Λαογραφικά Αθηναϊκών Δρόμων

Γράφει ο Εμμανουήλ Γ. Βαρβούνης

Καθηγητής Λαογραφίας – Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Οι δρόμοι αποτελούν βασικούς άξονες μιας πόλης, κύριες ορίζουσες του οικιστικού ιστού της, τόπους επικοινωνίας και πολιτισμικής έκφρασης, βασικά σημεία του τρόπου οργάνωσης και βίωσης του αστικού τοπίου. Πολλές και ποικίλες είναι οι προσεγγίσεις της σημασίας τους για την ιστορία και τον πολιτισμό των αστικών μας κέντρων. Ορισμένες σκέψεις για τη λαογραφική σημασία των δρόμων της Αθήνας θα διατυπωθούν σε όσα ακολουθούν.

 

 

Η σύγχρονη λαογραφική έρευνα, και μάλιστα η κατεύθυνση τους «αστικής λαογραφίας», έχει στρέψει το ενδιαφέρον τους και στο ζήτημα τους λαογραφικής σημασίας των δρόμων, και μάλιστα των κεντρικών, των αστικών κέντρων. Και τούτο επειδή οι κεντρικοί αυτοί δρόμοι, καθώς υποδέχονται και εξυπηρετούν αρκετούς κατοίκους, ξεπερνούν την απλή επικοινωνιακή, την καθαρά χρηστική δηλαδή, σημασία τους, και με την διάρθρωση και τη σημασιοδότησή τους, αποτελούν συχνά δείκτες τους οργανωμένης παραδοσιακής καθημερινότητας των πόλεών τους.

Παρόμοιες τάσεις υπάρχουν βεβαίως και στη διεθνή λαογραφική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τους περισσότερους ξένους μελετητές αυτού του κλάδου τους νεωτερικής λαογραφίας, ο λαϊκός πολιτισμός που αναπτύσσεται τους δρόμους των πόλεων αποτελεί μια από τους πλέον χαρακτηριστικές μορφές του σύγχρονου λαϊκού – υπό την έννοια του popular – πολιτισμού. Η νέα λαογραφία πρέπει να μελετά τα φαινόμενά τους όχι αποκομμένα, αλλά πάντοτε εντός των πλαισίων τους κοινωνίας που τα δημιουργεί και τα διαχειρίζεται.

Άλλωστε, η ίδια αυτή αρχή ήρθε και στην ελληνική λαογραφική θεωρία και πρακτική, με την «κοινωνικοϊστορική» μέθοδο που εισηγήθηκε στα καθ’ ημάς ο Μιχαήλ Γ. Μερακλής, και η οποία αποτελεί σήμερα βασικό μεθοδολογικό εργαλείο των Ελλήνων λαογράφων. Πρόκειται για μια αναγκαία θεωρητική βάση, που δικαιολογεί τόσο τους νέους θεματικούς προσανατολισμούς τους λαογραφίας, όσο και τους τρόπους με τους οποίους η σχετική έρευνα οργανώνεται και διεξάγεται.

Αλλά και η ελληνική λαογραφία, έστω και σπερματικά, δεν υπήρξε άγευστη των εξελίξεων αυτών : Τους είναι γνωστό, από τους επιστήμονες λαογράφους πρώτος ο Δημ. Λουκάτος μίλησε στην ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία, για τα λαογραφικά των δρόμων της Αθήνας, και μάλιστα τις πλέον εορταστικές εκδοχές τους. Έκτοτε, πολλά σχετικά δημοσιεύθηκαν, τόσο στην ελληνική, όσο κυρίως στην ξένη σχετική βιβλιογραφία, που συστηματικά μελετά τους δρόμους ως μέρος του δημόσιου χώρου και ως παραδείγματα δόμησης του χώρου αυτού, με τρόπο που να προσδιορίζει την καθημερινή ζωή και δράση των ανθρώπων που κατοικούν σε μια πόλη.

