Ο ξεχασμένος τροβαδούρος Νικόλαος Κόκκινος

Ο συνθέτης και τραγουδιστής της χαράς και του καλοκαιριού

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Παρτιτούρες του Νικολάου Κόκκινου (από τις συλλογές του «Συλλόγου των Αθηναίων»).

Το όνομά του ήταν Νικόλαος Κόκκινος και υπήρξε ένας αγνός και ανόθευτος Έλληνας συνθέτης και τραγουδιστής. Αντίθετα με το σύνολο των συναδέλφων του, η ιδιοσυστασία του κάθε τραγουδιού του και οι μετατροπές του δεν είχαν καμία ξενική επίδραση. Σε στιγμές αυθόρμητης έμπνευσης παρήγαγε έντεχνες συνειδητές λαϊκές δημιουργίες γεμάτες με τη γνήσια λυρική συγκίνηση που διακρίνει τους αγνούς ανθρώπους. Ύμνησε τον έρωτα, τα τζιτζίκια, τα νιάτα, το βουνό και τη θάλασσα. Συνδύαζε τις καλοκαιρινές βραδιές με τα αρώματα των περιβολιών και το αυγουστιάτικο φεγγάρι με τα ιδεατά χάδια της ονειρεμένης του αγάπης. Αναγνωριζόταν στην εποχή του ως ο κορυφαίος συνθέτης της Ελλάδας, αναγορευμένος από το κοινό με αυθόρμητο δημοψήφισμα!

Θεωρείται ένας από τους στυλοβάτες και ο πλέον αντιπροσωπευτικός της καντάδας. Καταγραφόταν στην εποχή του ως ένα μελωδικό ηφαίστειο παρά το γεγονός ότι δεν είχε ιδιαίτερη μουσική μόρφωση. Αυτοσχεδίαζε πάντα τις καντάδες του, τις οποίες συνόδευε με την κιθάρα του. Το παντοδύναμο μουσικό του ένστικτο, οδηγούσε τις συνθέσεις του στους ασφαλέστερους δρόμους. Η χαριτωμένη βαρκαρόλα του, δηλαδή τραγούδι με θαλασσινό και ερωτικό θέμα, με τίτλο «Φύσ’ αγέρι» κυλά σαν τα κύματα του Ελληνικού γιαλού που τόσο λάτρευε και εξυμνούσε. Παντού το συναίσθημα το θερινό αεράκι, όπως στις συνθέσεις του «Η βάρκα μας καρτερεί» και το «Έχε γειά»[1].

Γεννημένος μουσικός είχε κάθε δικαίωμα να περιφρονεί τη μάταια γνώση, όπως εύστοχα έγραψε κάποτε η Σοφία Κ. Σπανούδη[2]. Υπάρχει ένα ακόμη τραγούδι του, το «Τσομπανόπουλο», που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένα συμφωνικό ποίημα με τη μελωδία και τη χρωματική του ποικιλία. Αλλά ο ίδιος δεν σκεφτόταν ποτέ την προβολή του και δεν τον κατείχαν μάταιες φιλοδοξίες. Το τραγούδι και μόνον το τραγούδι ήταν η ζωή και το όνειρό του και η πνευματική του παραγωγή, τα τραγούδια του, μπορούν να αποτελέσουν μια ξεχωριστή φιλολογία. Περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα και τη φύση, είναι ρομαντικός και απευθυνόταν στις ευαίσθητες ψυχές γράφοντας το «Αν αληθώς μ’ αγαπάς», το «Μη με ρωτάς» και το «Πες μου αγάπη μου».

Νικόλαος Κόκκινος

Από τραγούδια του, όπως «Τον είδατε τον Σταυραητό», δεν έλειπαν η λεβεντιά και η χάρη της Ρούμελης. Όπως επίσης πολλά τραγούδια του διέπονται από ένα ιδιότυπο χιούμορ. Ανάμεσά τους το «Γελαστή, χαρωπή», «Όποια θέλει παντρειά», «Η Μόδα» κ.ά. Το πρωτότυπο κράμα των μελωδιών του, ανάμεσα στο δημοτικό άσμα, το Σμυρναίικο τραγούδι, τη καντάδα κ.λπ. αποκάλυπτε το μεγαλείο της λαϊκής έμπνευσης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναζήτησαν τρόπους να κατατάξουν τις δημιουργίες, καταλήγοντας πως υπήρξε ο δημιουργός ενός είδους αθηναϊκής και τις περισσότερες φορές εύθυμης καντσονέτας.

Όπως όλοι οι αυθεντικοί δημιουργοί, ίσα που κατόρθωνε να επιβιώνει από την τέχνη του. Εξάλλου, δεν ήταν κοσμικός και φρόντιζε να διαφημίζει το όνομα και τις δημιουργίες του. Συνέθετε για να κερδίζει τα προς το ζην και συμπληρωματικά έπαιζε δεύτερο βιολί στις ορχήστρες των θερινών θεάτρων. Είχε έναν ιδιαίτερο έρωτα για το καλοκαίρι, το οποίο ύμνησε, όπως ύμνησε τη ζωή και τον αττικό ουρανό. Λειτούργησε ως πηγαία και εκρηκτική φλέβα του τραγουδιού, αλλά παραδόθηκε στη λήθη, χαμένος στην τριβή της καθημερινότητας. Απέμεινε ίσως το πασίγνωστο «Τζιτζικάκι» του για να λέει τα μυστικά του: «Έχω δύο λόγια μυστικά, πουλάκι μου, / κρυμμένα στην καρδιά μου τζιτζικάκι μου. / Μ’ αγάπη είναι γραμμένα μα τα κάλλη σου/ Τρελαίνομαι για σένα, τζιτζικάκι μου»! Είχε γεννηθεί στην Αθήνα, τα τελευταία ρομαντικά χρόνια του Όθωνα, το 1862. Έζησε στην ελληνική πρωτεύουσα όλη του τη ζωή, την οποία αποχαιρέτησε όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α΄, στα τέλη 1919 και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη[3].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: «Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη