Η άγνωστη πρώτη απογραφή του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου

του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά

Η πόλη των Αθηνών γύρω στα 1837

Οι στατιστικές μετρήσεις του ελληνικού πληθυσμού διενεργούνταν από την εποχή του Καποδίστρια, ενώ ακόμη η χώρα καλυπτόταν από ερείπια και ο πληθυσμός ήταν διεσπαρμένος. Σοβαρή προσπάθεια καταβλήθηκε το 1828 και η πρώτη επίσημη και ικανοποιητικά –για τα μέτρα της εποχής– οργανωμένη απογραφή πραγματοποιήθηκε στο ελεύθερο πλέον Ελληνικό Βασίλειο επί Όθωνος (1834-36). Η απογραφή εκείνη ανταποκρινόταν στις στατιστικές ανάγκες του νεοσύστατου κράτους, το οποίο ήθελε να σχηματίσει τους πρώτους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι πρώτοι δήμοι κατατάσσονταν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, οπότε προέκυψε η ανάγκη να πραγματοποιηθεί εκείνη η απογραφή που βρήκε τη μικρή Ελλάδα με 156.823 οικογένειες και συνολικά 693.592 κατοίκους. Εντυπωσιάζει δε το γεγονός ότι εκείνη η απογραφή, στοιχεία της οποίας αποκαλύφθηκαν σε επίσημη έκδοση του Υπουργείου Εσωτερικών*, παραμένει ουσιαστικά αδημοσίευτη!

 

 

 

Η οργάνωση

Οι τεχνοκράτες Βαυαροί που συνόδευσαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, φρόντισαν να δημιουργήσουν το «Γραφείον Δημοσίου Οικονομίας» που πρέπει να θεωρείται και η πρώτη στατιστική υπηρεσία της χώρας μας. Μέσω αυτής της υπηρεσίας, η οποία συνεργάστηκε με τους δημογέροντες και ακόμη περισσότερο με την Εκκλησία και τους ιερείς των κατά τόπους Ναών, έγινε η πρώτη απογραφή.Οι τελάληδες γνωστοποίησαν στους ιδιαίτερα επιφυλακτικούς Έλληνες τους λόγους της απογραφής, οι οποίοι περιγράφονταν με θαυμαστή ακρίβεια σε εγκύκλιο του τότε Υπουργείου Εσωτερικών. Οι απογραφικοί πίνακες της εποχής περιλάμβαναν τέσσερα βασικά στοιχεία: το όνομα του κατοικημένου τόπου, την απόστασή του από την πρωτεύουσα του νομού και της επαρχίας, τον αριθμό των οικογενειών και τον αριθμό των κατοίκων.Στην πραγματικότητα, η πρώτη εκείνη απογραφή διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια, όσο χρονικό διάστημα χρειάστηκε για να σχηματιστούν και οι πρώτοι δήμοι της χώρας (1834-35-36). Αλλά και οι απογραφές που πραγματοποιούνταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα διαρκούσαν μήνες ολόκληρους. Αξίζει δε να σημειωθεί πως αμέσως μετά τον πρώτο σχηματισμό των δήμων και λόγω των αντιδράσεων που προκλήθηκαν άρχισαν οι συγχωνεύσεις ή οι διαιρέσεις τους, οπότε σε έξι χρόνια η αρχική εικόνα είχε αλλάξει εντελώς.

Οι πρωτεύουσες των νομών

Με την πρώτη διοικητική διαίρεση επί Όθωνος σχηματίσθηκαν δέκα νομοί και παρουσιάζει ενδιαφέρον ο πληθυσμός που καταγράφηκε στις πρωτεύουσές τους, όπως δείχνει ο πίνακας που ακολουθεί:

Μεγάλο… χωριό η Αθήνα!

