Όταν στην Κατοχή κυνηγούσαν αναπήρους και ζητιάνους!

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Επαίτες – ανάπηροι σε δρόμους των Αθηνών (Χειμώνας 1941).

Από τα μεγαλύτερα δεινά που υπέστη ο ελληνικός λαός από τη ναζιστική Κατοχή, ήταν η πείνα και η εξαθλίωση που χτύπησαν ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα με πρώτη την Αθήνα. Κανένα άλλο μέρος της Ευρώπης, όπου απλώθηκαν οι δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ, δεν έζησε ανάλογο ανθρωπιστικό δράμα με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους. Σκελετωμένοι άνθρωποι κατέκλυζαν τους δρόμους επαιτώντας και παρακαλώντας για ένα κομμάτι ψωμί. Ανάμεσά τους βέβαια και οι ανάπηροι του πολέμου.

Με ακρωτηριασμένα μέλη προσπαθούσαν ζητιανεύοντας να κρατηθούν στη ζωή. Πολλές λεπτομέρειες εκείνου του δράματος παραμένουν άγνωστες έως τις ημέρες μας, όπως τα νομοθετικά, διοικητικά και αστυνομικά μέτρα, που εφαρμόστηκαν από το κατοχικό καθεστώς, για να εξαφανιστούν οι πεινασμένοι από τους δρόμους της πόλης. Είναι μία μόνο από τις ανεξερεύνητες παραμέτρους της πραγματικότητας που έζησαν όσοι κατοικούσαν στην Αθήνα, αλλά και όσοι ήρθαν από τις επαρχίες στην πρωτεύουσα πιστεύοντας ότι θα κατορθώσουν να επιβιώσουν.

Οι ανάπηροι επαίτες

Η Κατοχική Κυβέρνηση εξέδωσε ένα κατάπτυστο Νομοθετικό Διάταγμα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που διαμορφωνόταν στους δρόμους των Αθηνών και να εξαφανίσει τις θλιβερές εικόνες, οι οποίες δημιουργούσαν εκρηκτικές συνθήκες και προκαλούσαν αγανάκτηση. Σύμφωνα με το Διάταγμα αυτό διώκονταν πλέον οι ανάπηροι πολέμου που επαιτούσαν και φυλακίζονταν για έξι μήνες ή υποχρεώνονταν να καταβάλουν χρηματική ποινή έως χίλιες δραχμές. Σε περίπτωση δε, που συλλαμβάνονταν εκ νέου να επαιτούν, φυλακίζονταν για έναν χρόνο ή κατέβαλαν χρηματική ποινή 3.000 δραχμών. Εννοείται ότι οι περισσότεροι εξ αυτών, εξαθλιωμένοι και άποροι, μη έχοντας τη δυνατότητα να καταβάλουν το πρόστιμο, οδηγούνταν στις φυλακές[1].

Αλλά τα μέτρα εξόντωσής τους δεν σταματούσαν εκεί. Οι ανάπηροι πολέμου που συλλαμβάνονταν για επαιτεία, έχαναν αμέσως τα γλίσχρα επιδόματα που έπαιρναν από το κρατικό ταμείο, αλλά και κάθε άλλο ευεργέτημα που δικαιούνταν από την πολιτεία λόγω της αναπηρίας τους! Το θλιβερό αυτό νομοθέτημα για το ανελέητο κυνήγι των αναπήρων, υπέγραψε ο Γ. Τσολάκογλου τον Ιούνιο 1941 και συνυπέγραψαν οι υπουργοί της κυβέρνησής του.

Η οδός Σταδίου κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Τα παραπτώματα

Η ακρότητα και η υποκρισία συμπληρώθηκε με ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, το οποίο συμπλήρωσε πως «ως επαιτεία θεωρείται και η συγκεκαλυμμένη τοιαύτη ως π.χ. πώλησις ειδών διά προκλήσεως της συμπαθείας του κοινού λόγω της αναπηρίας»! Η διευκρίνιση γινόταν για να αντιμετωπιστούν οι ανάπηροι, οι οποίοι πωλούσαν τσιγάρα, σπίρτα και διάφορα ψιλικά χτυπώντας ακόμη και τις πόρτες των σπιτιών. Το διάταγμα αυτό ήλθε να προστεθεί στις επιτροπές που είχαν συσταθεί για την κρίση των αναπήρων, οι οποίες αδικούσαν κατάφορα, ακόμη και περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν χάσει στα πεδία της μάχης και τα δύο τους πόδια.