Ορισμός ιερού χώρου

Πολλά μπορεί ο σύγχρονος λαογράφος να γράψει για έναν κεντρικό δρόμο τους αστικού κέντρου. Απ’ όλα αυτά, στη συνέχεια θα θιγούν τρία μόνο ζητήματα, που ωστόσο κρίνονται θεμελιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό του δημόσιου χώρου, και μάλιστα τους διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Το πρώτο, έχει άμεση σχέση με τον ορισμό του ιερού χώρου μέσα από τη διάρθρωση και φυσιογνωμία των δρόμων.

Η ύπαρξη των ναών και των παρεκκλησίων ορίζει άμεσα τον ιερό χώρο. Ορίζει τους τον δρόμο ως χώρο θρησκευτικών τελετουργιών, κάτι που του δίνει ιδιαίτερο χρώμα. Στους δρόμους της Αθήνας τελούνται οι αστικές λιτανείες των περιφορών των εικόνων στα πανηγύρια των ναών, αλλά και η λιτανεία του επιταφίου, το βράδυ τους Μεγάλης Παρασκευής. Μάλιστα, οι ιερείς έχουν καθιερώσει να συναντώνται οι επιτάφιοι γειτονικών κατά περίπτωση αθηναϊκών ενοριών στο μέσον του δρόμου, να αναπέμπεται κοινή δέηση και κατόπιν να κατευθύνεται κάθε ενορία τους το ναό τους. Τους, οι ιερείς των ναών αυτών αγιάζουν κατά το τριήμερο 5-7 Ιανουαρίου κάθε χρονιάς τα καταστήματα και τα σπίτια των δρόμων που υπάγονται στις ενορίες τους, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά το νέο χρόνο και τους ανθρώπινες δραστηριότητες και προσδοκίες μέσα σε αυτόν.

Η εμπλοκή του θρησκευτικού συναισθήματος και του τελετουργικού εκκλησιαστικού παράγοντα στη λειτουργικότητα του δρόμου, συμβάλλει στην προσπάθεια απόδοσης σε αυτόν μιας εν πολλοίς σκηνοθετημένης εθιμικής σημασίας. Με τον τρόπο αυτό, τους παρατηρεί η Regina Bendix, οι νεότεροι δρόμοι αποκτούν κάτι από την μυθική αχλύ που περιβάλλει τους παλαιούς δρόμους των αγροτικών και κτηνοτροφικών κοινοτήτων τους υπαίθρου, οι οποίοι συχνά συνδέονται με αναμνήσεις παλαιών τελετουργιών, λόγω τους παλαιότητά τους. Αναπληρώνεται μέσω τους οργάνωσης των νεότερων εκκλησιαστικών τελετουργιών, αυτό που ο Benjamin Botkin χαρακτηρίζει ως μυθικό απόθεμα των παλαιών οικιστικών σημείων, ένα απόθεμα άμεσα συνδεμένο και με τους τελετουργίες τους κοινότητας, το οποίο ωστόσο δεν αναπληρώνεται εύκολα τους συνειδήσεις των ανθρώπων.

Διαχείριση μνήμης

Το δεύτερο ζήτημα αφορά την διαχείριση τους μνήμης στους αθηναϊκούς δρόμους. Οι ίδιες οι ονομασίες των οδών, τα οδωνύμια, αποτελούν άσκηση μνήμης, δεδομένου ότι η απόδοση τους συγκεκριμένης κάθε φορά ονομασίας έχει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για την σύνδεση του δρόμου τους με τους διαδικασίες και τους πρακτικές διατήρησης τους ιστορικής μνήμης των κατοίκων. Παρόμοιες άλλωστε πρακτικές στο σχηματισμό νέων οδωνυμίων συναντούμε και σε άλλους. Ευρωπαϊκούς και μη, λαούς.

Θα πρέπει εδώ να παρατηρηθεί ότι τους γράφει η Lyn Lofland είναι αυτή ακριβώς η σύνδεση του δημόσιου χώρου – του δρόμου εν προκειμένω – με τη συλλογική ιστορική μνήμη τους κοινότητας που τον νοηματοτοδοτεί, και τον μετατρέπει από ου-τόπο απλής πρακτικής χρήσης σε τόπο συγκροτημένο για τη λαϊκή συνείδηση. Οι συνδέσεις των δρόμων με το ιστορικό παρελθόν τους κοινότητας, κατά την Lofland δεν τους καταξιώνουν μόνο στα μάτια των κατοίκων τους περιοχής, τους καθιερώνουν και στη συνείδηση όσων έρχονται εκ των υστέρων να μείνουν στην περιοχή, σύμφωνα με τους τόσο συχνές στον αστικό χώρο μετακινήσεις ατόμων και ομάδων, και αλλαγές του συγκεκριμένου τόπου κατοικίας.