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της πρώτης εκείνης απογραφής, η Αθήνα ήταν απλά ένα μεγάλο χωριό με 7.177 κατοίκους. Πέραν του κεντρικού πυρήνα της πόλης που είχε 1.886 οικογένειες και συνολικά 7.028 κατοίκους, καταγράφηκαν συνολικά έξι κατοικημένες περιοχές που ήταν ο Πειραιάς, με 4 οικογένειες και συνολικά 31 κατοίκους, τα Πατήσια, όπου έμεναν 9 οικογένειες και συνολικά 49 κάτοικοι, η περιοχή της Μονής Πετράκη –σήμερα Κολωνάκι- με 3 οικογένειες και συνολικά 14 κατοίκους, η περιοχή του Φαλήρου και της παραλιακής με 4 οικογένειες (15 κατοίκους), το Λεβί (ευρύτερη περιοχή Σεπολίων-Τρεις Γέφυρες) με 4 οικογένειες και συνολικά 23 κατοίκους και οι Μύλοι στον Κηφισό, όπου καταγράφονταν 14 οικογένειες και συνολικά 63 κάτοικοι.

Ονομασίες και μετονομασίες

Η Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό, καθημαγμένη από τη μεγάλη Επανάσταση και χρεωμένη από τα δάνεια, αναζητούσε την ταυτότητά της στο νεότερο κόσμο. Έτσι, η πρώτη απογραφή χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία για να αναστηθούν αρχαιοελληνικές ονομασίες και «να συνδεθεί το παρόν της Ελλάδος με το ένδοξο παρελθόν της». Ήταν η διοικητική έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού και καταβαλλόταν προσπάθεια να «δοθεί στο εξωτερικό μια εικόνα κλασική της Ελλάδος και να εμπλουτισθεί τελικά η νεοελληνική γλώσσα, με ονόματα ελληνικά και εύηχα». Αυτά έγραφε και μάλιστα γαλλιστί ο περίφημος Ιωάννης Κωλέττης, ο πολιτικός που διεκδικεί και την πατρότητα του όρου «Μεγάλη Ιδέα». Έτσι, αφού συντάχθηκαν και υποβλήθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία οι απογραφικοί πίνακες, ακολούθησε η εργασία ονομασίας και μετονομασίας των δήμων και των πρωτευουσών τους. Στο τέλος τα πληθυσμιακά στοιχεία συνόδευσαν τα διατάγματα σχηματισμού των δήμων, οι οποίοι ανάλογα με τον πληθυσμό τους κατατάχθηκαν στην πρώτη, δεύτερη ή τρίτη τάξη. Μπορεί ωστόσο εύκολα να κατανοήσει κανείς τι συνέβη όταν επιχειρήθηκε να «επιβληθούν» εκατοντάδες νέα ονόματα και να πεισθεί ο πληθυσμός να αποκαλεί Άμφισσα τα Σάλωνα, Λαμία το Ζητούνι, Τανάγρα τις Λιάταις, Πτελεόν το Φτελιό, Ναύπακτο το Λεπεντό και Επίδαυρο την Πιάδα. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβαν επιφανείς Γερμανοί αρχαιολόγοι και επιφανείς Έλληνες συνάδελφοί τους. Ωστόσο, δεν τους βοηθούσαν τα ελάχιστα μέχρι τότε αρχαιολογικά ευρήματα με αποτέλεσμα να σημειωθούν μεγάλες αστοχίες που διορθώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Πάντως, πολλές αρχαιοελληνικές ονομασίες καθιερώθηκαν, ενώ η προσπάθεια για δημιουργία ταυτότητας σε κάθε δήμο συνοδεύτηκε και από τα ανάλογα εμβλήματα που αποτυπώθηκαν στις σφραγίδες τους.

Τα αδημοσίευτα διατάγματα

Όσο για τη μη δημοσίευση αυτών των διαταγμάτων, τα οποία φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήταν το αποτέλεσμα τακτικής που ακολουθούσε η διοίκηση, αφού δεν είχε εκ του νόμου τέτοια υποχρέωση. Έτσι, σπουδαία νομοθετήματα που μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις, όπως ήταν π.χ. τα διατάγματα για την κατάργηση των μοναστηριών, δεν δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά ίσχυαν κανονικότατα. Το κενό αυτό προσπάθησε πολλά χρόνια αργότερα να καλύψει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, όταν υπηρετούσε ως ανώτατος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών. Εξέδωσε ένα πολύτομο έργο, την «Ελληνική Νομοθεσία» απαραίτητο σήμερα βοήθημα για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στις εξελίξεις εκείνης της ταραγμένης διοικητικής περιόδου.