Ο Γιάννης Καμπύσης και «Το δαχτυλίδι της Μάνας»

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η περίπτωση του πεζογράφου, ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, και μεταφραστή Γιάννη Καμπύση, είναι ιδιαίτερη τόσο για την ιστορία της λογοτεχνίας όσο και για την ιστορία της «Εστίας», της οποίας υπήρξε συνεργάτης μέχρι το 1898. Γιος του ζωγράφου και αγιογράφου Αναστάσιου γεννήθηκε με ασθενική κράση αλλά υπήρξε ισχυρή φυσιογνωμία για τον κόσμο των γραμμάτων, στον οποίο εμφανίσθηκε με ορμή. Έγραψε πρωτότυπα πράγματα για την εποχή του και έφυγε από τη ζωή πολύ νέος, τον Νοέμβριο 1901. Παρά ταύτα όμως πρόλαβε να δημιουργήσει και να καταλάβει τη θέση του στη νεοελληνική γραμματολογία.

Γιάννης Καμπύσης

Ηλικία και όνομα

Δύο ζητήματα δεν έχουν εξεταστεί μέχρι σήμερα, όσο θα έπρεπε, για τη ζωή του ευαίσθητου εκείνου λογοτέχνη. Η ηλικία και το πραγματικό επώνυμό του. Θα αρκεστούμε προς το παρόν να δημοσιεύσουμε όσα στοιχεία προκύπτουν από την επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου του, η οποία εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1901, ημέρα Σάββατο και ανατρέπει όσα στοιχεία γνωρίζαμε μέχρι σήμερα[1]. Και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για όσους είναι θιασώτες της ακριβολογίας.

Η πράξη υπεγράφη από τον εκτελούντα χρέη ληξιάρχου Ευάγγελο Χρυσάφη και τον 37χρονο ζακυνθινό ξυλουργό Νικόλαο Κώτση, ο οποίος και δήλωσε το θάνατο του λογοτέχνη. Του οποίου το επίσημο ονοματεπώνυμο ήταν Ιωάννης Καμβύσης και προφανώς το μετέτρεψε σε Καμπύσης, μεταβάλλοντάς και αυτό στη δημοτική γλώσσα! Κατεγράφη ως «άγαμος» και επαγγέλματος «φοιτητής». Ακόμη σημαντικότερο όμως ότι επισήμως φερόταν ηλικίας 25 ετών. Άρα ήταν γεννημένος το 1876 και όχι το 1872 όπως μέχρι σήμερα καταγράφεται σε επίσημες και μη πηγές. Τέλος, απεβίωσε στις 23 και όχι 24 Νοεμβρίου 1901.

Αθήνα και «Εστία»

Γεννημένος στην Κορώνη, ήλθε νέος στην Αθήνα, όπου περάτωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή και διορίσθηκε υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών. Συνεργάσθηκε με την «Εστία» μέχρι το 1898, οπότε πήγε στην Γερμανία αναζητώντας τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Έμεινε όμως μόνον μερικούς μήνες για να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα. Ασθένησε και έφυγε από τη ζωή φυματικός δύο χρόνια αργότερα.

Ευαίσθητος, με κοινωνικά αντανακλαστικά αλλά και δημοτικιστής υπήρξε εξ εκείνων των πρωτοπόρων που σατιρίσθηκαν με σφοδρότητα. Η μάννα βρέθηκε στο επίκεντρο του έργου του, ως υπέρτατη αξία σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης υπάρξεως. Εξάλλου, αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί παγκοσμίως θέμα που ευαισθητοποιεί όλες τις μορφές Τέχνης. Μια τέτοια δραματική αλλά λαμπρή σελίδα γράφτηκε από τον Γιάννη Καμπύση με το έργο του «Το δαχτυλίδι της μάνας», το οποίο παρουσιάστηκε σε αυτόνομη έκδοση το 1898.

