«Ο νόστος στην ποίηση»

17 Ιουνίου 2024, «Σύλλογος των Αθηναίων»

Άγγελος Γέροντας

Εισήγηση του Κοσμήτορα της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, Άγγελου Γέροντα, από την ποιητική βραδιά της 17ης Ιουνίου 2024 στον «Σύλλογο των Αθηναίων» με θέμα «Ο νόστος στην ποίηση».

 Ο νόστος στην ποίηση 

Γράφει ο Άγγελος Γέροντας

Εν αρχή ην ο νόστος. Στα αρχαία ελληνικά, νόστος είναι ο γυρισμός στο σπίτι, η επιστροφή στην πατρίδα, ο επαναπατρισμός. Η λέξη απαντά στον Όμηρο, αναμενόμενο, αφού η Οδύσσεια είναι το έπος του νόστου στην Ιθάκη, έπος στο οποίο συναντάμε την πρωταρχική-αρχέγονη αναφορά του νόστου στη ποίηση και το θεματικό της περιεχόμενο. Μάλιστα ήδη στην αρχή του έπους, στον 5ο στίχο του, διαβάζουμε πως ο Οδυσσέας πάλεψε για την ζωή του και για τον “νόστον ετέρων”, την επιστροφή δηλαδή των συντρόφων του, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.

Ο νόστος ετυμολογείται από το θέμα νοσ- που απαντά στο ρήμα νέομαι (επιστρέφω). Η λέξη είναι φυσικά συχνή στην Οδύσσεια, π. χ. στη ραψωδία ψ (ψ68) όπου η Πηνελόπη πιστεύει πως ο Οδυσσέας “ώλεσεν νόστον Αχαιίδος” (έχασε το δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα).

“Νόστοι” ονομάστηκε ένα από τα Κύκλια έπη, ένα -δυστυχώς- χαμένο έπος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, στο οποίο περιγράφονται τα ταξίδια του γυρισμού διάφορων ηρώων Αχαιών στα σπίτια τους. Ανήκε στο Τρωικό κύκλο ή Επικό κύκλο στον οποίο εξιστορούνται όλα τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου (και γύρω απ’ αυτόν) σε επικό στίχο. Για τον συγγραφέα των “Νόστων” υπάρχει αβεβαιότητα: αρχαίοι συγγραφείς απέδιδαν το ποίημα είτε στον Αγία από την Τροιζήνα (που είναι και το πιθανότερο) είτε στον Όμηρο και στον Εύμελο. Το ποίημα αποτελείται από πέντε βιβλία σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο.

Η λέξη νόστος πήρε και τη σημασία γενικά του ταξιδιού, όχι ειδικά της επιστροφής. Νόστιμος είναι αυτός που αναφέρεται στον νόστο, στον γυρισμό. Στον 9ο στίχο της Οδύσσειας διαβάζουμε πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα έκαναν την αποκοτιά να φάνε τα βόδια του Ήλιου και έτσι “αυτόρ ο τοίσιν οφείλετο  νόστιμον ήμαρ”, αυτός τους άρπαξε του γυρισμού την μέρα. Ας δούμε πως ο Γιώργος Σεφέρης αναδιηγείται ποιητικά αυτό το γεγονός:

 

Οι σύντροφοι στον Άδη (από την συλλογή “Στροφή”, 1931)

 

Αφού μας μέναν παξιμάδια

τι κακοκεφαλιά

να φάμε στην ακρογιαλιά

του Ήλιου τ’ αργά γελάδια

που το καθένα κι’ ένα κάστρο

για να το πολεμάς

σαράντα χρόνους και να πας

να γίνεις ήρωας κι άστρο!

Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,

σα φάγαμε καλά

πέσαμε εδώ στα χαμηλά

ανίδεοι και χορτάτοι

 

Η έκφραση λοιπόν “νόστιμον ήμαρ” είχε τη σημασία “η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα”. Η λέξη “νόστιμος” εμφανίζεται στην Οδύσσεια και με την σημασία “ικανός για γυρισμό”, όπως εκεί που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας αναφέρεται στον εαυτό του και λέει “απόλωλε και ουκέτι νόστιμός έστιν”, δηλαδή “χάθηκε και γυρισμό πια δεν έχει”, δεν μπορεί πια να επιστρέψει. Η σημασία διατηρείται και στα κλασικά χρόνια, όπως για παράδειγμα στους Πέρσες του Αισχύλου “νόστιμον βλέπω φάος” που σημαίνει “το φως του γυρισμού μου βλέπω”.

