρόσω, καὶ εἶχε μυρισθῇ μάλιστα ὅτι τὰ παίζει στὰ γερὰ καὶ πῶς καὶ ἡ Φρόσω τὸν νοστιμεύεται καὶ τοῦ κάνει τὰ γλυκὰ μάτια. Δὲν τὸ χώνευε τὸ παλιόπαιδο· γερὸ στομάχι εἶχε. Μποροῦσε νὰ χωνεύσῃ καὶ χελῶνα, ἀλλὰ τὸ φοιτητὴ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν μποροῦσε νὰ χωνεύσῃ. Ἐάν δὲν εἶχε μπῇ πρὸ πολλοῦ στὰ 55 του χρόνια θὰ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξεμοναχιάσῃ καὶ νὰ τοῦ πατήσῃ ἕνα ριμπάπε νὰ τοῦ δείξῃ αὐτὸς πῶς προσβάλλουν ἔτσι στὰ καλὰ καθούμενα τὰ «τίμια καὶ πατριαρχικά» σπίτια τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ τώρα τόσο γέρος αὐτὸς καὶ ὁ φοιτητὴς ἀπάνω στὴ ζωὴ του καὶ στὸ σφρῖγός του φοβότανε καὶ τὸ περίφημο ξύλο τὸ ὁποῖον ὠνειρεύετο ὁ καϋμένος δὲν ἦτο ἀπίθανον νὰ ἔπεφτε στὴ ράχη του καὶ γι’ αὐτὸ εἶπε: «πίσω μου σ’ ἔχω Σατανᾶ» καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἀλλάξῃ κατοικίαν.
― Γυναῖκα, εἶπε μίαν ἡμέραν τοῦ τελευταίου δεκαημέρου τοῦ Αὐγούστου ὁ κὺρ-Ἀντρέας, δὲν νομίζεις ὅτι τὸ σπίτι ποῦ καθώμαστε εἶνε στενόχωρο, βρωμερὸ καὶ οὔτε ἀκτίνα δὲν ρίγνει ὁ ἥλιος ’δῶ μέσα; Καταντήσαμε σἂν τυφλοποντίκια.
― Σὲ καλό σου ἄντρα μου –εἶπεν ἡ κυρὰ Σοφία ἐσὺ τόσο πολὺ τὸ ἐπαινοῦσες πέρσυ.
― Μὰ πέρσυ, ἤτανε πέρσυ, τώρα δὲν μᾶς κάνει.
― Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ νοικοκύρης εἶνε ἕνας παλῃάνθρωπος.
― Παλῃάνθρωπος; καλὲ τί πράγματα εἶνε αὐτά; Ὁ κὺρ-Λευτέρης παλῃάνθρωπος; Ἐσύ ὡς προχθές τὸν ἔλεγες «χρυσὸν ἄνθρωπον».
― Ἄκου με ποῦ σοῦ λέω, εἶναι ἕνας ἐλεεινός. Ὅ,τι ἔλεγα μὴ τὰ θυμᾶσαι.
Καί ἡ γυναῖκά του:
― Νοικοκύρης εἶσαι, κᾶνε ὅ,τι θέλεις ἐπὶ τέλους.
∞∞∞∞∞
Ὁ κὺρ-Ἀντρέας τὸ ἔβαλε τότε στὰ πόδια γιὰ σπίτι, ἀλλὰ καὶ ἡ κόρη του ἡ Φρόσω -ἴσαμε 16 ἐτῶν σωστό μπουμποῦκι- ἄρχισε τὰς ἐνεργείας της καὶ συνηντήθη μὲ τὸν «φοιτητήν», καί τοῦ ἀνεκοίνωσε τὰς ἀποφάσεις τοῦ πατρός της, ὅτι δηλ. φεύγουν καὶ ὅτι πρέπει κι’ αὐτὸς νὰ φύγῃ καὶ νὰ πάῃ νὰ πιάσῃ δωμάτιον εἰς τὸ ἀπέναντι «καινούργιο σπίτι».
― Καὶ ποῦ θὰ τὸ μάθω ἐγώ;
― Θά συναντηθῶμεν πάλιν, au revoir.
― Au revoir.
∞∞∞∞∞
Πρώτη Σεπτεμβρίου!
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀντρέα Κουτόχορτου ξεκουβαλάει σήμερον.
Ὅλα τὰ ἔπιπλα μπαίνουν στὰ φαρδειὰ κάρρα καὶ ὁ κὺρ-Ἀντρέας ἐπὶ κεφαλῆς μουσκεμένος στὸν ἱδρῶτα ἐπιστατεῖ εἰς τὴν τακτοποίησιν ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι σ’ ἕνα καρροτσάκι μπαίνουνε τὰ λίγα ροῦχα τοῦ φοιτητῆ.