Η υπόθεση

Παρά το γεγονός ότι γνώριζε την πατρογονική κατάρα η μάνα πούλησε το δαχτυλίδι –κειμήλιο της οικογένειας- για να γιατρέψει το παιδί της, τον Γιαννάκη. Ο τελευταίος παραδέρνοντας ανάμεσα στο όνειρο και τη φαντασία αφήνει εντέλει την τελευταία του πνοή στα σκαλιά της εκκλησιάς τραγουδώντας το στερνό του άσμα. Ο Γιάννης Καμπύσης εμπνεύστηκε το δράμα αυτό από τη ζωή του Κώστα Κρυστάλλη.

Οι γονείς του έχοντας μια μικρή περιουσία δεν τον άφησαν να υποστεί οικονομικές περιπέτειες. Ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και η μητέρα του μια απλοϊκή γυναίκα που τον λάτρευε. Εξάλλου είχε χάσει δύο παιδιά σε βρεφική ηλικία και της είχε απομείνει ο Γιάννης, στον οποίο και είχε στραφεί η στοργή των γονιών. Αλλά και ο ίδιος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 29 ετών, τον Νοέμβριο 1901, από φυματίωση. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τη γηραιά μητέρα του, τη γριά Καμπύσενα, όπως τη γνώριζαν όλοι.

Η γριά Καμπύσενα

Έγινε θρύλος η μάνα που προσπαθούσε με όλες της τις δυνάμεις να κρατά ζωντανή τη μνήμη του γιου της. Η μόνη παρηγοριά της ήταν να απαγγέλει για ώρες και με θαυμασμό τους εντελώς δυσνόητους και ερμητικούς για εκείνην στίχους του. Ήταν πολλοί οι ευαίσθητοι λογοτέχνες και νέοι ποιητές που την επισκέπτονταν για λίγη συντροφιά, μια κουβέντα παρηγοριάς. Ανάμεσά τους ο Κωστής Παλαμάς και ο Δημήτριος Ταγκόπουλος. Ο τελευταίος το 1903 παρέσυρε μέχρι το σπιτικό της γριάς Καμπύσενας, στην οδό Οικονόμου των Εξαρχείων, τον νεαρό μουσικό Μανώλη Καλομοίρη[2].

Αρκετά χρόνια αργότερα ο μεγάλος συνθέτης εξομολογείτο τις εντυπώσεις του: «Θυμούμαι ακόμη τη βαθιά εντύπωση που μου άφησε ο ωραίος πόνος της Μάνας που ζούσε μόνο με τη θύμηση του νεκρού Τραγουδιστή της, που ζούσε μόνον για να κρατάη άσβυστη τη λαμπάδα της τέχνης του τραγουδιστή, με τη φλόγα των ματιών της που άναβαν όταν μιλούσε για δαύτον και που έσβυναν για ό,τι δήποτε άλλο στον κόσμο»[3]! Όταν έφυγε από το ταπεινό της δωμάτιο, η μάνα του χάρισε όλα τα έργα του γιου της για ανάμνηση.

Η έκδοση το «Δακτυλίδι της Μάνας» (1898)

Μανώλης Καλομοίρης

Μαζί και το «Δαχτυλίδι της Μάνας», έργο που δεν μπορούσε παρά να ευαισθητοποιήσει την ψυχή του μουσικού. «Μου φάνηκε σαν ξεχωριστό εύρημα για έναν μουσικό που ονειρεύεται να πλάση κάτι βγαλμένο από τους θρύλους και τη ζωή του λαού του», θα πει σε μια συνέντευξή του το 1928 ο Μ. Καλομοίρης, συμπληρώνοντας πως «η γριά μαυροφορεμένη μάνα του Καμπύση ήταν ίδια η ενσάρκωση της Μάνας του Δαχτυλιδιού». Κράτησε μέσα στη σκέψη και την ψυχή του εικόνες και συναισθήματα ο συνθέτης. Ο σπόρος είχε ριζώσει μέσα του «και έμεινε ναρκωμένος περιμένοντας τη στιγμή που θα φουντώσει και θα δώσει τον ανθό του» όπως δήλωσε ο ίδιος[4].

