Διδασκαλία τῶν Ὡραίων Τεχνῶν

Γράφει η  Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου

 

Στήν Νεοελληνική πραγματικότητα δέν εἶναι σύνηθες πλέον νά ἐκδίδονται ἐργασίες πού βασίζονται σέ ἐρευνητικά δεδομένα. Ὅμως ὁ κ. Δαυίδ Ἀντωνίου εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν μελετητής τῆς Νεοελληνικῆς Παιδείας καί ἰδίως τῆς Ἐκπαιδεύσεως στόν τόπο μας. Ἔχει ἀφιερώσει ἐπί δεκαετίες τόν χρόνο του στήν ἔρευνα τῶν ἀρχειακῶν πηγῶν πού ἀναφέρονται στήν θεμελίωση καί τήν ἐξέλιξη τῆς ἐκπαιδεύσεως στό Νεοελληνικό Κράτος ἀπό τήν ἵδρυσή του. Ὁ κ. Ἀντωνίου ἐσπούδασε φιλολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καί ἐν συνεχεία ὑπηρέτησε εὐόρκως στήν Μέση Ἐκπαίδευση, ἀφοῦ παραλλήλως ἐργάσθηκε τά πρῶτα καί δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια καί στόν φροντιστηριακό χῶρο. Μάλιστα εἶναι ἐκ τῶν φιλολόγων πού ἄρχισε ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1970 νά ἀσχολῆται μέ τήν συγγραφή σχολικῶν βοηθημάτων τόσο γιά τούς ἐκπαιδευτικούς ὅσο καί γιά τούς μαθητές. Ἀκολούθως ἐργάσθηκε στήν συγγραφή καί τήν ἀναθεώρηση τῶν κρατικῶν διδακτικῶν βιβλίων καί συνέβαλε σημαντικῶς στήν ἀναβάθμιση αὐτῶν. Ἀπεσπάσθη ἀπό τό 1988 ὥς τόν Φεβρουάριο 1995 (ὁπότε συνταξιοδοτήθηκε) στήν Κεντρική Ὑπηρεσία τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους καί ἐκεῖ ἀσχολήθηκε ἐπί ἔτη μέ τήν ταξινόμηση τοῦ Ἀρχείου τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως, ὅπως ὠνομάζετο ἀρχικῶς τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί ἀκολούθως μέ τό Ἀρχεῖο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Τόν Μάιο τοῦ 2004 ἀνηγορεύθη ἐπίτιμος διδάκτωρ ἀπό τό Τμῆμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικῆς καί Ψυχολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωάννίνων.

Ἔχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες: Οἱ ἀπαρχές τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ σχεδιασμοῦ στό Νεοελληνικό Κράτος: Τά προγράμματα τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης 1833-1929 (Γενική Γραμματεία Νέας Γενιᾶς, 1987-1989), Οἱ ἀπαρχές τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ σχεδιασμοῦ στό Νεοελληνικό Κράτος: Τό σχέδιο τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1833 (Πατάκης 1992), Ἡ Ἄνδρος μέσα ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, 1833-1850 (Καΐρειος Βιβλιοθήκη 1993-1995), Νεόφυτος Νικητόπουλος (1795-1846). Πορεία μιᾶς ζωῆς ἑνός Δημητσανίτη δασκάλου ἀνάμεσα στήν ἐλπίδα καί τήν πραγματικότητα (Ἀθήνα 1998), Ἡ ἵδρυση τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Λίμνης καί ὁ πρῶτος Λιμνιώτης δάσκαλος Ἀναγνώστης Χωρίτος (Χαρίτων) (Δῆμος Ἐλυμνίων Εὐβοίας 2001), Ἡ ἐκπαίδευση κατά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση: 1821-1827 (Βουλή τῶν Ἑλλήνων 2002), Ἡ ἐκπαίδευση στή Δυτική Μικρά Ἀσία: Περιοχή Ἑλληνικῆς Διοικήσεως, 1919-1922 (Σύλλογος πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων 2007), Διαδρομές καί στάσεις στή Νεοελληνική Ἐκπαίδευση: 19ος – 20ος αἰ. (Μεταίχμιο 2008), Γαλλικά Σχολεῖα στήν Ἑλλάδα: Ἀπόπειρα πρώτης καταγραφῆς (Στοιχειάγρα 2009), Écoles françaises en Grèce (Διεθνές Κέντρο Ἔρευνας Αἴσωπος – La Fontaine 2011), Ἰταλικά Σχολεῖα στήν Ἑλλάδα (Διεθνές Κέντρο Ἔρευνας Αἴσωπος – La Fontaine 2011), Δάσκαλοι – καθηγητές τῆς γαλλικῆς γλώσσας στά ἑλληνικά σχολεῖα τοῦ 19ου αἰώνα (Διεθνές Κέντρο Ἔρευνας Αἴσωπος La Fontaine 2012), Συριανοί ἐκπαιδευτικοί τοῦ 19ου αἰώνα. Βιογραφικά καί ἐργογραφικά στοιχεῖα (Διεθνές Κέντρο Ἔρευνας Αἴσωπος La Fontaine, 2013).

