Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πολλές είναι οι ιδιότητες και τα ονόματα που αποδίδονται κατά καιρούς στους πάσης φύσεως κακοποιούς. Ανάμεσά τους, υπήρξαν κάποτε, και οι περίφημοι «μπουκαριστές» που ήταν πραγματικοί λυμεώνες της αθηναϊκής γκαρνταρόμπας. Οι τύποι αυτοί αποτελούσαν από μόνοι τους ολόκληρη σχολή του λωποδυτικού πανεπιστημίου της ελληνικής πρωτεύουσας. Πήγαιναν απαραιτήτως δύο-δύο. Ο ένας το… έπαιζε αγαθός κύριος που χάθηκε σε μία αθηναϊκή συνοικία, αναζητώντας την οδό ή τον αριθμό κάποιας φιλικής του οικογένειας. Συνήθως ήταν νεαρός και ευπαρουσίαστος, ώστε να μπορεί να ερωτοτροπεί με τα κορίτσια που εργάζονταν ως «υπηρεσίες» στα σπίτια. Ο δεύτερος έπρεπε να είναι ταχύς στα πόδια και στα χέρια.
Η «μπούκα» στο σπίτι που έμπαινε στο στόχαστρο, έπρεπε να γίνει ταχύτατα και προ παντός έπρεπε να είναι αθόρυβη. Το ζεύγος των απατεώνων αυτών γυρνούσε στις αστικές συνοικίες τις προμεσημβρινές ή απογευματινές ώρες, αναζητώντας τον «στόχο». Ήταν οι ώρες που ο κύριος του σπιτιού απουσίαζε στην εργασία και η κυρία είχε βγει για τα ψώνια της. Το σπίτι έμπαινε σε διακριτική παρακολούθηση, ώστε κατά το χτύπημα να είναι μέσα μόνον η υπηρεσία και ίσως τα πιτσιρίκια της οικογένειας που ήταν ανίκανα να αντισταθούν. Επίσης, μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις ήταν το σπίτι να έχει πόρτα ή παράθυρο ανοιχτό.
Ο ένας εκ των δύο χτυπούσε το κουδούνι, ενώ ο άλλος γλιστρούσε μέσα στο σπίτι από το ανοιχτό παράθυρο. Όταν η υπηρεσία ή η κυρία άνοιγε την πόρτα, ο εμφανίσιμος λωποδύτης άνοιγε συζήτηση και φρόντιζε να την παρατείνει προφασιζόμενος δήθεν πως αναζητεί κάποιο φιλικό του σπίτι, μία φανταστική οικογένεια ή κάποιο γραφείο. Αποκαλύπτοντας τις δεινές υποκριτικές ικανότητές του προσάρμοζε την ιστορία του στην περίσταση. Αν καταλάβαινε πως ασκούσε γοητεία στη συνομιλήτριά του, εφεύρισκε μια ιστορία και άλλη αν καταλάβαινε πως είχε πέσει σε σεμνότυφη χριστιανή. Παρακλήσεις εργασίας, εξιστορήσεις φτώχειας και δραματικές συγκυρίες ήταν στοιχεία του απατεωνίστικου ρεπερτορίου.
Σκοπός ήταν να απασχοληθεί η κυρία ή η υπηρεσία, όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να τελειώσει το «μπουκάρισμα» και το «ξεμπουκάρισμα». Σε περίπτωση που τύχαινε να είναι ανοιχτή η πόρτα και κλειστά τα παράθυρα, όπως συνέβαινε συνήθως στα μεγάλα σπίτια, τότε ο μπουκαριστής εισορμούσε στον διάδρομο και κρυβόταν κάτω από τη σκάλα. Ύστερα ο συνεταίρος του χτυπούσε το κουδούνι αλλά δεν προχωρούσε μέσα. Επιτύγχανε να απασχολήσει την υπηρεσία ώστε να προλάβει ο άλλος, τραχύς και ελαφρύς, να εισορμήσει στα ενδότερα. Εκεί άρπαζε ότι ήταν πιο βολικό. Συνήθως προτιμούσαν ρούχα και απέφευγαν συστηματικά τις διαρρήξεις ντουλαπιών ή άλλων σφραγισμένων χώρων. Εξάλλου, δεν είχαν χρόνο και όντας συνήθως αποφυλακισμένοι δεν ήθελαν να αφήνουν δακτυλικά αποτυπώματα ώστε να συλληφθούν εκ νέου.
Γι’ αυτό εξάλλου τους θεωρούσαν «ψιλικατζήδες» οι συνάδελφοί τους. Εν πάση περιπτώσει, ιδιαίτερη προσοχή έδιναν οι μπουκαριστές στην αποχώρησή τους. Αν ο δρόμος ήταν ερημικός, ο λωποδύτης πηδούσε από το παράθυρο και εξαφανιζόταν με τη λεία του. Αλλιώς παρέμενε με τα κλοπιμαία στο παράθυρο μέχρι να λάβει το μήνυμα του συναδέλφου του. Δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις στις οποίες η έξοδος περιλάμβανε σκηνή τρόμου. Δηλαδή ο εξερχόμενος λωποδύτης, κρατώντας μαχαίρι, εμφανιζόταν αγριεμένος προκειμένου να κάμψει οποιαδήποτε αντίσταση. Ο συνεταίρος του υποδυόταν τον έκπληκτο και τις περισσότερες φορές ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει στην καταδίωξη του ληστή, τον οποίο προλάβαινε για να εξαφανιστούν και οι δύο μαζί. Υπήρχε και ο άσσος των μπουκαδόρων. Ήταν ο περίφημος Μυσιρλής, ο οποίος είχε ρημάξει τα σπίτια του Κολωνακίου τη δεκαετία 1930[1]. Όταν είχε κεσάτια, απλά έμπαινε στις γκαρνταρόμπες γνωστών καταστημάτων για να βγει σε λίγο… παλτομένος.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 10 Νοεμβρίου 2017