Επίσης εξομολογήθηκε πως «μια μέρα, πως από τι κι εγώ δεν μπορώ να το καθορίσω, ίσως της μάνας μου η αγάπη, που την ένιωθα στα τελευταία της χρόνια, ίσως των παιδιών μου η λαχτάρα, ποιος ξέρει τι, μου ξαναζωντάνεψαν την παληά εκείνη συγκίνηση και μου έφεραν ολοζώντανα μπροστά μου τα μοτίβα του “Δαχτυλιδιού της Μάνας”». Έτσι, το 1917, ο θίασος της Έλλης Αφεντάκη παρουσίασε για πρώτη την ομώνυμη όπερα στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.

Ο αποχαιρετισμός

Όσο για τον Καμπύση, σε ηλικία 24 ετών αγάπησε με πάθος μια κοπέλα, ένα έξυπνο και μορφωμένο κορίτσι. Την έβλεπε στο σπίτι της όπου περνούσαν ώρες μαζί διαβάζοντας και συζητώντας. Είχαν συμφωνήσει να αγαπώνται σε όλη τους τη ζωή, έστω και θα χώριζαν προσωρινώς. Εκείνος όμως έφυγε για τη Γερμανία και η κοπέλα πιέστηκε αφόρητα από τους δικούς της και παντρεύτηκε άλλον. Το γεγονός συντάραξε την ευαίσθητη ψυχή του Καμπύση. Για την αγάπη του αυτή έγραψε το «Βιβλίο των συντριμμιών» με τους χωρίς σειρά στίχους του. Πάντως όταν έφυγε από τη ζωή δεν έλειψαν και οι συνήθεις μικρόψυχοι. Ένας εξ αυτών επιμένοντας να τον κατακρίνει για τις γλωσσικές του επιλογές τηλεγράφησε σε εφημερίδα στον Βόλο: «Μαλλιαρός Καμπύσης ψόφησε!…»[5].

Οι φίλοι του ωστόσο φρόντισαν να τον προπέμψουν όπως του έπρεπε. Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος τον αποχαιρέτησε από τις στήλες της «Εστίας» (24 Νοεμβρίου 1901) γράφοντας πως ήταν: «Φιλόλογος καθ’ όλην την σημασίαν της λέξεως. Όχι αερολόγος, αλλά μελετημένος. Όχι επιπόλαιος, αλλά βαθύς. Όχι επαίτης των εφημέρων χειροκροτημάτων, αλλά διαλαλητής στεντόρειος του Μεγάλου και του Αληθινού. Αν ήθελε δάφνας, θα τας έδρεπε. Αν εζήτει θύρσους δια να κοσμήση την  σεμνήν κεφαλήν του, δεν θα εδυσκολεύετο να τους περισυλλέξη από τας ρύμας και τας αγυιάς. Μόνον ένα βήμα υποχωρήσεως να έκαμνε, και οι αγοραίοι δαφνώνες θα του παρεχωρούντο αμέσως»[6].

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 23 Νοεμβρίου 2016

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η θυελλώδης ζωή της μητέρας του λογοτέχνη Εμμανουήλ Ροΐδη

ΠΡΟΣΩΠΑ/ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η θυελλώδης ζωή της μητέρας του λογοτέχνη Εμμανουήλ Ροΐδη

Πως καθιερώθηκε η Εορτή της Μητέρας στην Ελλάδα

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Πως καθιερώθηκε η Εορτή της Μητέρας στην Ελλάδα

Επάγγελμα παραμάνα στα χρόνια του Όθωνα

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Επάγγελμα παραμάνα στα χρόνια του Όθωνα