Παραλλήλως δε, αυτές οι συνδέσεις δίνουν ιδιαίτερη φυσιογνωμία στον δημόσιο χώρο, και αποτελούν τρόπους πολιτισμικής ενσωμάτωσής του και ερμηνείας του, τους έχει με παραδείγματα δείξει η Seyla Benhabib. Είναι διαδικασίες μάλλον αναγκαίες για να αισθανθεί ο σημερινός αστός οικείο έναν χώρο εν πολλοίς άξενο και απρόσωπο, ώστε, κατά την Benhabib να μπορέσει να ζήσει και να οργανωθεί σε αυτόν, να δημιουργήσει και να τον αγαπήσει, ως ένα υποκατάστατο των ου-τοπικών οικήσεων, που οι περισσότεροι αστοί φαντάζονται για τους εαυτούς τους, κυρίως όταν βιώνουν την μοναξιά και την απανθρωπία των μεγάλων αστικών κέντρων, με τον απρόσωπο και ενίοτε απάνθρωπο χαρακτήρα τους.

Οργάνωση δημόσιου χώρου

Το τρίτο ζήτημα αφορά την οργάνωση του δημόσιου χώρου στους αθηναϊκούς δρόμους. Τα κτήρια που βρίσκονται εκατέρωθέν τους, ακολουθούν κατά κανόνα το πάγιο σχεδόν σχήμα τους αστικής οίκησης, σύμφωνα με το οποίο το ισόγειο έχει διαμορφωθεί σε κατάστημα, και οι όροφοι πάνω του αποτελούν κατοικίες.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση χώρων πράσινου μέσα στο αστικό τοπίο σχετίζεται άμεσα με την αγάπη του σύγχρονου αστού τους τη φύση, την οποία δεν αισθάνεται στην καθημερινή πραγματικότητα των πόλεων. Τους ο Jan. Gehl έχει επισημάνει, η ζωή ανάμεσα στα κτήρια προϋποθέτει την αυτονόητη αντίστιξή τους για να μπορέσει να οριστεί, την αντίστιξη τους την φύση, κατά το παλαιό δίπολο φύση vs πολιτισμός. Την ανάγκη αυτή ουσιαστικά εξυπηρετούν οι «οάσεις πρασίνου» μέσα τους πόλεις, ένα φαινόμενο γνωστό και υπαρκτό σε όλους σχεδόν τους αστικούς οικιστικούς ιστούς, ανά τον κόσμο. Όσο μάλιστα πιο νέο είναι το κάθε προάστιο, τόσο περισσότεροι είναι οι χώροι αυτοί.

Από την άλλη πλευρά, την κοινή ωφέλεια εξυπηρετούν τα καταστήματα και οι λαϊκές αγορές που οργανώνονται σε δύο σημεία του δρόμου, αλλά και τα υποκαταστήματα τραπεζών και η τοπική εφορία, που τους στεγάζονται σε οικήματα εκατέρωθεν του δρόμου αυτού. Η συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου δίνει στην δημόσια φυσιογνωμία του δρόμου έναν μεικτό χαρακτήρα, που συναντάται στο σύνολο σχεδόν των κεντρικών αστικών δρόμων των ελληνικών πόλεων. Ο χαρακτήρας τους προσδιορίζει από πολιτισμική άποψη τον δρόμο και την κοινωνική και πολιτισμική λειτουργικότητά του, ενώ παραλλήλως αποτελεί την βάση για την διαμόρφωση και ιδιαίτερη σημασιοδότηση του δημόσιου χώρου, κάτι που δεν έχει ακόμη επαρκώς προσεχθεί και μελετηθεί από την ελληνική λαογραφία.

