Ο περίφημος ξενοδόχος της Νεαπόλεως των φοιτητών

Ο Γεώργιος Ξύδης και οι δραστηριότητές του στη συμβολή των οδών Σόλωνος και Ιπποκράτους

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

 

Σπίτι στη Νεάπολη με το βλέμμα του σκιτσογράφου Ν. Γεωργιάδη (1928).

Η ψυχή κάθε κατοικημένου τόπου είναι οι άνθρωποί του. Αυτοί δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και επηρεάζουν τις μικρές κοινωνίες, δίνοντάς τους ξεχωριστό χρώμα, πλουτίζοντας ή πτωχαίνοντας την καθημερινότητά τους. Η ζωή και η πολιτεία τους είναι το μυστικό κλειδί που μας επιτρέπει να ανοίξουμε τη θύρα παρατηρώντας το εσωτερικό της γειτονιάς. Αναζητώντας τα στοιχεία που την δόξασαν, πριν το μπετόν αρμέ εξαφανίσει την επικοινωνία και ξεριζώσει αλύπητα τα δενδράκια. Όσοι επιθυμούν πράγματι να πληροφορηθούν τη σχέση της παραδοσιακής αυλής με το τραγούδι και το κέφι, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στους τύπους της κάθε περιοχής.

Ο Κυρ Γιώργης

«Περισσότερο από κάθε άλλη γειτονιά θρηνεί την εξαφάνιση της παλιάς ζωής η Νεάπολις», έγραφε ήδη από το 1928 ο Κώστας Αθάνατος.[1] Γιατί ιδιαιτέρως η Νεάπολη; Διότι «αυτή υπήρξεν η κοιτίς της αμεριμνησίας και της νεότητος», απαντά ο ίδιος δεικνύοντας την οδό που πρέπει να ακολουθήσουμε εφ’ όσον αποφασίσαμε να εισέλθουμε στα ενδότερα της γειτονιάς. Αναζητώντας τους πρωταγωνιστές της ζωής που είχε αναπτυχθεί εκεί, την εποχή που ήταν ακόμη η συνοικία των φοιτητών. Της νεολαίας που έφθανε από την επαρχία στην πρωτεύουσα και αναζητούσε ένα καμαράκι για να στεγάσει τα όνειρα αποκτήσεως του πολυπόθητου διπλώματος. Το εισιτήριο επιβιβάσεως στο πλοίο της καλύτερης ζωής.

Φθάνουμε λοιπόν στον κυρ Γιώργη! Έναν αγαθό γέρο ξενοδόχο που συνέδεσε τη ζωή του με τη συνοικία της Νεαπόλεως από τα χρόνια της γεννήσεώς του μέχρι τα τέλη περίπου του 19ου αιώνος. Ήταν πασίγνωστος όχι μόνον στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες αλλά και στα πέρα του κόσμου, όπου υπήρχε ελληνισμός και όπου έφθαναν οι πολυπληθείς πελάτες του. Από τους πρώτους οικιστές της Νεαπόλεως, σημαιοφόρος στις δράσεις της και αντιπρόσωπος της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας αυτής της γειτονιάς. Ο ξενοδόχος Γεώργιος Ξύδης, ένας κοντός, γνήσιος ηπειρώτης με το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής και μουστάκι το οποίο προσέδιδε όψη αρειμάνιο στην καλοκάγαθη μορφή του.

Αποχαιρετισμός «Εστίας»

Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν έφυγε από τη ζωή, τον Ιούλιο 1894, σύσσωμος σχεδόν ο αθηναϊκός Τύπος έσπευσε να τον προπέμψει στην τελευταία του κατοικία. Μεταξύ αυτών και η «Εστία», η οποία έγραψε ότι: «ο θάνατος του Γεωργίου Ξύδη, του παλαιού ξενοδόχου της Νεαπόλεως, ο οποίος τόσας εξέθρεψε γενεάς, θ’ ακουσθή μετά συγκινήσεως και θα προκαλέση αναμνήσεις απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος, της δούλης και της ελευθέρας. Παντού ο αγαθός μπάρμπα-Γιώργης είχε παιδιά, καλά παιδία, τα οποία ηγάπα και τα οποία τον ηγάπων.