Τό νέο βιβλίο του φέρει τόν τίτλο: Διδάσκοντας «τόν ἔρωτα τῶν Ὡραίων Τεχνῶν». Ζωγράφοι, ἰχνογράφοι, καλλιγράφοι στά ἑλληνικά σχολεῖα τοῦ 19ου αἰώνα (ἐκδ. Διεθνές Κέντρο Ἔρευνας Αἴσωπος – La Fontaine, 2014, σελ. 410). Καρπός μακρᾶς ἐρευνητικῆς διαδικασίας καί αὐτή ἡ ἐξαιρετική μονογραφία παρουσιάζει τήν κατάσταση τῆς ἐκπαιδεύσεως κατά τόν 19ο αἰώνα γενικώτερα καί τήν θέση τῶν λεγομένων «καλλιτεχνικῶν μαθημάτων» καί μάλιστα τῆς ἰχνογραφίας, τῆς καλλιγραφίας καί σέ ἐλάχιστα σχολεῖα τῆς ζωγραφικῆς στό πλαίσιο τῆς γενικώτερης προσπαθείας μορφώσεως καί καλλιεργείας τῶν μικρῶν μαθητῶν ἀλλά καί τῶν δύο ἀνωτάτων σχολῶν πού διεδραμάτισαν καίριο ρόλο στόν χῶρο τῶν Καλῶν Τεχνῶν στήν Ἑλλάδα τοῦ προπαρελθόντος αἰῶνος, δηλαδή στήν Στρατιωτική Σχολή τῶν Εὐελπίδων καί στό Σχολεῖο τῶν Ὡραίων Τεχνῶν, πρόγονο τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Στήν ἔρευνα περιλαμβάνονται καί τά ἰδιωτικά σχολεῖα, καθώς καί ἐπαγγελματικές σχολές, ὅπως ἦταν ἡ Βιοτεχνική Σχολή Ἀθηνῶν, οἱ Νυκτερινές Σχολές τοῦ Πειραϊκοῦ Συνδέσμου, τό Ἐργαστήριο τῶν Ἀπόρων Γυναικῶν τοῦ Συλλόγου Ἐκπαιδεύσεως Νεανίδων κλπ. Καταγράφονται ἐπίσης τά σχολεῖα τῆς Ἑπτανήσου κατά τήν διάρκεια τῆς Γαλλικῆς, Ρωσοτουρκικῆς καί Βρεταννικῆς κυριαρχίας ἐκεῖ. Ἐπίσης παρέχεται ἰδιαίτερη σημασία στήν εἰδικώτερη μορφή τῆς διδασκαλίας τῶν καλλιτεχνικῶν μαθημάτων σέ σχολεῖα μέ ηὐξημένες ἀπαιτήσεις, ὅπως ἦταν τό Ἀρσάκειο μέ τό Διδασκαλεῖο του, τό Βαρβάκειο Λύκειο καί τά κρατικά διδασκαλεῖα.

Αὐτά ἀναλύονται καί ἐκτίθενται μεθοδικώτατα στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου, ἐπιτρέποντας ἔτσι στόν ἀναγνώστη νά ἀντιληφθῆ τήν σημασία πού ἀπεδίδετο στά καλλιτεχνικά μαθήματα κατά τόν 19ο αἰώνα. Ἰδίως ἡ Καλλιγραφία ἀπετέλει βασικό αἴτημα στήν ἐκπαίδευση, διότι ἐπέτρεπε τήν διαφοροποίηση τοῦ «γραμματισμένου» ἀπό τούς ἄλλους. Ἐν τέλει τοῦ πρώτου μέρους τοῦ βιβλίου παρατίθενται στοιχεῖα γιά τήν καταγωγή καί τά προσόντα τῶν καθηγητῶν καί διδασκάλων τῶν καλλιτεχνικῶν μαθημάτων στά διάφορα σχολεῖα, καθώς καί γενικώτερα στατιστικά καί πληροφοριακά στοιχεῖα γιά τό διδακτικό ἔργο πού ἐπετέλεσαν, καθώς καί γιά τό συγγραφικό τους ἔργο.