Τα καταστήματα που βρίσκονται και λειτουργούν στους δρόμους της Αθήνας, ιδιαίτερα μάλιστα στις γειτονιές και τις συνοικίες της, εξυπηρετούν όλων των ειδών τους ανθρώπινες, πραγματικές και συμβολικές, ανάγκες. Με βάση το περιεχόμενο και τη λειτουργικότητά τους, θα επιχειρηθεί στη συνέχεια μία αδρομερής κατάταξή τους σε κατηγορίες. Η κατάταξη αυτή είναι βεβαίως αδρομερής και επιδεχόμενη τροποποιήσεις, αφετέρου δε εκπροσωπεί την σημερινή κατάσταση των καταστημάτων και τους αντίστοιχες ανάγκες των κατοίκων στο διάστημα τους καταγραφής τους (άνοιξη και καλοκαίρι 2013) :

Α. Καταστήματα προμήθειας ειδών διατροφής – Β. Καταστήματα εστίασης, διασκέδασης και κοινωνικών επαφών – Γ. Καταστήματα κτηριακών κατασκευών και οικιακών και εργασιακών εξοπλισμών – Δ. Καταστήματα σχετικά με την ένδυση, την υπόδηση, τα δώρα και τον καλλωπισμό – Ε. Εξυπηρέτηση εκπαιδευτικών αναγκών – ΣΤ. Διαχείριση σταθμών τους ανθρώπινης ζωής – Ζ. Καταστήματα σχετικά με το αυτοκίνητο – Η. Καταστήματα παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών – Θ. Καταστήματα σχετικά με την υγεία – Ι. Καταστήματα εξυπηρέτησης νεωτερικών αναγκών.

Μπορεί η καταγραφή αυτή των καταστημάτων να φαίνεται συνηθισμένη και τετριμμένη, ωστόσο αν την δούμε υπό το πρίσμα του σύγχρονου αστικού λαϊκού πολιτισμού τους μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία για την παραδοσιακή καθημερινότητα των κατοίκων. Για τους διατροφικές συνήθειες και τους ενδυματολογικές επιλογές τους, για τους τρόπους διαχείρισης τους ζωής, του ελεύθερου χρόνου, τους παιδικής ηλικίας και του θανάτου, άρα των κύριων σταθμών τους ανθρώπινης ζωής στο αστικό περιβάλλον.

Τη σημασία παρόμοιων καταγραφών έχει επισημάνει και η σχετική ξένη βιβλιογραφία. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι οι ανάγκες και τα αντίστοιχα καταναλωτικά πολιτισμικά πρότυπα απεικονίζονται στα καταστήματα μιας πόλης, από τα οποία μπορούμε να πληροφορηθούμε για την παραδοσιακή καθημερινότητα των κατοίκων, ακόμη και στα πλέον νεωτερικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η κατανομή των καταστημάτων ακολουθεί ορισμένες κανονικότητες, που υπαγορεύονται από την αντίστοιχη ζήτηση τους αγοράς. Η ένταξή τους στον βασικό κανόνα τους εμπορικής ζωής, τον κανόνα τους ζήτησης και τους προσφοράς, είναι που συνδέει τα καταστήματα αυτά άμεσα με την καθημερινή ζωή των κατοίκων, και που στηρίζει το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν για την λαογραφία.

 

 

Συμβολική λειτουργικότητα

Οι δρόμοι της Αθήνας, τους και όλοι σχεδόν οι αστικοί δρόμοι, είναι φτιαγμένοι για τον κόσμο των μεγάλων. Για τα παιδιά, αποτελούν μια σχεδόν απαγορευμένη περιοχή με πολλούς κινδύνους, τους πραγματικούς και τους μυθολογούμενους, ώστε η έκθεσή τους σε αυτήν να απαιτεί την σύμφωνη γνώμη αλλά και την άγρυπνη συνοδεία των γονέων ή των κηδεμόνων τους. Υπάρχουν βέβαια οι παιδικές χαρές. Εκεί τα παιδιά μεταβαίνουν και παίζουν συνοδευμένα, κι αυτό είναι που κατά βάσιν διαχωρίζει τους αστικούς δρόμους από εκείνους των χωριών και των οικισμών τους υπαίθρου, όπου τα παιδιά μπορούσαν – και κατά κύριο λόγο συνεχίζουν και μπορούν – να παίζουν ακηδεμόνευτα ως και σήμερα. Εκεί άλλωστε η γνωριμία όλων των κατοίκων μεταξύ τους, αλλά και το μικρό μέγεθος του οικισμού, ελαχιστοποιούν τους κινδύνους και εξασφαλίζουν πιο ανθρώπινες συνθήκες για όλους, μεγάλους και μικρούς.