» Μετά πόσης χαρά τον επανέβλεπον, όταν επεσκέπτοντο πάλιν τας Αθήνας οι παλαιοί φοιτηταί, οι τρόφιμοι του «Ολύμπου», μεγάλοι πλέον και αποκαταστημένοι, με παιδιά και αυτοί, τα οποία ήρχοντο να κατατάξουν εις το Πανεπιστήμιον και να παραδώσουν εις τον Ξύδην! Και τους έτρεφε καλά τους φοιτητάς του ο ξενοδόχος, ω! Πολύ καλήτερα βέβαια παρ’ όσον τους έτρεφε διανοητικώς το Πανεπιστήμιον!… Ο Γεώργιος Ξύδης κατήγετο εξ Ηπείρου. Εις τον καιρόν του ήτο ωραίος λεβέντης, όπως τόρα ήτο συμπαθητικώτατος γέρων. Έξυπνος, διαχυτικός, ενθουσιώδης, καλός οικογενειάρχης, τίμιος άνθρωπος. Είχε μανίαν με τα πολιτικά. Πιστός και μέχρι τέλους αφωσιωμένος φίλος του Βούλγαρη, τοιούτος διετέλεσεν εσχάτως και του κ. Τρικούπη. Εκ των σημαντικωτέρων τύπων του συγχρόνου αθηναϊκού βίου, άξιος ιδιαιτέρας μελέτης»[2].

Η γειτονιά της Νεαπόλεως με το βλέμμα του σκιτσογράφου Ν. Γεωργιάδη (1928).

Γενιές φοιτητών

Πότε άρχισε την δραστηριότητά του ως ξενοδόχος στην περιοχή της Νεαπόλεως ο Γ. Ξύδης δεν είναι γνωστό. Μια αγγελία που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες το καλοκαίρι του 1857 μας δίνει ωστόσο πολύτιμες πληροφορίες. «Καθιδρύσαμεν όπισθεν του Πανεπιστημίου εν τη οδώ Ιπποκράτους εις τον οίκον του Κ. Παπαδάκη “Ξενοδοχείον Ρωσσίας” καλούμενον. Εν αυτώ υπάρχουσι σκεύη αργυρά, έπιπλα πολυτελή, φαγητά επιμελημένα ευρωπαϊκά, και δίδονται τέϊον και καφφές∙ η δε υπηρεσία υπάρχει τακτική και άγρυπνος. Οι προσερχόμενοι θέλουν ευχαριστηθή».[3] Την επιχείρηση εκείνη είχε δημιουργήσει από κοινού με τον Χρήστο Βασιλείου και δεν γνωρίζουμε πότε αυτονομήθηκε λειτουργώντας, μόνος του πλέον, τον «Όλυμπο», όπως μετονόμασε την επιχείρηση.

Ήταν μονόροφο στην αρχή το ξενοδοχείο του (εστιατόριο) και ξεχώριζε στην αραιοκατοικημένη περιοχή. Δεν άργησε να μετατραπεί στον επίσημο και αναγνωρισμένο εστιάτορα της πανεπιστημιακής νεολαίας. Άνοιγε το ξενοδοχείο του παραμονές ενάρξεως των μαθημάτων και το έκλεινε όταν τελείωνε το πανεπιστημιακό έτος. Γενιές ολόκληρες φοιτητών πέρασαν από τον «Ολυμπο». Δημοφιλέστατος μεταξύ των φοιτητών, όπου εμφανιζόταν γινόταν δεκτός με χαρά και ειλικρινή αγάπη. Εισέπραττε την αγάπη που είχε μοιράσει ο ίδιος στους φοιτητές, τους οποίους κυριολεκτικώς είχε εκθρέψει.[4]

