Η πλούσια ιστορία και εξέλιξη του «χασάπικου» χορού

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Το χασάπικο ή κατ’ άλλους χασάπικος (Τουρκ. Kasap = χασάπης) είναι χορός που έφτασε έως τις ημέρες μας παραλλαγμένος και προσαρμοσμένος στις σύγχρονες συνθήκες. Αλλά είναι μεγαλειώδης η καταγωγή του, αφού οι ρίζες του χάνονται στα χρόνια του Βυζαντίου, στην Κωνσταντινούπολη και την όμορφη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Η έκδοση του Πιερ Ωγκυστέν Γκυς (Pierre Augustin Guys, 1721-1799).

Όλοι όσοι ασχολήθηκαν έως σήμερα με το θέμα, παραπέμπουν σε πληροφορίες που διέσωσε η μαντάμ Σενιέ, κάνοντας λόγο περί της ελληνικής καταγωγής της χωρίς περισσότερα στοιχεία. Η γυναίκα αυτή διάβασε το κείμενο του γνωστού περιηγητή Πιερ Ωγκυστέν Γκυς (Pierre Augustin Guys, 1721-1799), ο οποίος σε έκδοση του 1771, περιέγραφε τους Έλληνες κατοίκους της Πόλης, τα έθιμα και την κοινωνική ζωή τους[1].

Η λήθη

Η μαντάμ Σενιέ έστειλε στον περιηγητή δύο επιστολές σχετικές με τα κεφάλαια του βιβλίου που πραγματεύονταν και τους χορούς των Ελλήνων. Μετέδιδε με τον τρόπο αυτό τις δικές της γνώσεις και ο συγγραφέας τις καταχώρησε σε μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου του. Η φλογερή ψυχή της γυναίκας μετέφερε το μεγάλο «μήνυμα», επισημαίνοντας πως η νέα Ελλάδα μπορεί να είχε απωλέσει την ανεξαρτησία της, όχι όμως τον χαρακτήρα και τη μεγαλοφυΐα της.

Τόνιζε, μάλιστα, πως είχε τις προϋποθέσεις να ανακτήσει την ανεξαρτησία της «να γεννήσει και πάλιν εκ της τέφρας της, τους ιδίους ανθρώπους, τας ιδίας αρετάς». Θεωρούσε δικαιολογημένα πως με τη διάσωση των λαογραφικών στοιχείων, έβγαιναν οι Έλληνες από τη λήθη που τους είχε βυθίσει η προκατάληψη και ο κατακτητής. Στη συνέχεια λαμβάνοντας αφορμή απ’ όσα ανέφερε ο περιηγητής προσέφερε πλούσια στοιχεία για τους προγόνους των Ελλήνων και την καταγωγή τους.

Μαντάμ Σενιέ

Ποια ήταν όμως η γυναίκα αυτή που κατόρθωσε να παραδώσει στην αιωνιότητα και την καταγωγή του χασάπικου χορού; Η Ελιζάμπεθ Σάντι Λομάκα (Elizabeth Santi Lomaca) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας το 1729 και πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 79 ετών, τον Νοέμβριο 1808. Καταγόταν από παλαιά ευγενή λατινική οικογένεια της Χίου. Πατέρας της ήταν ο Αντόνιο Σάντι Λομάκα και μητέρα της η -ελληνικής καταγωγής- Αργυρώ Μαμάκη (Arghyro Mamachi de Lusignan).

Παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο 1754, τον Λουίς Σενιέ (Louis Chѐnier, 1722-1795) και ένας από τους μάρτυρες ήταν ο Ιάκωβος Σουμαρίπας. Απέκτησαν εννέα παιδιά. Ανάμεσά τους και ο ποιητής Αντρέ Σενιέ (1762-1794), ο οποίος θεωρείται ένας από τους εκπροσώπους των νεοκλασικιστών. Πρόδρομος του ρομαντικού κινήματος, αρχικώς υποστήριξε τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά φυλακίστηκε και καρατομήθηκε όταν διαμαρτυρήθηκε για τις ακρότητες της Τρομοκρατίας[2]..

Νεότουρκοι χορεύουν έναν χορό τύπου χασάπικου μπροστά στο Κυβερνείο της Καβάλας (1908).

Τα «χασαπάκια»

Η μητέρα του, γνωστή στο ευρύ κοινό ως μαντάμ Σενιέ, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον «αρβανίτικο» χορό, όπως τον αποκαλούσαν, συμπληρώνοντας πως είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Ήταν ο χορός ο οποίος, απλοποιημένος, έφτασε στα μεταγενέστερα χρόνια ως «Χασάπικος». Αυτό εξάγεται από τις περιγραφές και το γεγονός ότι χορευόταν κυρίως από τα «χασαπάκια» της Κωνσταντινούπολης.

Η ονομασία «Αρβανίτικος» εξηγείται μάλλον από το γεγονός, ότι όλοι οι Έλληνες κρεοπώλες της Κωνσταντινούπολης κατάγονται από τη Βόρειο Ήπειρο! Η μαντάμ Σενιέ κατέθετε τη μαρτυρία της, πως είχε δει να τον χορεύουν Έλληνες σε δημόσια μέρη στις γιορτές τους. Εννοείται όταν τους έδινε άδεια ο Μέγας Βεζύρης, βάσει των προνομίων που είχαν αποκτήσει για να διασώσουν τα ήθη και τα έθιμά τους[3].