Οι σχετικές με την συμβολική λειτουργικότητα των αθηναϊκών δρόμων διαπιστώσεις έχουν, βεβαίως, τη λαογραφική σημασία τους, τους τους η μελέτη των φωτεινών στολισμών του δρόμου τους κατά τους εορτές του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και των εορτών του Πάσχα, που σχετίζεται με την αποτύπωση του εορταστικού γεγονότος στον δημόσιο χώρο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και ξένοι λαογράφοι έχουν συστηματικά ασχοληθεί με την πανηγυρική και εορταστική διακόσμηση των δημόσιων χώρων, τους αναλυτικά έχει καταγράψει η Setha Low.

Οι αθηναϊκοί δρόμοι τους, με τους τοίχους, τους στάσεις των λεωφορείων και τους κοινόχρηστες επιφάνειες, αποτελούν ιδανικούς τόπους για την επικόλληση και την ανάπτυξη διαφημίσεων. Διερευνώντας το ζήτημα αυτό, ο Armand Mattelart έχει δείξει ότι η λαογραφική μελέτη των διαφημίσεων αυτών, η κυκλοφορία των οποίων τους διέπεται από τους νόμους τους αγοράς, μπορεί να παράσχει πάμπολλες πληροφορίες σχετικά με τα ήθη, τα έθιμα, τους αισθητικές προτιμήσεις, τους καταναλωτικές ανάγκες και τους καθημερινές πολιτισμικές επιλογές των κατοίκων μιας πόλης. Μπορεί δηλαδή να συμβάλλει καθοριστικά στη μελέτη τους αστικής λαογραφίας, και οι δρόμοι αποτελούν τους φυσικούς βιότοπους για την ανάπτυξη του σπουδαίου αυτού είδους τους διαφήμισης, η εξέταση του οποίου σαφώς ενδιαφέρει τη σύγχρονη λαογραφία.

Διαχείριση τροχοφόρων – Πράσινο

Από την άλλη πλευρά, οι στάσεις των λεωφορείων, έχουν τοποθετηθεί και διαμορφωθεί στους δρόμους της Αθήνας, σε συνδυασμό με τις θέσεις και τους χώρους για το παρκάρισμα των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Δείχνουν ανάγλυφα τους τρόπους διαχείρισης μιας ακόμη βασικής ανάγκης του σύγχρονου αστού, εκείνης που σχετίζεται με την επικοινωνία και την κυκλοφορία, σε έναν αστικό ιστό πολύπλοκο και συχνά όχι ιδιαιτέρως φιλικό, που απαιτεί όλο και μακρότερες, σε απόσταση και χρόνο, διαδρομές, προκειμένου να εξυπηρετηθούν βασικές ανθρώπινες ανάγκες επικοινωνίας και διαβίωσης. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι σίγουρο ότι η αστική λαογραφία θα πρέπει συστηματικά να ασχοληθεί και με την διακίνηση και διαχείριση των τροχοφόρων μέσων, αλλά και των οδηγών τους, στο σύγχρονό τους αστικό οικιστικό περιβάλλον.

Ακόμη και το πράσινο που έχει φυτευτεί στους δρόμους της Αθήνας, με την ιδιαίτερη χωροθέτησή του, έχει σημασία. Αυτό, σε συνδυασμό με την σποραδική αντικατάσταση τους πλακόστρωσης των πεζοδρομίων από πλάκες τους προτιμήσεως κάθε ιδιοκτήτη, στο τμήμα που βρίσκεται μπροστά στο σπίτι του, εντάσσεται στο φαινόμενο τους ιδιωτικοποίησης του δημόσιου χώρου, τους αυτό έχει επισημανθεί και μελετηθεί και από τη διεθνή σχετική βιβλιογραφία.

Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ διαδομένο τους στρατηγικές διαχείρισης του δημόσιου χώρου, τον οποίο διάφοροι φορείς προσπαθούν έστω και παροδικά να οικειοποιηθούν, δεδομένου ότι αυτό προσπορίζει κύρος, αλλά εξασφαλίζει και θεαματικότητα τους εκδηλώσεις τους. Η Monika Salzbrunn, για παράδειγμα, έχει δείξει με σαφήνεια πώς οι διάφορες τελετουργικές εκδηλώσεις των οργανωμένων θρησκειών εξαπλώνονται στον δημόσιο χώρο των δρόμων, διεκδικώντας κάτι από την κοινή αποδοχή και χρήση τους.

Αλλά και η Sylvia Rodriguez έχει μελετήσει τους στρατηγικές μέσω των οποίων αυτή η χρήση του δημόσιου χώρου, και εν προκειμένω των δρόμων, σχετίζεται συχνά και με τους τουριστικές εκμεταλλεύσεις, ώστε οι κάθε είδους τελετουργίες να αποβούν τελικά και πόλος έλξης τουριστών, στα πλαίσια τους δόμησης αυτού που χαρακτηρίζεται «σκηνοθετημένη αυθεντικότητα», για το οποίο έγινε λόγος και παραπάνω, και μέσω του οποίου επιδιώκεται κατά κύριο λόγο η προσέλκυση ρεύματος επισκεπτών τους σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

 

 

Βασική είναι η παρατήρηση ότι κάθε κεντρικός δρόμος λειτουργεί παραπληρωματικά με μια σειρά μικρότερων παραδρόμων, πολλοί από τους οποίους είναι διαμορφωμένοι ως πεζόδρομοι, τους οποίους τα καταστήματα συνεχίζονται, και τους δραστηριότητες του κυρίου δρόμου επεκτείνονται. Οι δορυφορικοί αυτοί δρόμοι αποτελούν αποτέλεσμα τους εξάπλωσης των λειτουργιών, που χαρακτηρίζει τα αστικά οικιστικά περιβάλλοντα, ιδιαίτερα μάλιστα των εμπορικών δραστηριοτήτων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χώρο, και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αγοραστικό κοινό. Γι’ αυτό και συνεξετάζονται εδώ οι παράδρομοι αυτοί με τον κύριο δρόμο, καθώς αποτελούν τρόπο εξάπλωσης και εξακτίνωσης των εμπορικών δραστηριοτήτων και στον κατεξοχήν κατοικήσιμο χώρο τους περιοχής.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα καταστήματα αυτά εξυπηρετούν υπάρχουσες και βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Γι’ αυτό, αν και πολλά κλείνουν λόγω τους οικονομικής κρίσης, εντούτοις στα νέα που ανοίγουν ούτε οι επιμέρους ειδικότητες, ούτε και η αναλογία μεταξύ τους μεταβάλλεται σοβαρά. Παρόμοιες μάλιστα διαπιστώσεις έχουν γίνει από την ξένη σχετική βιβλιογραφία, κάτι που δείχνει ότι πρόκειται για φαινόμενο πέρα από συγκεκριμένες οικονομικές συγκυρίες και εθνικά όρια. Αυτό σημαίνει ότι η εξυπηρέτηση των αναγκών καθώς προβάλλεται στα καταστήματα και τα είδη τους, ουσιαστικά χαρτογραφεί την καθημερινότητα των αστικών πληθυσμών του αθηναϊκού κέντρου.

Συμπέρασμα

Σε τελική ανάλυση, η συνύπαρξη τελετουργιών, και μάλιστα σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες τους είναι κατεξοχήν οι σύγχρονες ευρωπαϊκές και τους τείνουν να εξελιχθούν και οι ελληνικές, και βεβαίως η αθηναϊκή, τουλάχιστον τους πόλεις τους, οικονομικών εκμεταλλεύσεων, προσωπικών και οικογενειακών στρατηγικών και συμβολικών αναπαραστάσεων, καθορίζουν τον ελληνικό αστικό δημόσιο χώρο και επιβάλλουν τους αρχές οργάνωσης και λειτουργίας των πόλεών τους. Πρόκειται για ένα είδος μεταμοντέρνου συμβολισμού, που κατά τον Paul Hanson επανακαθορίζει το περιεχόμενο του λαϊκού (popular) πολιτισμού τους πόλεις τους.

