Τα γουργουρητά των ναργιλέδων στα παραδοσιακά καφενεία των Αθηνών

Από τα κομψοτεχνήματα της Σμύρνης στους… κακομοίρηδες της πρωτεύουσας

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

 

Καπνίζοντας ναργιλέ. Σχέδιο C. Linson, 1896.

Μετά την Κωνσταντινούπολη έκαναν την επανεμφάνισή τους και στην Αθήνα, κυρίως στα δρομάκια του Ψυρρή, οι βλαβεροί ανατολίτικοι ναργιλέδες. Ο διαβάτης βλέπει τα απομεινάρια της νωχέλειας παλαιότερων χρόνων, ακουμπισμένα στα πεζοδρόμια ή στα τραπεζάκια και πολλούς νέους να αρέσκονται στη χρήση τους.

Θλιβερά αντίγραφα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. Της εποχής την οποία το σπινθηροβόλο πνεύμα του Σουρή απεικόνιζε στον τίτλο της εφημερίδας του με το αραλίκι στον καφενέ, το ναργιλέ έμβλημα της ανατολίτικης απραξίας και του ραχατιού και τον μικρό λούστρο να αγωνίζεται για τα προς το ζην. Αλλά πότε εξαφανίστηκαν από την Αθήνα οι ναργιλέδες;

Ο Ζαχαράτος

Ο πρώτος που έδιωξε τους ναργιλέδες από τα καφενεία του, στις αρχές ακόμη του 20ού αιώνα, ήταν ο περίφημος Ζαχαράτος. Εξάλλου, στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν την τέχνη του. Όπως παραδεχόταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, η χρήση του ναργιλέ ήταν μία «μικρά επιστήμη», μια περίπλοκη τέχνη και διαδικασία ολόκληρη με τσιμπίδια, κάρβουνα, επιστόμια, ανάμματα, γουργουρητά.

Πάντως, η χρήση τους στην Αθήνα ήταν μια παρωδία. Ακόμη και το πολυτελές κάρβουνο που χρησιμοποιούσαν στις χώρες της ανατολής και στην επαρχία και προερχόταν από τους κόμπους του κλήματος της αμπέλου, στην ελληνική πρωτεύουσα είχε αντικατασταθεί από το κοινό και κακής ποιότητας κάρβουνο. Τα κομψοτεχνήματα των καφενείων της Σμύρνης, με τα κουδουνάκια, τα λιλιά, τα φιρφιριά και τα αστραφτερά μέταλλα, στην Αθήνα είχαν μεταβληθεί σε γυμνούς, ευτελείς και κακομοίρηδες ναργιλέδες!

Μία διάταξη

«Αδικαιολόγητον και μυστηριώδες μέτρον» χαρακτήριζαν οι εφημερίδες την απόφαση της Αστυνομίας να καταδιώξει το ναργιλέ και να απαγορεύσει την εμφάνισή του από τις πόλεις και τα προάστιά τους. Αυτό συνέβη το 1931 χωρίς προηγούμενη ενημέρωση από την Αστυνομία που έθεσε υπό διωγμόν τον ναργιλέ. Μέχρι τότε κανείς επισήμως δεν τον είχε θίξει και αρκούσε μια αυγουστιάτικη αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στους υπεύθυνους των καφενείων και των υπόλοιπων δημόσιων κέντρων να χορηγούν στους πελάτες τους ναργιλέ.

Στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν ένα από τα συνήθη θεάματά της. Παντού, ραχάτικα καπνίζαν ναργιλέδες. Σε πλατείες όπως του Συντάγματος, του Μοναστηρακίου, του Κάνιγγος, αλλά και στην άπλα του Ζαππείου μπορούσε κανείς να τραβήξει ένα «γιαβάσικο». Αλλά το κέντρο του ναργιλέ ήταν η Ομόνοια. Γι’ αυτό και η αστυνομική διάταξη φρόντιζε να απαγορεύσει τη χρήση του όχι μόνο στα μαγαζιά και στα πεζοδρόμια της πλατείας, αλλά και σε ικανή ακτίνα των γύρω δρόμων, όπως οι οδοί Σταδίου, Πανεπιστημίου, Πατησίων, 3η Σεπτεμβρίου, Αγίου Κωνσταντίνου, Πειραιώς και Αθηνάς.

Όποιος ήθελε πλέον να απολαύσει τον ναργιλέ του έπρεπε να… ξενιτευτεί στην Αλυσσίδα, την Καλλιθέα ή το Χαλάνδρι. «Δεν μπορούμε να καταλάβουμε διατί καταδιώκεται ο ναργιλές», έγραφε ο Κώστας Αθάνατος, υποστηρίζοντας πως δεν ήταν «απρεπής και αντιαισθητικός». Εξάλλου, τη χρήση του θεωρούσαν «ωραία και μεγαλοπρεπή» καλλιτέχνες και διανοούμενοι, με πρώτους και καλύτερους τον ζωγράφο και ακαδημαϊκό Γεώργιο Ιακωβίδη (1853-1932) και τον αντιπρόεδρο της Βουλής Μιχάλη Αργυρόπουλο (1862-1949). Ο τελευταίος ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Ρήγας Ραγιάς, με το οποίο έγραφε άρθρα και υπέγραφε τις μεταφράσεις του.