Τους παρείχε πίστωση μήνες ολόκληρους και ας γνώριζε ότι ποτέ δεν θα εισέπραττε τα χρήματά του. Έκλεινε τα μάτια και τους κατέγραφε ως χρεώστες του μόνον και μόνο για να μη προσβάλει τη φιλοτιμία τους. Ευτυχώς υπήρξαν πένες που φρόντισαν να μας περιγράψουν και να παραδώσουν στην αθανασία τον τύπο αυτόν που συνόδευσε τη Νεάπολη κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της.[5] Ήπιος, χαρούμενος, αγαπούσε ολόψυχα και προστάτευε όσο μπορούσε την μαθητιώσα νεολαία, με την οποία πέρασε όλη τη ζωή του. Φωνακλάς ορισμένες φορές, εξαπτόταν τις περισσότερες φορές στις πολιτικές συζητήσεις, των οποίων ήταν εμπαθής εραστής. Στη ρύμη του λόγου του μεταχειριζόταν άκομψες εκφράσεις και εκπροσωπούσε την αφέλεια που χαρακτήριζε τη ζωή της εποχής.

Τσιμπουξής του Κωλέττη

Πατρίδα του ήταν τα Ιωάννινα, όπου είχε γεννηθεί το 1827 [6] και απ’ όπου κατέβηκε στην Αθήνα για να προσληφθεί στην υπηρεσία του Ιωάννη Κωλέττη ως τσιμπουξής. Εκεί, στην κατοικία του συμπατριώτη του πολιτικού που ήταν σπουδαίο κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας, είχε γνωρίσει πρόσωπα κάθε λογής. Από αυλικούς μέχρι θεσιθήρες και είχε μυηθεί στα ενδότερα των φατριών. Οι διηγήσεις και τα ανέκδοτά του προκαλούσαν πάντα ενδιαφέρον. Όπως και το καθαρό και σπιτίσιο φαγητό που προσέφερε στους πελάτες του. Ο νεαρός ο οποίος για πρώτη φορά αποχωριζόταν το σπίτι του έβρισκε ζεστή ατμόσφαιρα και το χαμόγελο του Ξύδη να τον υποδέχεται.

Το πάθος του Γ. Ξύδη ήταν η πολιτική, την οποία δεν μπόρεσε μέχρι τέλους να απαρνηθεί. Ελάτρευε τη μνήμη του Ι. Κωλέττη, αργότερα προσκολλήθηκε στην μερίδα του Βούλγαρη και έγινε οπαδός του. Η εικόνα του Τζουμπέ, όπως αποκαλούσαν τον Βούλγαρη λόγω της ενδύσεώς του, δέσποζε στο κατάστημά του, ενώ ο Υδραίος πολιτικός δεν παρέλειπε να συζητά μαζί του όταν περνούσε πεζός μπροστά από τον «Όλυμπο». Μετά το θάνατο του Βούλγαρη, ο Γ. Ξύδης βρήκε το ιδανικό του στο πρόσωπο του Χ. Τρικούπη. Δεν δίσταζε, τα τελευταία χρόνια του, να κατεβαίνει και σε διαδηλώσεις υπέρ του εκλεκτού του, ηγούμενος στίφους ομοφρόνων. Επαιρόταν μάλιστα διότι η Νεάπολις εστήριζε τον Μεσολογγίτη πολιτικό.

Καλός οικογενειάρχης, αγαθός πολίτης, άφησε πίσω του την εικόνα του θρονιασμένου μεγαλοπρεπώς ξενοδόχου δίπλα στο τεζάχι, τον πάγκο του, με τους γιούς του να εξυπηρετούν τους θαμώνες και τα εγγόνια του να πηγαινοέρχονται για ένα χάδι ή ένα φιλοδώρημα από τον παππού. Στην τελευταία του κατοικία τον ξεπροβόδισαν ο πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης, σχεδόν ολόκληρη Νεάπολη αλλά και πλήθος κόσμου. Οι περισσότεροι ώριμοι και μεσήλικες πλέον αστοί, οι οποίοι κάποτε είχαν παρελάσει από τον «Όλυμπο» και είχαν γνωρίσει τη φιλοξενία του. Μαζί με τον Γ. Ξύδη περνούσε στο παρελθόν και η Νεάπολη της παλαιάς φοιτητικής ζωής του 19ου αιώνος. Και ερχόταν η Νεάπολη των νεοκλασικών μεγάρων κα της αστικής αναπτύξεως του 20ού αιώνος.