Όμως από τα ελληνιστικά χρόνια η λέξη “νόστιμος” εμφανίζει και την σημασία “άφθονος, παραγωγικός”, στον Καλλίμαχο (“φέρε δ’ αγρόθι νόστιμα πάντα – όλα σε αφθονία) και μετά την σημερινή σημασία “εύγευστος”, όπως το “άπαν το λιπαρόν και νόστιμον” που λέει ο Πλούταρχος μιλώντας για τα σύκα. Πώς έγινε αυτή η σημασιακή μεταβολή;

Ο Βυζαντινός λόγιος, κληρικός και σχολιαστής του Ομήρου Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης, τον 12ο  αιώνα την εξηγεί ως εξής:

“Ότι Όμηρος μεν, ήμαρ νόστιμον το της οίκαδε υποστροφής λέγει, οι δε μεθ’ Όμηρον, και βρώμα φασί νόστιμον, ως και αλλαχού δηλούται,  και νόστον δε, την ηδύτητα, δια το ηδύ του Ομηρικού νόστου”, δηλαδή ο Όμηρος αποκαλούσε “νόστιμον ήμαρ” τη μέρα της επιστροφής στο σπίτι και οι μετά τον Όμηρο αποκάλεσαν “νόστιμο” το φαγητό και λένε “νόστο” και την γλυκύτητα, επειδή ο γυρισμός στο σπίτι είναι γλυκό πράγμα.

Τα ίδια αναφέρονται και στο λεξικό Σούδα – λεξικό που γράφτηκε τον 10ο αιώνα και περιέχει 30.000 λήμματα, πολλά από τα οποία περιέχουν στοιχεία από πηγές που διαφορετικά θα είχαν χαθεί στον καιρό μας. Το λεξικό αυτό είναι ένα από τα πολυτιμότερα έγγραφα για την ελληνική φιλολογία, την γραμματική και την λογοτεχνική ιστορία. Γράφεται λοιπόν στο λεξικό ότι “νόστος” έφτασε να λέγεται ο γλυκασμός των εδεσμάτων επειδή στον Όμηρο τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από την επιστροφή στην πατρίδα.

Το λεξικό του Μπαμπινιώτη κρατά μια υπόρρητη επιφύλαξη, αφού δεν λέει ότι η σημασιακή μεταβολή έγινε από την γλύκα της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά ότι Ευστάθιος “προσπαθεί να ερμηνεύσει” την μεταβολή της σημασίας με τον τρόπο που είπαμε. Ωστόσο, δεν έχουμε άλλη εξήγηση.

Αντίθετο του νόστιμος είναι ο άνοστος – που και πάλι αλλιώς ξεκίνησε, αφού αρχικά σήμαινε “αυτός που δεν επιστρέφει”. Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας ω528, “πάντας όλεσαν και έθηκαν ανόστους” (για τους μνηστήρες ο λόγος: θα τους σκότωναν όλους, κανείς να μην γυρίσει στην πατρίδα του). Μάλιστα στην Οδύσσεια εμφανίζεται και ο τύπος “ανόστιμος” με την ίδια ακριβώς σημασία, – π.χ. στο δ182 “κείνον ανόστιμον έθηκεν”. Η λέξη άνοστος εμφάνισε αργότερα την σημερινή της σημασία, του μη γευστικού.

Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε επίσης και η λέξη “εύνοστος”, που έδωσε στα μεσαιωνικά χρόνια τις λέξεις “έμνοστος” (ευχάριστος) και “πανέμνοστος” (πεντάμορφος, στο θηλυκό: λευκή, ξανθή πανέμνοστη – μου θυμίζει το πρότυπο αναγεννησιακής ομορφιάς στα σονέτα του Πετράρχη).

Και η νοσταλγία; Η νοσταλγία δεν πλάστηκε στην ελληνική γλώσσα. Την λέξη την έπλασε στα νεολατινικά, το 1688, ο γιατρός Γιόχαν Χόφερ, θέλοντας να μεταφέρει τη γερμανική λέξη Heimweh  (Heim = σπίτι, Weh = πόνος), το αίσθημα του ψυχικού πόνου που αισθάνονταν οι Γερμανοί ή Ελβετοί μισθοφόροι που όργωναν την Ευρώπη μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Φυσικά ο Χόφερ χρησιμοποίησε ελληνικά δομικά στοιχεία, νόστος και άλγος, αλλά στα ελληνικά η λέξη νοσταλγία εμφανίστηκε μόλις τον 19ο αιώνα. Ο Χόφερ, που ήταν τότε φοιτητής, εκπόνησε αυτή την διατριβή ένα χρόνο πριν από την κύρια διατριβή του, που είχε άλλο θέμα. Στο εξώφυλλο της διατριβής γράφει τη λέξη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ με κεφαλαία ελληνικά. Αργότερα, το 1710, επανεξέδωσε την διατριβή του, αλλά άλλαξε όρο. Αντί για Νοσταλγία, στο εξώφυλλο γράφει Pothopatridalgia. Αργότερα, το 1745, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, έκανε νέα έκδοση όπου επανέρχεται στον όρο “νοσταλγία”, αν και τον γράφει λατινικά, nostalgia.

