Τα ΟΔΩΝΥΜΙΚΑ του Δήμου Αγίων Αναργύρων – Καματερού

Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης

Ο Δήμος Αγίων Αναργύρων – Καματερού προέκυψε από την συνένωση του Δήμου Αγίων Αναργύρων (Α) και του Δήμου Καματερού (Β), το 2010:

Α. Οι Άγιοι Ανάργυροι ανήκουν στα δυτικά προάστεια της Αθήνας και βρίσκονται ανάμεσα σε Αθήνα, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Χαλκηδόνα, Περιστέρι, Ιλιο και βεβαίως το Καματερό με το οποίο συνενώθηκε διοικητικά. Το όνομά του οφείλεται στο παλαιό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, το οποίο είναι σήμερα ενσωματωμένο στον ομώνυμο ναό, που άρχισε να κτίζεται το 1938 και εγκαινιάστηκε λίγα χρόνια αργότερα.

Η περιοχή άρχισε να κατοικείται μετά την αξιοποίηση του Κτήματος του Πύργου Βασιλίσσης από τη Βασίλισσα Αμαλία που αγόρασε εκεί εκτάσεις το 1848. Ο οικισμός αναπτύχθηκε αρχικά ως συνοικία της κοινότητας Νέων Λιοσίων (σημερινού Δήμου Ιλίου), αλλά το 1927 αποσπάστηκε από αυτήν και αποτέλεσε χωριστή κοινότητα Αγίων Αναργύρων.

Στην Κοινότητα των Αγίων Αναργύρων περιλήφθηκαν σταδιακά και άλλες περιοχές (Ανάκασα κλπ.), πράγμα που αποτέλεσε για αρκετό διάστημα αιτία προστριβής με τη μητρική Κοινότητα. Η ανάπτυξη της νέας Κοινότητας γίνεται φανερή από την πληθυσμιακή της αύξηση: το 1951 είχε ήδη 8.500 κατοίκους, για να φθάσει τους 27.000 το 1971 και πολλαπλάσιους σήμερα. Το 1963 η Κοινότητα Αγίων Αναργύρων προήχθη σε Δήμο.

Οι Άγιοι Ανάργυροι έχουν 303 οδούς και 6 πλατείες, που κατανέμονται στο κεντρικό τμήμα του και στις περιοχές Ανάκασα, Μυκονιάτικα, Κοκκινοπούλου, Αγία Παρασκευή και Τσούμπα. Υπάρχουν γενικά πολλοί δρόμοι με γεωγραφικά ονόματα από όλη την Ελλάδα, ενώ παρατηρούνται και ομαδοποιήσεις ονομασιών, όπως π.χ. στο βόρειο τμήμα του Δήμου, δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής, όπου υπάρχουν ονόματα πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης.

Στους Αγίους Αναργύρους βρίσκεται το Στρατιωτικό Εργοστάσιο Βάσεως και το Ινστιτούτο Γεωργικής Μηχανολογίας, ενώ στη δυτική πλευρά του ο Δήμος εφάπτεται με το κτήμα και τις εγκαταστάσεις του Πύργου Βασιλίσσης.

Β. Το Καματερό βρίσκεται στα ΒΔ της Αθήνας, στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, παραφυάδας του Αιγάλεω, και σε υψόμετρο 160. Περιβάλλεται από το Ίλιο, την Πετρούπολη, τις Αχαρνές (Μενίδι), τα Άνω Λιόσια και τους Αγίους Αναργύρους με τους οποίους συνενώθηκε. Στην περιοχή αυτή και λίγο βορειότερα υπήρχε κατά την αρχαιότητα ο αττικός δήμος Φρεαρρίων της Λεοντίδος φυλής.

Το Καματερό οφείλει το όνομά του στη βυζαντινή αρχοντική οικογένεια Καματηρού, που είχε εκτάσεις στην περιοχή (αναφέρονται ο επίσκοπος Ιωάννης Καματηρός κατά τον 12ο αιώνα, ο Επιφάνειος Καματηρός το 12ο αι., ο Γρηγόριος Καματηρός τον 11ο αιώνα, ο Ανδρόνικος Καματηρός, ο Βασίλειος Καματηρός κ.ά.). Ένα μέλος της οικογένειας Καματηρού έγινε κατά τον 18ο αιώνα ο πρώτος οικιστής της περιοχής όπου σήμερα εκτείνεται η περιοχή.

Τον Ιανουάριο του 1827 έγινε στο Καματερό μεγάλη μάχη, ανάμεσα σε 2.800 Έλληνες κάτω από τους Μαυροβουνιώτη, Νοταρά και Βούρβαχη και τις δυνάμεις του Κιουταχή, ο οποίος πολιορκούσε τότε την Ακρόπολη, με δυσμενή αποτελέσματα για τους πρώτους. Στη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ο οικισμός, το «χωρίον Καματερόν», είχε λιγότερους κατοίκους, από τη δεκαετία όμως του 1920 ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνει με την εγκατάσταση εργατικών ιδίως οικογενειών, και το 1928 οι κάτοικοι είχαν φθάσει τους 388.

Το 1934 το Καματερό αποσπάστηκε από το Δήμο Αθηναίων , στον οποίο ανήκε μέχρι τότε, ως ανεξάρτητη Κοινότητα και το 1972 προήχθη σε Δήμο. Οι κάτοικοι έφθασαν τους 740 το 1951, τους 11.400 το 1971 και τους 15.000 το 1981. Ανάλογη ήταν και η εδαφική επέκταση του Δήμου.

Το Καματερό έχει 440 οδούς και 5 πλατείες, που κατανέμονται στις περιοχές-συνοικίες Νέα Χαραυγή, Άγιος Νικόλαος, Ανθοκηπουρών, Νέας Ολυμπίας, Γεροβουνού, Σουλιώτη και Τσόπα. Στα ΝΑ όριά του (με το Δήμο Ιλίου) το Καματερό εφάπτεται με το κτήμα και τις εγκαταστάσεις του Πύργου Βασιλίσσης, ενώ στα ΒΔ εκτείνεται προς τις υπώρειες του Ποικίλου Όρους. Από τις κυριότερες αρτηρίες του Δήμου είναι η οδός Φυλής (που πορεύεται παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή), η οδός Κωνσταντινουπόλεως, η οδός Μαργαριτίου, η λεωφόρος Καματερού, η οδός Κωστή Παλαμά κ.ά.