Τό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι ἕνα πολύτιμο βιογραφικό λεξικό, καθώς περιλαμβάνονται 160 ἐκπαιδευτικοί τῶν καλλιτεχνικῶν μαθημάτων πού ἔδρασαν στό Ἑλληνικό Κράτος κατά τόν 19ο αἰώνα καί προσέφεραν πλούσιο ἔργο, μορφώνοντας καί καλλιεργώντας τούς Ἑλληνόπαιδες. Τό μέρος αὐτό πλουτίζει ἀκόμη περισσότερο τήν γνώση μας γιά τούς ἐκπαιδευτικούς μας, καθώς κατά τό παρελθόν ὁ κ. Ἀντωνίου μᾶς προσέφερε ἀντίστοιχους πίνακες καί «λεξικά» γιά τούς ἐκπαιδευτικούς πού ἐδίδαξαν τήν γαλλική καί τήν ἰταλική γλῶσσα στά σχολεῖα μας. Ὡς παράρτημα προστίθεται καί κατάλογος μέ βιογραφικά στοχεῖα γιά τούς ἐκπαιδευτικούς πού ἐδίδαξαν τά ἀντίστοιχα μαθήματα στά σχολεῖα τῆς Κωνστντινουπόλεως καί τῆς Σμύρνης. Μάλιστα κάποιοι ἀπό αὐτούς εἶχαν δράση καί στόν χῶρο τῶν σχολείων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Τό βιβλίο διανθίζεται ἀπό πολλά καί ὡραιότατα σχέδια τῶν μαθητῶν ἀπό αὐθεντικά τετράδια καί βιβλία ἰχνογραφίας ἤ ζωγραφικῆς. Μάλιστα μπορεῖ νά προκαλέση ἔκπληξη τό γεγονός τῆς ἀρτιότητος καί τῆς ποιότητος τῆς διδασκαλίας. Πρέπει ὅμως νά τονισθῆ ὅτι στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου ἡ παράθεσις στοιχείων ἐπιτρέπει νά ἀντιληφθῆ ὁ ἀναγνώστης τήν γενικώτερη ἐκπαιδευτική πολιτική ὅπως αὐτή διεμορφώθη κατά καιρούς κατά τήν πορεία τοῦ 19ου αἰῶνος. Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ προσπάθεια τῶν πρωτοπόρων καθηγητῶν καί τῶν δασκάλων ἐκείνων δέν ἀπέδωσε τούς ἀναμενομένους καρπούς. Τό 1908, ὅπως σημειώνει λεπτομερῶς ὁ κ. Ἀντωνίου συνεκροτήθη μία ἐπιτροπή κρίσεως γιά τά βιβλία Καλλιγραφίας καί Ἰχνογραφίας γιά τά Ἑλληνικά Σχολεῖα ὁ πρόεδρός της ζωγράφος καί Διευθυντής τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης, Καθηγητής στήν Σχολή Καλῶν Τεχνῶν Γεώργιος Ἰακωβίδης ἐσημείωσε ὅτι ἐνῶ στά σχολεῖα ἐκτός Ἑλλάδος τά σχετικά μαθήματα εἶχαν σημειώσει ἁλματώδεις προόδους, στό Ἑλληνικό Κράτος μετά ἀπό 80 ἔτη τακτικῆς λειτουργίας τῶν σχολείων μόνον οἱ ἐπαγγελματίες καλλιγράφοι ἦταν εἰς θέσιν νά καλλιγραφοῦν ἐνῶ ὡς πρός τήν Ἰχνογραφία οἱ περισσότεροι μαθητές ἐξήρχοντο ἀπό τά σχολεῖα καλλιτεχνικῶς ἀπαίδευτοι. Παραθέτομε ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἔκθεση τῆς ἐν λόγω ἐπιτροπῆς πού δείχνει σέ ποιόν βαθμό ἀκόμη καί τό μάθημα τῆς Ἰχνογραφίας ἐθεωρεῖτο ἐθνικῶς σημαντικό: «Παρ’ ἡμῖν μάλιστα, ἐν τῆ πατρίδι τοῦ καλοῦ, ἔνθα ἀνά πᾶν βῆμα ἡμῶν ἀπαντῶμεν μνημεῖα τῆς τέχνης, ἡ ἰχνογραφία μεθοδικῶς διδασκομένη θά συνετέλει εἰς τήν ὀρθοτέραν ἀντίληψιν καί ἐκτίμησιν τῆς προγονικῆς κληρονομίας καί θά ἐποίει ἡμᾶς ἑλληνικωτέρους εἰς τήν ἀντίληψιν τοῦ καλοῦ καί εἰς τήν διαφύλαξιν τῶν μνημείων τῆς τέχνης τῶν ἡμετέρων προγόνων». Μέ ἄλλους λόγους ἀκόμη καί ἡ ἰχνογραφία θά συντελοῦσε στήν πατριδολατρεία κατά τίς ἀντιλήψεις τῶν τότε κορυφαίων διδασκόντων τήν Ζωγραφική.

Ἀξίζουν συγχαρητήρια στόν κ. Ἀντωνίου γιά τήν πλουσία προσφορά του στόν τομέα τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκπαιδεύσεως. Μέ τό νέο του βιβλίο προσθέτει ἀκόμη ἕνα κεφάλαιο στόν δύσκολο αὐτόν τομέα πού καλῶς ἐξεταζόμενος ἐπιτρέπει τήν ἐθνική αὐτογνωσία, εἴτε στόν χῶρο τῶν «κυρίων» μαθημάτων εἴτε καί σέ ἐκεῖνον τῶν μαθημάτων πού γνωρίσαμε στό σχολεῖο ὡς μαθημάτων καταλλήλων γιά …καζούρα! Τότε δέν γνωρίζαμε ὅτι ἀδικούσαμε τόν ἑαυτό μας. Σήμερα μποροῦμε νά τό διακρίνωμε χάρις στό βιβλίο τοῦ κ. Δαυίδ Ἀντωνίου καί στούς ἀτρύτους κόπους του πρός ἀνάδειξη ὅλων τῶν τομέων τῆς Ἐκπαιδεύσεως.