― Ξεκουμπίζεται, εἶπε, ἀπὸ μέσα του ὁ κὺρ-Ἀντρέας, κι’ αὐτὸ τὸ κτῆνος.
∞∞∞∞∞
Αἴρεται ἡ αὐλαία. Ἡ σκηνὴ παριστᾷ τὴν καινούργια κατοικίαν τοῦ κ. Κουτόχορτου.
Βράδυ!
Ὁ κὺρ-Ἀνδρέας εἶνε ὑπερβολικά κατενθουσιασμένος. Ὅλο λέει:
Ἰδοὺ τί λέει:
― Ἔξοχο καλὲ σπίτι, εὐάερο, εὐήλιο, καινούργιο, μόλις τριῶν ἐτῶν σπίτι, καθαρὸ προτοῦ νὰ ἔλθουμε ἐμεῖς καθότανε ἕνας τραπεζίτης.
― Βέβαια, λέει ὁλόκληρος ἡ οἰκογένεια μὲ ἕνα στόμα.
―Καὶ ξέρεις τί νοικοκύρης «χρυσὸς ἄνθρωπος», «μάλαμα», κατέχει καὶ μεγάλη θέσι, εἶνε ἀριστερός ψάλτης τοῦ ἅη-Σιδερέα[2].
Ξέρετε δὲ ἀπὸ ’δῶ, ἀπ’ αὐτὸ τὸ παράθυρο φαίνεται καὶ ὅλος ὁ Ἐλαιῶν καὶ σηκώθη καὶ πλησίασε πρὸς τὸ παραθυρον καὶ τὸ ἀνοιξεν, ἀλλὰ ἐκεῖ ἔμεινε καρφωμένος, βουβός, ἀπολιθωμένος.
Τί συνέβη στὸν φίλο μας;
Ἁπλούστατον πρᾶγμα.
Ἀπέναντί του ἀκριβῶς ὡς ἄλλος Μεφιστοφελῆς μειδιοῦσε, μειδίαμα λεπτῆς εἰρωνείας ὁ «φοιτητής».
Εἶχε κ’ αὐτὸς ξεκουβαλήσει κατὰ τὰς ὁδηγίας τῆς Φρόσως, ἀπέναντι στὸ «καινούργιο σπίτι».
― Ἄχ! τὸν παλῃάνθρωπο! ἐκραύγασεν ἀπεγνωσμένος ὁ ἀθῶος κὺρ-Ἀνδρέας καὶ πῆγα καὶ δέθηκα μὲ συμβόλαιο, ἴσαμε τὸν ἄλλο Σεπτέμβρη.
― Γυναῖκα, πρέπει νὰ διαλύσουμε τὸ συμβόλαιο καὶ νὰ φύγουμε ἀπ’ ἐδῶ, ἀμέσως τώρα, αὔριο τὸ πολύ.
― Καλὲ σὲ καλό σου τί τρέχει; Ἐσὺ ὡς τώρα τὸ παινοῦσες.
― Τὸ παινοῦσα, καλὸ εἶνε ἀλλ’ αὐτὸ τὸ παράθυρο.
― Τί θέλεις; Τί τρέχει; καί πλησίασε ἡ κυρὰ-Σοφία.
Καὶ ὁ κὺρ-Ἀντρέας:
― Νά, καὶ ἔδειξε τὸν φοιτητήν, ἀλλὰ ἡ κυρὰ-Σοφία μ’ ἕνα πικρὸ μειδίαμα γιατὶ πήγαινε κόμμα μὲ τὴν κόρη της καὶ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νὰ τὴν «ρίξῃ σὲ ἀντροῦς πλάτες» εἶπε μὲ ἀφέλειαν:
― Ἄμ αὐτὸς ἄντρα μου καὶ ἀλλοῦ νὰ πᾶμε θὰ μᾶς πάρῃ ἀπό… πίσω.
Tableau!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ
[1] Δημήτριος Γ. Οικονόμος, «Τ’ ΑΠΡΟΟΠΤΑ ΤΗΣ 1ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΕΛΛΑΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1913, σελ. 13.
[2] Άγιος Ισίδωρος ή Άγιος Σιδερέας: Μεσαιωνική εκκλησία που βρίσκεται στη Ν.Δ. κλίτυ του Λυκαβηττού, προσκολλημένη στον βράχο. Είναι μονόκλιτος βασιλική και ξυλόστεγη. Κάηκε το 1930 και ένα χρόνο αργότερα ξανακτίστηκε σχεδόν από την αρχή. Το όνομα Ισίδωρος (Σιδέρης) υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές στην Αθήνα των χρόνων της Τουρκοκρατίας.