Λαζαροσάββατο με γηγενείς και πολύτιμους Αρβανίτες στην Αττική

Οι σατιρικοί στίχοι Γ. Σουρή και Α. Λασκαράτου 

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ένας απέραντος πλούτος χριστιανικής λαογραφίας καταγραφόταν στην Αθήνα των χρόνων της Τουρκοκρατίας και των πρώτων δεκαετιών της Απελευθέρωσης. Την πρώτη θέση κατείχαν τα εορταστικά θρησκευτικά άσματα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, τη Μεγάλη Παρασκευή, του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Σαράντα και πολλά ακόμη. Ανάμεσά τους και το αθηναϊκό θρησκευτικό τραγούδι για την ανάσταση του Λαζάρου. Το διέσωσε και μας το παρέδωσε ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλους[1]. Το τραγούδι του Λαζάρου όπως το απέδιδαν οι Αρβανίτες της Αττικής διέσωσε ο Παύλος Νιρβάνας, το χρησιμοποίησε για τα στιχουργικά λογοπαίγνιά του ο Γεώργιος Σουρής, ενώ ο αθεόφοβος Ανδρέας Λασκαράτος σατίριζε ακόμη και τον Λάζαρο. Ο απέραντος πλούτος των Αρβανιτών δεν διασώθηκε όπως θα έπρεπε, ενώ θα είχε πολλά να εισφέρει στην ιστορική έρευνα και στη λαογραφία μας.

Λαζαρικά

Έτσι ονομάζονται σε ορισμένες περιοχές τα άσματα που άδοντο κατά την παραμονή της εορτής της αναστάσεως του Λαζάρου, από αγόρια και κορίτσια. Γυρνούσαν τα σπίτια, όπως συνέβαινε και με τα κάλαντα, συλλέγοντας φιλοδωρήματα. Τα τραγούδια αυτά ήταν δύο ειδών. Το πρώτο αναφερόταν στον αναστηθέντα Λάζαρο, είχε ευχητικό και αιτητικό χαρακτήρα. Οι ευχές των Λαζαρικών ανεφέροντο στον οικοδεσπότη, στην οικοδέσποινα και στα παιδιά τους και ήταν ανάλογες με το επάγγελμα και τις επιδιώξεις του οικοδεσπότη. Σημειωτέον ότι στην Κέρκυρα Λαζαρικά αποκαλούντο όλα εν γένει τα αγυρτικά άσματα[2].

Στα βάθη των αιώνων της μακράς δουλείας, εκινείτο και ηκούετο το «σήμαντρο» των Ελληνικών ναών, το οποίο εκρούετο με ξύλινο ρόπτρο. Επρόκειτο περί μεταλλίνου ελάσματος που εχρησιμοποιείτο στους χριστιανικούς ναούς προ της εμφανίσεως του κώδωνος και προς ειδοποίηση των πιστών για τις διάφορες Πασχαλινές ακολουθίες, ημέρας και νύκτας. Όπως μας πληροφορεί ο Δ. Γατόπουλος[3], ένα από τα σήμαντρα αυτά είχε περισωθεί στη Χρυσοκαστριώτισσα της Γεράλδας (Ριζόκαστρου) πριν από τη ριζική ανακαίνισή της. Το κτυπούσε δε τόσο δυνατά ο Αγιοταφίτης ιερεύς Ιγνάτιος, ώστε οι Αθηναίοι του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Παπα-τρακατρούκας»!

Άσμα και έμμετρα

«Ηρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια / ήρθ’ ο μένεγος των κορασίδων / Κορασίδες μου σταυροκαθήστε / παλληκάρια μου αραδιαστήτε, / για να πάρωμε βαρειά κανίσια, / να μαζώξωμε αυγά και πίττες…». Αυτοί ήταν πέντε από τους στίχους που τραγουδούσαν οι Αθηναίοι το Λαζαροσάββατο. Το Σάββατο κατά οποίο οι χριστιανοί μνημονεύουν το γλυκύτερο ίσως θαύμα του Ιησού, το θαύμα της φιλίας, όπως το αποκαλούσαν οι λογοτέχνες στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Θεός της Αγάπης θεράπευσε παραλυτικούς, έδωσε σε τυφλούς το φως τους, καθάρισε λεπρούς, γλύκανε όλους τους πόνους. Αλλά έναν μόνον ανέστησε εκ νεκρών. Στον φίλο του Λάζαρο επιφύλαξε το θαύμα των θαυμάτων[4].

Σκίτσο από τον ΡΩΜΗΟ του Γ. Σουρή (1887)

Δεν ήταν όμως μόνον τα παραδοσιακά άσματα που χαρακτήριζαν τους νεώτερους εορτασμούς. Τα μηνύματα των θρησκευτικών παραδόσεων βίωναν οι Έλληνες στην καθημερινή τους ζωή. Ο έμμετρος δημοσιογράφος τους, ο Γεώργιος Σουρής, εξέφραζε το κοινό αίσθημα το 1888 όταν έγραφε: «Ήλθαν τα Βάγια των Βαγιών και φθάν’ η Πασχαλιά / με της μπογιές τις κόκκινες, μ’ εκείνα τα φιλιά. / Αρνιών κοπάδια έρχονται και τράγοι με κουδούνια, / μοσχοβολά η άνοιξις κι εσφίξανε οι ζέστες, / κι ως λέγει ο Θεόδωρος τα έξι μιλιούνια / ο σερ Τρικούπης τάκρυβε για να μας βγάλει φιέστες»[5]! Εκείνη την εποχή είχε ανακαλυφθεί «άγνωστο» περίσσευμα έξι εκατομμυρίων στο δημόσιο ταμείο.

