Μαρία Καλαποθάκη: Η πρώτη Ελληνίδα ιατρός και το έργο της

Δίδαξε Υγιεινή και αφιέρωσε τη ζωή στους συνανθρώπους

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Μαρία Καλαποθάκη-Στεργιογλίδη

Μεταξύ των Ελληνίδων που πρέπει να αποτελούν φωτεινά ιστορικά ορόσημα συμπεριλαμβάνεται και η Μαρία Μ. Καλαποθάκη (1859-1941). Πρόκειται για την πρώτη Ελληνίδα γιατρό, η οποία αναγκάστηκε να σπουδάσει στο εξωτερικό αφού τη δεκαετία 1880, δεν είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει στην Αθήνα. Αφιέρωσε τη ζωή της στον συνάνθρωπο, υπηρέτησε την επιστήμη της με πάθος, παρασημοφορήθηκε από τη βασίλισσα Όλγα για τις υπηρεσίες της στον πόλεμο του 1897 και δίδαξε Υγιεινή στο Αρσάκειο. Επιστρατεύτηκε στον αγώνα κατά της φυματίωσης αλλά και στην πρώτη γραμμή το 1912-13. Υπήρξε παράδειγμα ανιδιοτέλειας και έφυγε από τη ζωή πάμπτωχη συνεχίζοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε μια γειτονιά των Αθηνών, στο Κουκάκι[1].

Η Μαρία ήταν κόρη του Μιχαήλ Καλαποθάκη (1825-1911), από τους πρώτους που προσηλυτίσθηκαν στην Ευαγγελική Εκκλησία από φιλέλληνες ιεραπόστολους και αργότερα από τον Ιωνά Κιγκ. Μητέρα της ήταν η αμερικανικής καταγωγής Μάρθας Χούπερ Μπλάκλερ από το Μάρμπλχεντ της Μασαχουσέτης. Ορφάνεψε από μητέρα σε ηλικία 12 ετών και εστάλη σε συγγενείς της στην Αμερική. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Χάρβαρντ Άνεξ (σήμερα Κολλέγιο Ράντκλιφ).

Επέστρεψε στην Αθήνα και αναγκάσθηκε να αναχωρήσει για το Παρίσι και να εκπληρώσει το όνειρό της που ήταν να σπουδάσει Ιατρική.  Εξάλλου γιατρός ήταν και ο πατέρας της Μιχαήλ Καλαποθάκης. Ωστόσο έγινε περισσότερο γνωστός για τις εκδοτικές και δημοσιογραφικές δραστηριότητές του με την περίφημη «Εφημερίδα των Παίδων», την οποία εξέδιδε από το 1868 μέχρι το 1893. Σημειωτέον ότι μία ακόμη Ελληνίδα από την Οδησσό είχε σπουδάσει στο Παρίσι πριν από την Καλαποθάκη και αποκαταστάθηκε μονίμως στο Παρίσι[1].

 

Η Καλαποθάκη έγινε δεκτή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων τον Οκτώβριο 1886 φροντίζοντας προηγουμένως να αναγνωρίσει τις σπουδές της αποκτώντας την ισοτιμία του γαλλικού Μπακαλορεά. Οι σπουδές της στη Γαλλία διήρκεσαν μία ολόκληρη οκταετία και η διατριβή της ήταν σχετικά με τα προβλήματα και τις βλάβες στις χρόνιες γαστρεντερικές δυσλειτουργίες των παιδιών. Εκείνη την εποχή η βρεφική θνησιμότητα στην Ελλάδα βρισκόταν σε απίστευτα υψηλά επίπεδα. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1894 και αφού έδωσε γραπτές εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών άρχισε να ασκεί γενική Ιατρική. Η Μ. Καλαποθάκη υπήρξε και πρωτοπόρος της νοσηλευτικής στην Ελλάδα και στην εξάπλωση της δημόσιας υγιεινής. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και διακρίθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 περιθάλποντας τραυματίες.

Οι πρώτες Ελληνίδες που έγιναν δεκτές χωρίς δυσκολία στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, το 1892, ήταν οι αδελφές Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου από την Κεφαλλονιά. Δύο χρόνια αργότερα ακολούθησαν τέσσερις ακόμη γυναίκες, οι Ανθή Βασιλειάδου, Άννα Κατσίγρα, Ελένη Αντωνιάδου και Βασιλική Παπαγεωργίου. Σχεδόν όλες συμμετείχαν στην αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών του πολέμου του 1897 αλλά και στους νικηφόρους πολέμους 1912-13[1]. Η Μ. Καλαποθάκη διηύθυνε ορεινά χειρουργεία και υπήρξε μνημειώδης ο χαλκέντερος χαρακτήρας και η αντοχή της. Όπως σημειώνει ο Ιωάννης Τσεβάς που την έχει βιογραφήσει εργαζόταν «όσο τρεις άνδρες χειρουργοί»! Διετέλεσε πρόεδρος της «Ενώσεως των Ελληνίδων» που είχε ιδρύσει η Καλλιρρόη Παρρέν.

Αίθουσα εργαστηρίων ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η προσφορά της συνεχίστηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή με τις υπηρεσίες της προς τους δοκιμαζόμενους πρόσφυγες. Πέρασε τα τελευταία της χρόνια στο Κουκάκι όπου κατοικούσε βλέποντας δωρεάν φτωχούς ασθενείς. Φρόντιζε ταυτοχρόνως να εξασφαλίζει τα φάρμακά τους. Παρά το γεγονός ότι ήταν άκρως συντηρητική, το 1909 παντρεύτηκε κρυφά και με ορθόδοξο ιερέα τον καταγόμενο από την Σάμο και πρώην μοναχό Θεόδωρο Στεργιογλίδη, με τον οποίο δεν απέκτησαν παιδιά. Δίδαξε Υγιεινή στο Αρσάκειο και παρείχε υπηρεσίες στους πρόσφυγες που προσέφυγαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έφυγε από την ζωή πάμπτωχη τον Ιανουάριο 1941[1], συνεχίζοντας να παρέχει δωρεάν τις υπηρεσίες της.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 18 Οκτωβρίου 2016