«Αλέξανδρος ο Μακεδών…»

Ο «Αρβανίτικος» χορευόταν στο Πέραν ή για μεγαλύτερη άνεση στην πλατεία Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Εντυπωσιακή είναι η πληροφορία πως συμμετείχαν διακόσιοι, τριακόσιοι ή ακόμη και περισσότεροι υπάλληλοι κρεοπωλείων. Επίσης ότι μόνον οι κρεοπώλες είχαν το προνόμιο να οπλοφορούν με γιαταγάνια και να φορούν πράσινα σαρίκια όταν ταξίδευαν.

Η μαντάμ Σενιέ προχωρούσε ακόμη περισσότερο ανάγοντας τον χορό στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έφερνε ως επιχείρημα τους δύο πρώτους στίχους που τραγουδούσαν οι οργανοπαίχτες: «Που είν’ ο Αλέξανδρος ο Μακεδών / που όριζε την Οικουμένην όλην;»[4].. Οι εικόνες που μας παρέδωσε είναι γοητευτικές. Αναφέρουν πως οι χορευτές ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια και μπαστούνια, κάποιοι κρατούσαν γιαταγάνια και άλλοι με τα καμτσίκια τους κτυπούσαν το έδαφος.

Σκηνή από το χορευτικό «Το χασάπικο τής Τζένης», από την κινηματογραφική ταινία «Τζένη – Τζενη» (1965). Η Τζένη Καρέζη μαζί με τους χορευτές
Γιώργο Φουτζιτζίδη (αριστερά) και Χρήστο Κουκουτσίδη (δεξιά).

«Συρτάκι»

Ανεξαρτήτως των δόσεων φαντασίας που περιέχουν οι αναφορές της ελληνικής καταγωγής επιστολογράφου, οι περιγραφές που μας παρέδωσε είναι μοναδικές, πλήρεις λεπτομερειών για τους χορευτές, τα ενδύματα, τον οπλισμό και τους συμβολισμούς τους. Οι ειδικοί καταγράφουν πολλά είδη χασάπικου, ενώ εξίσου έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο μεταλλάχθηκε ο χορός αυτός στα νεότερα χρόνια. Χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες, αργό και γρήγορο και τέσσερις μορφές που είναι το Χασάπικο, το Χασαποσέρβικο, το βαρύ και αργό χασάπικο και το αποκαλούμενο «Πολίτικο – Ταταυλιανό».

Ωστόσο, μία ακόμη μορφή εξαπλώθηκε, μαζί με το σπάσιμο των πιάτων, στα πέρατα της γης, με την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή». Έγινε πλέον γνωστός και δημοφιλής ως «συρτάκι» και θεωρήθηκε από τους ξένους ως ο αντιπροσωπευτικότερος ελληνικός χορός. Δηλαδή χορογραφήθηκε και εξελίχθηκε, επηρεασμένος από τον ελληνικό κινηματογράφο, εντελώς διαφορετικός από την αρχική του προέλευση. Έστω κι έτσι όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εισέβαλε ακόμη και στα σπίτια των διπλωματικών υπαλλήλων, στις χοροεσπερίδες και τα νεανικά πάρτι.

Σκηνή από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Η Μελίνα Μερκούρη χορεύει χασάπικο.

Ελαφρά μορφή…

Μετά το τσα τσα και το τσάρλεστον, έφθαναν στο αποκορύφωμα του κεφιού με έναν έξαλλο χασάπικο που το χόρευαν «αλά Μελίνα και Γ. Φούντα», αφού ακόμη δεν είχε καθιερωθεί ευρέως η ονομασία «συρτάκι». Ο αποδιοπομπαίος χασάπικος χορός, έστω και στην ελαφρά του αυτή μορφή, έπαιρνε εκδίκηση. Γινόταν μόδα, μανία, τρέλα και έμπαινε πανηγυρικά στα σαλόνια αναγκάζοντας εκείνους που τον περιφρονούσαν να εξοικειωθούν μαζί του. Δεν άργησε η στιγμή ώστε ακόμη και ολόκληρες εκδηλώσεις να χτίζονται με βάση το πνεύμα του νέου χασάπικου. Στους αποκριάτικους χορούς επανήλθαν τα ζωνάρια, τα μαύρα παντελόνια, οι λαϊκοί τύποι και οι διακοσμήσεις των ταβερνών.

Πρόσωπα διακεκριμένα και διπλωματικοί υπάλληλοι έσπευδαν στα χοροδιδασκαλεία για να μυηθούν στα μυστικά του χασάπικου και να μάθουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις φιγούρες του. Εξάλλου, όπως αποκάλυπταν στα ψιλά γράμματά τους οι εφημερίδες, αρκετοί ήταν εκείνοι που φρόντιζαν να παίρνουν μαθήματα κατ’ οίκον. Έτσι, απέφευγαν τα αδιάκριτα βλέμματα και επιδείκνυαν τις ικανότητές τους με τσακίσματα και αυτοσχεδιασμούς του περιφρονημένου χασάπικου[5].!