Η ΚΛΕΨΥΔΡΑ

του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου

 

 

Δεν πρόκειται περί του κανονιστικού της απεραντολογίας μηχανήματος, αλλά περί της προς τα ΒΔ βραχώματα της Ακροπόλεως μυστικής πηγής, η οποία περικαλύπτεται από το εξαγιασθέν κουβούκλιον των Αγίων Αποστόλων και ρέει εις τα βάθη παλαιοτάτου και γραφικού πηγαδίου. Όλα μέσα εις την κρύπτην αυτήν είνε μυστηριώδη. Εισερχόμενος κανείς νομίζει, ότι πατεί εις το κατώφλιον της επικοινωνίας του πραγματικού μετά του μυστικού κόσμου και ότι περιστοιχίζεται αοράτως από τα αρχέγονα πνεύματα, τα οποία κάποιος υπερκόσμιος λευκός γάμος εδημιούργησε. Και νομίζει ακόμη, ότι μόλις ξεσκεπάση το πηγάδι, ανασύρων το ηχηρόν σιδηρούν και παμπάλαιον κάλυμμά του, θα ιδή έξαφνα αναδυομένην κάποιαν Νύμφην, αν μη και αυτήν την Πάνδροσον του Κέκροπος την κόρην. Όλβιος εκείνος που ημπορεί να πίνη από το απόσταγμα αυτό των ιερών της Ακροπόλεως βράχων, το οποίον εδρόσισε τα ωραιότερα της δημιουργίας χείλη.

Η Κρύπτη

Εις την κρύπτην της Κλεψύδρας κατέρχεται κανείς πατών παλαιότατα και ακανόνιστα μαρμάρινα, ως επί το πολύ σκαλοπάτια, αφού αφίση δεξιά τα αναρριχώμενα προς την Ακρόπολιν πανάρχαια κλιμακοειδή λαξεύματα. Αλλ’ ο προσκυνητής, που πλησιάζει τώρα τα σκαλοπάτια της Κλεψύδρας, έχει την προδιάθεσιν της θρυλικής γοητείας από την θέαν του σπηλαίου του Πανός και του Απόλλωνος και από τον χώρον του Ιερού του Πανός, του οποίου το άγαλμα κατά χαριτωμένην και ιδιορρύθμως πρωτότυπον έμπνευσιν αφηγείται μόνον του την ιστορίαν του: «Τον τραγόπουν εμέ Πάνα, τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ’ Αθηναίων, στήσατο Μιλτιάδης». Κατά πόσον τώρα σχετίζεται η σημερινή Κλεψύδρα με την αρχαιοτάτην Εμπεδώ της Ακροπόλεως και με την πηγήν, η οποία εχρησίμευε διά την χρονομετρικήν λειτουργίαν του Ανδρονικείου  Πύργου των Ανέμων, από πότε ελησμονήθη η σημερινή φρεατιαία πηγή και πότε κατεχώσθη…  -αυτά ευρίσκονται το μεν εκτός της παρενθέσεως μας, ίσως και της δικαιοδοσίας της, το δε απαιτούν μακράν ιστοριοδιφικήν ανάπτυξιν, από των χρόνων ιδίως του Σύλλα και εξής. Η ιστορία της Κλεψύδρας δι’ ημάς τώρα αρχίζει από το έτος 1822 και τελειώνει εις το έτος 1888, οπότε, διά του κρημνίσματος του προμαχώνος της αποκουρουπωθείσα, παρέμενε στάσιμος εις την σημερινήν της εμφάνισιν.

Ζήτω η Ελευθερία!

Μετά τας διεξαχθείσας συνεννοήσεις δι’ αφιχθέντος αποστόλου των Φιλικών και την μυστικήν κατασκευήν πολεμοφοδίων και την από βραδύς συγκέντρωσιν των χωρικών και των δυναμένων να φέρουν όπλα κατοίκων της πόλεως, εις το Μενίδι, οι επαναστάται την πρωΐαν της 25ης Απριλίου του 1821 εισεπήδησαν εις την πόλιν αλαλάζοντες και φωνάζοντες: « Ζήτω η ελευθερία! Θάνατος εις τους τυράννους!».

Οι Τούρκοι τότε εσπευσμένως και όπως-όπως κατέφυγαν εις την Ακρόπολιν έχοντες μερικά εφόδια εις τροφάς και πυριτιδοβολάς, όχι επαρκή όμως, συγκεντρωθέντα ως εκ των ακουσμάτων περί εξεγέρσεων εις άλλα σημεία της υποδούλου χώρας. Πολιορκηθέντες δε τότε και κατόπιν ολιγομήνου διακοπής και εκ δευτέρου υπέστησαν μεγάλας ταλαιπωρίας και τέλος εξηναγκάσθησαν να υπογράψουν την μεν 6ην Ιουνίου του 1822 το «Συνυποσχετικόν» προς διαπραγματεύσεις, την δε 9ην Ιουνίου την Συνθήκην της παραδόσεως εκτελεσθείσης την 10ην. Και τα δύο αυτά κείμενα ευτυχήσαμεν να δημοσιεύσωμεν εκ των πρωτοτύπων ανηκόντων ποτέ εις τον Πρόκες-Όστεν και αποκτηθέντων κατόπιν υπό του εν Μονάχω Γεν. Προξένου ημών.

