Ο σπουδαίος Νίκος Μοσχονάς

Ο «γιος των Αθηνών» που κατέκτησε τις ΗΠΑ

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Νίκος Μοσχονάς, 1952.

Γαλουχήθηκε κάτω από τη μπαγκέτα κολοσσών, όπως οι Μπρούνο Βάλτερ, Φρίτς Ράινερ και Δημητρης Μητρόπουλος. Δίδαξε τον βαρύτονο Τζέιμς Μόρρις, τον τενόρο Πλάσιντο Ντομίνγκο, την υψίφωνο Ρομπέρτα Πήτερς, τον βαρύτονο Σέριλ Μιλνς και πλήθος ακόμη σημαντικών προσωπικοτήτων της όπερας.

Ο γεννημένος στη Νεάπολη των Αθηνών (1907) Νίκος Μοσχονάς επί τρεις δεκαετίες τραγούδησε σε 108 έργα (όπερες, ορατόρια, σολίστ στην 9η του Μπετόβεν κ.ά.) σε λυρικά θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Από το Ρεάλε της Ρώμης, τη Σκάλα του Μιλάνου και το Κομμουνάλε της Φλωρεντίας μέχρι το Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου και τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, όπου έκανε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Στη σκηνή του πρωταγωνίστησε σε 790 παραστάσεις, από τις οποίες 28 υπό την διεύθυνση του Αρθούρου Τοσκανίνι.

Πήρε την αμερικανική υπηκοότητα αλλά η καρδιά του βρισκόταν πάντα στην Αθήνα. «Νιώθω πως είμαι δεμένος με το κάθε τι εδώ πέρα. Όλα με συγκινούν. Εδώ μεγάλωσα, ονειρεύτηκα, πάλεψα. Έχω αναμνήσεις, φίλους. Έπειτα η ομορφιά και το κλίμα του τόπου είναι μοναδικά. Οι νύχτες της Αθήνας είναι οι ωραιότερες του κόσμου. Έχει το πιο καθαρό, το πιο μεγάλο φεγγάρι» εξομολογήθηκε το 1963, όταν ήταν 56 χρόνων, στον Τ. Σωτήρχο.

Μεγάλωσε  στη γωνία Καλλιδρομίου και Ζωοδόχου Πηγής. Σε ηλικία 17 ετών τον γνώριζε όλη η Αθήνα για τη μπάσα φωνή του. Έψελνε πότε στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων πότε στο Α΄ Νεκροταφείο και πότε στη Μεταμόρφωση της Πλάκας.

Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα Κωστόπουλου και στη συνέχεια ως υπάλληλος του Δήμου Αθηναίων, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε φωνητική στο Ωδείο Αθηνών. Το καλοκαίρι του 1928 εμφανίστηκε σε κοινό, στο κέντρου «Αγελάδες», απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο, και στην Όαση του Αντώνη Ζερβού.

Το 1930 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο λυρικό θέατρο, ερμηνεύοντας το μέρος του Σπαραφουτσίλε στον «Ριγγολέτο» του Βέρντι, στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε διάφορους μελοδραματικούς θιάσους -έναν από τους οποίους διηύθυνε ο Μανώλης Καλομοίρης- μέχρι που ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς τον έστειλε με υποτροφία στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές (1936).

Δεν τέλειωσε όμως τις σπουδές του, αφού διέπρεψε σε διάφορες σκηνές, όπως η Όπερα της Κρεμόνας. Το 1937 περνά τον Ατλαντικό για να προσληφθεί ως πρωταγωνιστής στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, όπου παρέμενει ως βασικό στέλεχος μια 25ετία. Αναδείχθηκε έτσι σε έναν από τους σημαντικότερους μπάσους με ιδεώδεις ερμηνείες.

Επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1949 και από τότε επανειλημμένως ερχόταν για να δώσει παραστάσεις και να δει την αγαπημένη του πόλη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του εργαζόταν ως καθηγητής στη φημισμένη Ακαδημία Βόκαλ Αρτς της Φιλαδέλφειας.

Σε μία από τις συνεντεύξεις του ρωτήθηκε ποια ήταν η μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής του. Αυθόρμητα απάντησε: «Τι άλλο από την Αθήνα; Η Αθήνα μου! Το μεγαλύτερο βραβείο για μένα και η μεγαλύτερη συγκίνηση είναι που με φωνάζουν στην Αμερική “Ο Γιός της Αθήνας”»! Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα και το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων (1962).

Έναν χρόνο αργότερα (1963) πρωταγωνίστησε στην ταινία «Ο Άσωτος», από την οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου 1975, ενώ ταξίδευε από τη Νέα Υόρκη στη Φιλαδέλφεια. Είναι ίσως ο μόνος καλλιτέχνης που έτυχε της τιμής να τελεσθεί μνημόσυνο προς τιμήν του από τον πρώτο δήμαρχο της αντιπολίτευσης τον Ιωάννη Παπαθεοδώρου.