Του πολιτισμού, στα πλαίσια του οποίου οι δρόμοι παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, ως μέσα ένωσης και διαχωρισμού, επαφής και αποστασιοποίησης, ως εκφράσεις και σχηματοποιήσεις ταυτοτήτων και ετεροτήτων. Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για μια διαδικασία σε πλήρη εξέλιξη, που δεν μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί και πώς θα μορφοποιηθεί στο μέλλον. Γι’ αυτό και τα λαογραφικά των αστικών δρόμων ενδιαφέρουν άμεσα τη σύγχρονη λαογραφία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, με βάση λαογραφικές παρατηρήσεις από την καθημερινή περιδιάβαση στους δρόμους της Αθήνας, με το ιστορικό παρελθόν αλλά και το εξαιρετικά ενδιαφέρον πολιτισμικό παρόν τους

 

*Ανέκδοτες φωτογραφίες από το Αρχείο Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μ. Γ. Βαρβούνης, Νεωτερική ελληνική λαϊκή θρησκευτικότητα, Θεσσαλονίκη 2014, εκδ. Μπαρμπουνάκη.

Μ. Γ. Βαρβούνης, Λαϊκή θρησκευτικότητα στον ελληνικό αστικό χώρο. Μελετήματα νεωτερικής θρησκευτικής λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 2014, εκδ. Αντ. Σταμούλη.

Regina Bendix, In search of authenticity: The formation of folklore studies, University of Wisconsin Press, 2009.

Seyla Benhabib, Models of public space: Hannah Arendt, the liberal tradition, and Jürgen Habermas, New York, 1992.

Benjamin Albert Botkin, New York City folklore: legends, tall tales, anecdotes, stories, sagas, heroes and characters, customs, traditions and sayings, Greenwood Pub Group, 1976.

Jan. Gehl, Life between buildings: using public space, Island Press, 2011.

Lyn H. Lofland, A world of strangers: Order and action in urban public space, New York: Basic Books, 1973.

Setha M. Low, On the plaza: The politics of public space and culture, University of Texas Press, 2000.

Setha Low – Neil Smith (επιμ.), The politics of public space, Routledge, 2013.

Δ. Σ. Λουκάτος, Σύγχρονα Λαογραφικά. Folklorea Contemporanea, Αθήνα 2003, εκδ. Φιλιππότη (β΄ έκδοση).

Μ. Γ. Μερακλής, Λαογραφικά Ζητήματα, Αθήνα 1989, εκδ. Μπούρα.

Γ. Χ. Κούζας, «Αστική Λαογραφία : θεωρητικές διασταυρώσεις-ιστορική διαδρομή-θεματολογία. Από τη μελέτη των ‘βιομηχανικών επιτηδευμάτων’ στην έρευνα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων», στον τόμο Μ. Γ. Βαρβούνης – Μ. Γ. Σέργης (διεύθυνση), Ελληνική Λαογραφία : Ιστορικά, θεωρητικά, μεθοδολογικά, θεματικές 2, Αθήνα 2012, σ. 69-172.

Γ. Χ. Κούζας, «Ο κόσμος της λαϊκής αγοράς : Προς μια κοινωνική ανάγνωση των λειτουργιών και των προεκτάσεων των σύγχρονων υπαίθριων αγορών», Λαογραφία 42 (2010-2012). Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου 100 χρόνια Ελληνικής Λαογραφίας 1909-2009 (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 11-13 Μαρτίου 2009) – Πρακτικά Ημερίδας «Η έρευνα των λαϊκών διηγήσεων στον ελληνικό και τον διεθνή χώρο», σ. 505-558.

Armand Mattelart, Advertising international: The privatisation of public space, Psychology Press, 1991.

Monika Salzbrunn, «The occupation of public space through religious and political events: how Senegalese migrants became a part of Harlem, New York», Journal of Religion in Africa 34.4 (2004), σ. 468-492.