Επί Μεταξά

Η πρώτη εκείνη απόπειρα απαγόρευσης του ναργιλέ δεν στέφθηκε με επιτυχία. Παρά τις διώξεις και τις αστυνομικές διατάξεις που απαγόρευαν τη χρήση του ναργιλέ, από τις αρχές της δεκαετίας 1930, το ινδοκάρυον (=ινδική καρύδα), όπως ήταν η λόγια ονομασία του ανατολικής προέλευσης ναργιλέ (περσ. nargila, τουρκ. nargele), κατόρθωσε να επιβιώσει για πολλά χρόνια ακόμη. Ένα από τα πιο καίρια πλήγματα δέχθηκε από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου όταν… εκτοπίστηκε από το κέντρο της πρωτεύουσας. Απαγορεύθηκε η χρήση του στο κέντρο των Αθηνών και οι θιασώτες του αποτραβήχτηκαν σε χώρους που ευνοούσαν περισσότερο την έκσταση που τους χάριζε ο ναργιλές.

Με το θέμα, όπως ήταν φυσικό, ασχολήθηκαν ιδιαιτέρως οι χρονογράφοι. Ο Νικόλαος Πετιμεζάς σε ένα από τα χρονογραφήματά του (1937) υπό τον τίτλο «Καταδίκη μαρκουτσιού» μας παρέδωσε μοναδικές εικόνες, ίσως και αποκαλυπτικές, της εποχής. Έγραφε: «Με αυτήν εζήσαμεν, την υμνήσαμεν, την ετραγουδήσαμεν, της εψάλλαμεν τα πάντα, την γλυκυτάτην νωθρότητα, την γαληνευτικήν της ψυχής μοιρολατρείαν τους πόθους της, τους στεναγμούς της, τα χα και βαχ, τους γιαρέδες, τους αμανέδες, τους μακρόσυρτους, τις νοσταλγίες, τα λαγγέματα, τα σαντούρια και τα ούτια. Και υπεράνω όλων η περίφημος, η τοπική ζωγραφιά, η συμβολίζουσα τον γνήσιον ανατολίτην και κατόπιν και τον Αθηναίον όλων των συνοικιών, των κέντρων και των περιχώρων, την στενοχώρια και τα βάσανα⋅ τουτέστιν άνθρωπον με το ένα πόδι επί του άλλου, με καφεδάκι εις το πλάι του και με μαρκούτσι εις την δεξιάν»!

Όσο για τη δίωξη του ναργιλέ ήταν βεβαίως ξεκάθαρος, αφού σημείωνε πως «Καιρός ήταν. Ας μας συγχωρήσουν οι λάτρεις και ερασταί της περιέργου αυτής συσκευής⋅ αλλά ήταν μία ασχημία, μία αντιαισθητική μορφή εις τα κέντρα της πόλεως, όπου εκινδύνευες να μπλεχθούν τα πόδια σου εις τα θρασύτατα μαρκούτσια. Γλυκειά και νοσταλγική η Ανατολή, αλλά μας εχάρισε πολλές ασχημίες. Ναργιλέδες, δίσκοι περιφερόμενοι εις τους δρόμους με καφέδες και νερά…».

Λεπτομέρεια από τον «ΡΩΜΗΟ» του Γ. Σουρή.

«Ναργιλεδοφουμαδόροι»

Αλλά και πάλι δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Συνέχισε την πορεία του μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, στις αρχές της λεωφόρου Συγγρού, είχε απομείνει ένας καφενές όπου μπορούσαν να απολαύσουν τον ναργιλέ τους οι θεριακλήδες τουρίστες από την ανατολή που επισκέπτονταν την ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν όμως μια εξαίρεση. Στην πραγματικότητα τα τελευταία στέκια των θεριακλήδων «ναργιλεδοφουμαδόρων» εξαφανίστηκαν μαζί με τα ιστορικά καφενεία, τα οποία έκλεισαν ή κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους ανεγέρθηκαν σύγχρονα μεγαθήρια με σνακ μπαρ και ουζερί.

Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας 1950 δύο κεντρικά στέκια με την ονομασία «Βυζάντιον» διέθεταν ακόμη ναργιλέδες. Το ένα στην Ομόνοια, δίπλα στο φαρμακείο του Μπακάκου και το άλλο στην πλατεία Κολωνακίου. Το άντρο των θεριακλήδων στην Ομόνοια διέθετε και ιδιαίτερη αίθουσα για τους ναργιλετζήδες. Οι περισσότεροι ήταν απόμαχοι ναυτικοί και κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί. Συγκεντρώνοντο εκεί για να απολαύσουν νωχελικά τον καπνό από το αναμμένο τουμπεκί, να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις και ικανοποιημένοι να πάνε στα σπιτικά τους να συνεχίσουν την ξεκούραση.

Τα ίδια και στο «Βυζάντιον» του Κολωνακίου, όπου οι ελάχιστοι πλέον θεριακλήδες αραίωσαν δραματικά αποχωρώντας από τη ζωή και αφήνοντας άδειες τις καρέκλες του καφενείου. Ήταν οι ελάχιστοι οπαδοί μιας ξεχασμένης αίρεσης, όπως αποκλήθηκε κάποτε. Όταν οι χρήστες του ναργιλέ προτιμούσαν τον ρυθμικό θόρυβο και το γουργούρισμά του από το άκουσμα μιας δυσάρεστης είδησης ή όταν ακούγοντας τους ρογχασμούς της συσκευής βυθίζονταν στις σκέψεις τους. Το επιστόμιο (πίπα) που κουβαλούσαν συνήθως στην τσέπη τους ήταν δείγμα της ευπορίας ή της φτώχειας τους, αφού κατασκευαζόταν από κεχριμπάρι, χρυσό, ασήμι ή απλό σίδερο.

Γι’ αυτό η επανεμφάνιση ναργιλέδων στους δρόμους των Αθηνών και στα στέκια που συχνάζουν νέα παιδιά μοιάζει απλά με κακόγουστη φάρσα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ: ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ (1926)

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ: ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ (1926)