Στα σημερινά ελληνικά, εκτός από την νόστο και την νοσταλγία έχουμε την παλλινόστηση, το ρήμα παλλινοστώ και τους παλλινοστούντες. Η παλλινόστηση είναι η επιστροφή στην πατρίδα, συνήθως μετά από μακροχρόνια απουσία, είναι δηλ. περίπου συνώνυμο του νόστου.

Ένα μάλλον αστείο φαινόμενο, που έχει εξετάσει αναλυτικά ο σημαντικός επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής λογοτεχνίας και επιφυλλιδογράφος Γιάννης Χάρης, είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί χρησιμοποιούν τη λέξη “νόστος” όχι σαν λόγιο συνώνυμο της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά σαν επισημότερο τύπο της λέξης… νοσταλγία.

Γράφει λοιπόν ο Γιάννης Χάρης: Το λάθος αυτό, να χρησιμοποιείται ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, είναι αρκετά συχνό, και κυρίως “διαταξικό”, το συναντούμε δηλαδή ακόμα και στον ειδικό χρήστη, τον φιλόλογο, τον συγγραφέα,τον επιστήμονα και μάλιστα – κι έχει σημασία εδώ αυτό!  – στον γλωσσοαμύντορα και πάντως γλωσσοανησυχούντα και κινδυνολογούντα. Από εκεί και πέρα είναι όχι απλώς αναπόφευκτο αλλά και απολύτως φυσικό να περάσει στην κοινή χρήση. Εξάλλου, το ότι οι δύο λέξεις λειτουργούν στο ίδιο σημασιολογικό πλαίσιο και σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης και την εδραίωση του λάθους.

Ας δούμε δυο-τρία παραδείγματα αυτού του λάθους από τα πολλά που έχει αλιεύσει ο Γιάννης Χάρης:

 

“διακατεχόμενος από τον ισχυρό νόστο για την πατρίδα”

 

“μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα”

 

“δεν νιώθω νόστο, αλλά πόνο”

 

Βλέπουμε λοιπόν, κυρίες και κύριοι, μέσα απ’ όλα αυτά που αναφέρθηκαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον ταξίδι της γλώσσας μέσα στο χρόνο, ένα ταξίδι που αναδεικνύει την δυναμική του ολοζώντανου οργανισμού που λέγεται ελληνική γλώσσα. Άραγε για όλους μας (τους Έλληνες) η γλώσσα δεν είναι η πατρίδα; Και βέβαια η Ορθοδοξία από ένα χρονικό σημείο και μετά.

 

Νόστος, λοιπόν…

 

 

Λευτέρης Αλεξίου

Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ (1951)

 

Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει

στο βράχο ορθό και ολόασπρο σαν το χιόνι

Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι

σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.

Μα εντός μου εμένα, αίμα θνητό κυλάει

που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι,

κι η αθανασιά που τάζεις το παγώνει

κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.

Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα

είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.

Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα

η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.

Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,

να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.

 

 

Στράτης Μυριβήλης

Τροία (1942)

 

 

Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της Αγάπης!

Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.

Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,

έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!

Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνονται ξυλάρμενα

ανάμεσ’ από τρόμους και λαχτάρες.

Με θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει

κι η θάλασσα με όλα τα θεριακά της.

Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.

οι Άνεμοι κυνηγούν τα κύματα,

κι εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη

και μιαν άσπρη κλωνιά καπνό απ’ το παραγώνι.

Θα βρούμε, δε θα βρούμε την Ιθάκη;

Θεός βοηθός! Όμως για πάντα στα ταραγμένα

στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,

χορεύοντας πάνω απ’ τις φουρτούνες,

και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,

οι φλόγες οι μεγάλες απ’ την Τροία,

οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.

 

 

Κ.Π. Καβάφης

Ιθάκη (1911)

 

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να’ ναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τί ευχαρίστηση, με τί χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους,

να σταματήσεις σε εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στο νου σου να’χεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.

Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει,

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο.

Η Ιθάκη σε έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι

Χωρίς αυτήν δεν θα’ βγαινες στο δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες Ιθάκες τι σημαίνουν.

 

Τελειώνω μ’ ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου με τίτλο “Ένας άλλος πολίτης” του 1976. Είναι αφιερωμένο από τον υποφαινόμενο σε όλες και όλους που πιστεύουν ότι “ ο δρόμος είναι η χαρά” και που άπλωσαν και απλώνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες πέρα από κάθε σύνορο.

 

Ένας άλλος πολίτης 

 

Η ζωή του ολόκληρη, ένα ταξίδι σε μια

δίχως όρια πατρίδα δίχως εμπόδια ορέων

και άστρων. Χωρίς γυρισμό. Συνεχίζει

ανιχνεύοντας τις μορφές του φωτός

στο κενό ή στα πράγματα. Της καρδιάς του

τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων

του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης – Οδυσσέας,

που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του.

Το σημείο που ξεκίνησε είναι παντού.