Ποια ήταν όμως τα… παραπτώματα που έβαζαν σε περιπέτειες εκείνους που είχαν πολεμήσει στα βουνά και προσπαθούσαν να επιβιώσουν; Μας τα παρουσιάζουν οι ειδήσεις των εφημερίδων. «Ο τραυματίας Αλεξανδράκης Στυλιανός συνελήφθη πωλών χύμα σιγαρέττα Παπαστράτου Νο 1 υπερτιμημένα» και γι’ αυτό κατασχέθηκε η άδειά του. Ένας άλλος τραυματίας, ο Ε. Γιακομιλάκης έκανε όμως κάτι… χειρότερο. Ενώ είχε άδεια μεταπώλησης τσιγάρων, εκείνος μεταπωλούσε τα κουτιά των τσιγάρων σε ιδιώτη «συνολικώς και υπερτιμημένα». Γι’ αυτό και κατασχέθηκε η άδειά του. Αυτά συνέβαιναν τους πρώτους μήνες της Κατοχής. Διότι αργότερα τέτοια παραπτώματα έστελναν τους τραυματίες, με ανοικτές ακόμη τις πληγές, στις φυλακές[2].

Άγγελος Γεωργάτος

 

Ο κατοχικός Δήμαρχος

Πρόθυμος αρωγός σ’ εκείνη την εκστρατεία καταδίωξης των ανάπηρων πολεμιστών, «των επαιτών και των αλητών», έσπευσε ο κατοχικός δήμαρχος Αθηναίων Άγγελος Γεωργάτος. Ο Δήμος Αθηναίων συνεργάστηκε με την περίφημη «Φιλανθρωπική Εταιρεία Αθηνών» και την «Αστυνομία Πόλεων» και σύστησαν ειδική υπηρεσία με τον πομπώδη τίτλο «Κέντρον Περιστολής Επαιτείας και Αλητείας». Η υπηρεσία εκείνη ξεκίνησε τη λειτουργία της τις ημέρες της μεγάλης πείνας, τον Νοέμβριο 1941. Υπερήφανο λοιπόν το καθεστώς, έναν χρόνο αργότερα (1942), παρουσίαζε τα αποτελέσματα της εκστρατείας του.

Είχαν μαζέψει περισσότερους από 8.000 «επαίτας, αλήτας και αλητόπαιδας», σύμφωνα με την προσφιλή τους έκφραση[3].. Έτσι αποκαλούνταν οι άνθρωποι που είχαν θυσιάσει την αρτιμέλειά τους για την πατρίδα και τα πεινασμένα Ελληνόπουλα. Διακόσιους είχαν στείλει στους τόπους καταγωγής τους, 241 είχαν κλείσει σε άσυλα και θεραπευτήρια, 1000 κλείστηκαν σε ένα κέντρο που δημιουργήθηκε στο Δαφνί, ενώ εκατοντάδες ανάπηροι κατέληξαν στις φυλακές.

Ημέρες κατοχής στην Αθήνα

 

Τους ξυλοκοπούσαν…

Κάθε απόγευμα τα συνεργεία έβγαιναν στους δρόμους με αυτοκίνητα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, συνοδευόμενα από ένα στρατιωτικό καμιόνι και δύο μηχανές. Όσοι συλλαμβάνονταν, μεταφέρονταν με το καμιόνι σε ακίνητο της οδού Τιμολέοντος Βάσσου στους Αμπελόκηπους, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένα ακόμη ακίνητο στην οδό Αδριανού. Ιδιαίτερα σκληρή αντιμετώπιση επιφύλασσαν στους ανάπηρους από τις επαρχίες που αναζητούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην ζητιανεύοντας. Βγήκαν στους δρόμους μικτά συνεργεία ανδρών της Ελληνικής Αστυνομίας και υπαλλήλων του δήμου Αθηναίων, τα οποία υπό την προστασία Γερμανών στρατιωτών, ξυλοκοπούσαν τους ζητιάνους και τους φόρτωναν σε καμιόνια με προορισμό τον τόπο καταγωγής τους.

Εντύπωση προκαλεί η σκληρότητα, με την οποία οι πληρωμένες γραφίδες της εποχής, στις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν και αυτές υπό γερμανική κατοχή, ζητούσαν τη λήψη πιο σκληρών μέτρων για τους δυστυχισμένους των δρόμων. Στην αρχή ανέλαβαν να «ιδεολογικοποιήσουν» τις καταδιώξεις επικαλούμενοι λόγους «ευπρέπειας» αλλά και «προστασίας της υγείας των κατοίκων». Όταν το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων είχε μηδενίσει τις εργασίες τους και κατά εκατοντάδες απολύονταν οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εφημερίδες έγραφαν πως η μεγάλη πλειονότητα των επαιτών ήταν άνθρωποι που μπορούσαν να εργαστούν, αλλά απέφευγαν την εργασία «εξ οκνηρίας»! Ζητούσαν δε, από τις στήλες των εφημερίδων, να επεκτείνουν οι Αρχές τη δράση τους στις συνοικίες αλλά και τα περίχωρα της Αττικής[5].

Το άδικο αίμα το οποίο χύθηκε και αποτυπώθηκε στους αριθμούς των νεκρών, των φυματικών και των ελονοσιόπληκτων που άφησε πίσω της η γερμανική Κατοχή θα θυμίζει τις θυσίες του ελληνικού λαού.