Κοινοβουλευτικό σκαμπίλισμα στη Βουλή των Ελλήνων το 1897

Πως εθνοπατέρες από τη Δωρίδα και τη Θεσσαλία ήρθαν στα χέρια

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Εξέχουσα θέση στα κοινοβουλευτικά ήθη και έθιμα μας κατέχει ένα χαστούκι που άστραψε μέσα στην Βουλή των Ελλήνων τον Νοέμβριο 1897. Πρωταγωνιστές δύο υπερήλικοι, για τα μέτρα της εποχής, βουλευτές. Τα πνεύματα ήταν τεταμένα λόγω των εξελίξεων και του αποκαλούμενου ατυχούς Ελληνοτουρκικού Πολέμου. Ως γνωστόν, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα ξέσπασε ο πόλεμος που έμεινε στην ιστορία ως «Μαύρο ’97». Το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό της χώρας δοκιμάστηκε, παρά το γεγονός ότι η σημασία των γεγονότων ήταν μεγάλη, αφού εν τέλει στο ζήτημα της Κρήτης η Ελλάς δικαιώθηκε. Πολλά και διάφορα συνέβησαν από τις αρχές Απριλίου ως τον Νοέμβριο 1897, που υπογράφηκε η τελική συνθήκη.

«Η Μάχη των Φαρσάλων», ελαιογραφία Γ. Ροϊλού

Πολλά συνέβησαν βεβαίως και στα μετόπισθεν. Σαν να μην έφταναν τα μεγάλα γεγονότα, ξέσπασαν και καβγάδες μεταξύ βουλευτών. Ένας εξ αυτών είχε ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ο Χριστόδουλος Στεριάδης από τα Φάρσαλα, κάτω από τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην εκλογική περιφέρεια του, η οποία πλέον είχε καταληφθεί, είχε γίνει έξω φρενών. Ήταν από τους Θεσσαλούς που είχαν πολεμήσει, εκλεγόταν βουλευτής επί σειράν ετών και δεν είχε δώσει αφορμή για δυσμενείς σχολιασμούς. Ωστόσο εκφραζόταν δυσμενώς εναντίον των υπαιτίων των υποχωρήσεων που είχαν γίνει στον παράδοξο εκείνο πόλεμο.

Μεταξύ αυτών συμπεριλάμβανε και τον ταξίαρχο Πυροβολικού και βουλευτή Δωρίδος Χρήστο Μαστραπά, ο οποίος είχε διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στις στρατιωτικές εξελίξεις. Λίγο πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση της Βουλής, ο Χρ. Στεριάδης βρισκόταν πάνω στον προεδρείο της Βουλής, όταν τον πλησίασε ο συνάδελφός του: «Έμαθα ότι με βρίζεις για τις υποχωρήσεις και μάλιστα για την υποχώρηση του Δομοκού», είπε ο Μαστραπάς στον Στεριάδη.

«Προσωπικώς ποτέ μου δεν σας κατηγόρησα. Παραπονέθηκα όμως και παραπονούμαι εναντίον όλων εκείνων οι οποίοι έγιναν αιτία της καταστροφής της Θεσσαλίας και προ πάντων της ιδιαιτέρας πατρίδας μου, των Φαρσάλων, πέρα για πέρα κατεστραμμένων» απάντησε ο Στεριάδης.

Λόγο τον λόγο δεν άργησε ο Μαστραπάς να σηκώσει το χέρι του και να αστράψει έναν ηχηρό μπάτσο στα ροδαλά μάγουλα του γηραιού συναδέλφου του. Αλλά και ο Στεριάδης δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Όρμησε ν’ αρπάξει τον Μαστραπά από τα μουστάκια, σηκώνοντας ταυτοχρόνως τη μαγκούρα του. Ο κατά πολλά νεότερός τους πρόεδρος της Βουλής Αλέξανδρος Ρώμας τινάχτηκε πάνω και τους συγκράτησε, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Έτρεξαν και άλλοι βουλευτές και διαχώρισαν τους αλληλοϋβριζόμενους γέροντες.

Στην υπόθεση ενεπλάκη και ο Γεώργιος Σουρής βάζοντας τον Φασουλή του να λέει στον Χρ. Στεριάδη: «Γέροντά μου Θεσσαλέ, / τι σου κάπνισε καλέ, / να μας πης η Θεσσαλία πως σκλαβώθηκε για μας / κι έπεσε στον Στρατηλάτη τον Ετέμ σαν λουκουμάς;»! Ετέμ Πασάς ήταν ο αρχιστράτηγος των Τούρκων στη Θεσσαλία.

Ωστόσο, το ζήτημα δεν τελείωσε εκεί, αφού είναι γνωστό ότι το γεροντικό πείσμα δεν… συμμαζεύεται εύκολα. Ακολούθησε η ανταλλαγή μαρτύρων, αφού οι δύο βουλευτές θεωρούσαν ότι έπρεπε να λύσουν τη διαφορά τους στο πεδίο της τιμής, δηλαδή να μονομαχήσουν! Είδε κι έπαθε να τους συμμαζέψει ο Πρόεδρος της Βουλής καθοδηγώντας τους μάρτυρες προκειμένου να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις. Έτσι και έγινε πράγματι. Εν τέλει ο Στεριάδης δήλωσε πως δεν ήθελε να θίξει τον Μαστραπά και ο Μαστραπάς ζήτησε συγγνώμη από τον Στεριάδη. Συντάχθηκε και υπογράφηκε το απαραίτητο πρωτόκολλο και η μονομαχία αποφεύχθηκε.

Τον επίλογο του καβγά έγραψε με ένα δίστιχό του ο Γ. Σουρής: «Καθίστε κάτω, βρε παιδιά… μαζί το δίκιο παίρνει / κι’ εκείνος όπου δέρνεται κι εκείνος όπου δέρνει»!