«Έρδε Λάζαρε…»

Πολλοί όμως είναι και αυτοί που αναπαρήγαγαν Αρβανίτικα Κάλαντα του Λαζάρου. Σώζονται πολλές εκδοχές και μία εξ αυτών διέσωσε ο Παύλος Νιρβάνας και τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εστία»[6]. «Έρδε Λάζαρι πρ’ βε / Γκρού τι νούσεζ ερέ / Φόλι ζότ στιπίσι / Τι να γιάπι ντό νί βέ / Ψε ουέρ ε ντο τι βε» που σημαίνει, πάντα κατά τον Νιρβάνα «Ηρθ’ ο Λάζαρος γι’ αυγά / Σήκω καινούργια νυφούλα, / Μίλησε του νοικοκύρη του σπιτιού / Να μας δώση κανένα αυγό / Γιατί βράδυασε / Και πρέπει να φύγη»! Ο Νιρβάνας εξέφραζε ταυτοχρόνως τη δυσαρέσκειά του για τη χρήση των αρβανίτικων γράφοντας πως τα Καλάντα αυτά ήταν γραμμένα για έναν Κουλουριώτη Λάζαρο, ο οποίος ακόμη και εκατό φορές να πέθαινε δεν θα βρισκόταν Θεός για να τον αναστήσει[7]!

Σουρής Γεώργιος

Το γεγονός δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος δεν είχε να σχολιάσει άλλο γεγονός παρά τα αρβανίτικα κάλαντα. «Έρδε Λάζαρε περδέ… η Βουλή με ζήλον / τυπωμένα σχέδια μελετά κι ατύπωτα, / κι έτσι βγαίνει άνοστον του Ρωμηού το φύλλον / και δεν βρίσκει ο «Σουρής να σας γράψη τίποτα» έγραφε το 1890[8]! Έβρισκε όμως ευκαιρία, με αφορμή τον Λάζαρο, να σατιρίσει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα με την αφόρητη σκόνη. Δήμαρχος Αθηναίων ήταν ο Τιμολέων Φιλήμων και έγραφε ο Σουρής: «Βγήκε και ο Λάζαρος πάλι στον περίπατο / και κυττάζει χάσκοντας κάθε σπήτι τρίπατο, / αλλ’ ενώ παρατηρεί —τρις βαβαί του τλήμονος!— / μπαίνει μεσ’ τα μάτια του σκόνη του Φιλήμονος, / και γυρνά στον τάφο του μία ώρα αρχήτερα / κει περνούμ’ εμείς καλά και αυτός καλλίτερα»[9].

Λασκαράτος Ανδρέας

 

Ανδρέας Λασκαράτος

Εννοείται πως σε όλη την Ελλάδα και με διάφορες παραλλαγές αποδίδετο η ανάμνηση του θαύματος της Ανάστασης του Λαζάρου από τα χείλη των παιδιών που γυρνούσαν τα σπίτια τραγουδώντας τα λαζαρικά κάλαντα: «Ηρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, / ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα»[10]. Υπήρξε ωστόσο και η περίπτωσις του γνωστού σατιρικού ποιητού και συγγραφέως Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901), ο οποίος ως γνωστόν, αφορίστηκε από την εκκλησία μας που αργότερα ήρε τον αφορισμό. Ο ανήσυχος Κεφαλλονίτης φρόντισε εμμέτρως να σχολιάσει και να σατιρίσει ακόμη και την ανάσταση του Λαζάρου. Τον παρουσίαζε ως κοινό θνητό.

Τον έβαζε να ασχολείται με ζητήματα κληρονομιάς και άλλα. Αφού είχε αναστηθεί τον παρακολουθούσε να γυρνά στο σπίτι του όπου τον υποδέχονταν σερβίροντάς του καφέ. «Μα ο δύστυχος ο Λάζαρος / Οπού, σαν πεθαμένος, / Τόσον καιρό δεν έτρωγε, / Ήταν πεινασμένος. / Και παίρνοντας συγχώρεσι / Διορίζει δυό αυγουλάκια / Τηγανιστά με βούτυρο, / Που λέμ’ εμείς ματάκια»! Μέχρι να ψηθούν όμως τα αυγά ο Λάζαρος απηύθυνε μία σατιρική προσλαλιά περί του Κάτω Κόσμου. Δεν τον ευχαριστούσε όμως η εντύπωση και τέλειωνε γράφοντας: «Μα εσείς είσθενε άθεοι / Και χάνω τα ρητά μου, / Ακούω που μου φωνάζουνε / Και πάω να φάω τα αυγά μου»[11]!

Ως επίλογο για τον τρόπο με τον οποίο οι νεότεροι Έλληνες βίωσαν το Σάββατο του Λαζάρου, επιλέγουμε ένα ακόμη εξάστιχο του Γ. Σουρή. Παρά το γεγονός ότι πέρασαν εκατόν τριάντα δυο χρόνια από τότε που εγράφη (1888) μάλλον παραμένει επίκαιρο: «Ήλθαν τα βάγια των Βαγιών, καινούριες φορεσιές, / νηστεύουν οι Χριστιανοί και πάν’ στις Εκκλησιές. / Αρσενικοί και θηλυκοί ανάβουν με τα λάδια / κι ο ήλιος λάμπει στα βουνά και μέσα στα λαγκάδια, / μα έτσι λάμπει κι η χρυσή του έθνους κλεφτουριά, / πού ‘χει τις κάσσες τις βαριές, τ’ ασήμια τα βαριά»[12]!