«Πηγάδι του Δεσπότη»

Εις την παράδοσιν συνετέλεσεν ιδίως η έλλειψις ύδατος. Ανομβρία δεινή επεκράτησε κατά το έτος αυτό. Το παράδοξον δε είνε –και ας λέγουν ό,τι θέλουν οι οπαδοί των συμπτώσεων, -ότι μίαν και μόνην ημέραν, όταν συνέβη η γνωστή τοπική βροχή των Αθηνών, έβρεξε εις όλην την πόλιν πλην της Ακροπόλεως. Αι δεξαμεναί του Κάστρου είχαν πλέον τελείως αποξηρανθή, η δε Κλεψύδρα ήτο άγνωστος εις τους Τούρκους. Πως άγνωστος; αφού υπήρχεν εις το προς την Ακρόπολιν τέρμα της οδού Βουλευτηρίου το περίφημον «πηγάδι του Δεσπότη», το οποίον ενίοτε και εξεχείλιζεν; Υπάρχει δα και τώρα ακόμη. Δεν ακούν από αυτά, ούτε ερεύνας επιχειρούν, ούτε κοπιάζουν, ούτε σκέπτονται καν, ρεμβάζουν μόνον οι άνθρωποι του αποκεφαλισμού και του πεπρωμένου.

Ο αρχιστράτηγος του 1821 Ιωάννης Γκούρας, λαϊκή λιθογραφία.

Οδυσσέας και Γκούρας

Επελθούσης κατόπιν διαφωνίας μεταξύ των οπλαρχηγών του τόπου και οργιάσαντος του φθόνου εναντίον του γενναιοτέρου και στρατηγικωτέρου εξαυτών, ο οποίος και εδολοφονήθη κατόπιν υπό των επηλύδων, προσεκλήθη να παραλάβη το φρούριον ο Οδυσσεύς Ανδρίτζου. Ο Οδυσσεύς το εδέχθη μετά χαράς και ήλθεν εις Αθήνας την 21 Αυγούστου του 1822 μετά του υπ’ αυτόν Γκούρα, τον οποίον και εγκατέστησεν ως φρούραρχον του «Κάστρου της Αθήνας». Και τότε το χώμα εδάκρυσε προς τα ΒΔ της Ακροπόλεως. Εκλήθη λοιπόν ευθύς ο εκ των πολεμιστών του τόπου, αρχαιολογών μαθητής του Φωβέλ, Πιττάκης, ο οποίος ήρχισε να φωνάζη διά της χαρακτηριστικής του λεπτής φωνής: «Η Εμπεδώ, η Εμπεδώ! Η Κλεψύδρα! Η Κλεψύδρα! Φέρτε τσάπες, φέρτε φτυάρια να την ξεθάψωμε!». Και μετ’ ολίγον όλοι εδρόσισαν τα στήθη των με το ωραίον αυτό νερό, το Αθάνατο του Παραμυθιού.

Κάποτε εγράψαμεν και περί παρατηρηθέντος αγάλματος τινος εντός του φρέατος. Ο Οδυσσεύς τότε κατανοήσας την σημασίαν του πράγματος και φροντίζων δια το μέλλον διέταξε και κατεσκευάσθη το προασπίσαν την Πηγήν λαμπρόν οχύρωμα· ετέθη δε και επιγραφή –είνε την πεταγμένη εις τους βράχους- η οποία διαφημίζει, ότι τον προμαχώνα αυτόν ανήγειρεν ο «Οδυσσεύς Ανδρίτσου Ελλήνων στρατηγός συν τω γενναίω Γκούρα εν έτει αωκβ΄ κατά μήνα Σεπτέμβριον». Πως τώρα συνέβη τρία έτη κατόπιν ο Γκούρας να φυλακίση τον Οδυσσέα εις τον Πύργον (Γουλάν) των Προπυλαίων, πως να δολοφονηθή υπό αγνώστων, ως επί το πολύ, τα μεσάνυκτα της 4-5 Ιουνίου του 1825- ο αλυσίδετος Ελλήνων στρατηγός; πως να ριφθή το σώμα του ως θελήσαντος, δήθεν, να δραπετεύση και καταπεσόντος; πως τούτο όχι μόνον δεν συνεκίνησε τους Αθηναίους, αλλ’ εθεωρήθη και ως θέμα σατυρικού διστίχου – όλα αυτά αποτελούν αφήγησιν μακράν.

Αν όμως η γερόντισσα του Βρυσακιού εδημιούργησε το δίστιχον: «Λυσσέος εβουλήθητσε το Κάστρο να πηδήση μα τσείνο έλαχε γκρεμός τσ’ έπεσε τσαί τσατσίστη». Το τραγούδι του Αρματωλικού κύκλου τον θρηνεί: «Διαβήτε από τη Λειβαδιά και σύρτε στη Βελίτσα· εκεί θ’ ακούστε κλάματα, θ’ ακούστε μοιρολόγια, θ’ ακούστε την Ανδρίτσαινα τη μάννα του Λυσσέα πως σκούζει, πως μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει, σαν του κοράκου το φτερό μαυρίζει η φορεσιά της». «Δε στώπα ’γω, Λυσσέα μου, δε στώπα ’γω παιδί μου, με τη Βουλή μην πιάνεσαι, με τους καλαμαράδες;» Καταθέτω την γραφίδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η πανάρχαια κλεψίρρυτος κλεψύδρα της Ακροπόλεως

ΛΟΦΟΙ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η πανάρχαια κλεψίρρυτος κλεψύδρα της Ακροπόλεως

 Οι χαώδεις προϋπολογισμοί της Εθνεγερσίας

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821-1828)

Μεταβείτε στο άρθρο:  Οι χαώδεις προϋπολογισμοί της Εθνεγερσίας

Το λεβέντικο τέλος του Γέρου του Μοριά

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Το λεβέντικο τέλος του Γέρου του Μοριά