Το Φιντανάκι του Παντελή Χορν και η αθηναϊκή αυλή

Σφράγισε την εποχή πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Το περίφημο σκηνικό μιας Πλακιώτικης αυλής στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβηκε το «Φιντανάκι» το 1934.

 

Το περίφημο «Φιντανάκι», η δραματική ηθογραφία του Παντελή Χορν που παίχτηκε στο θέατρο Κυβέλης για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο 1921 για να κατακτήσει στη συνέχεια τις στήλες των εφημερίδων, το αναγνωστικό κοινό και τον κινηματογράφο, είναι από τα έργα τα οποία πολλά έχουν να προσφέρουν στον αναγνώστη ή τον θεατή τους. Σφράγισε οριστικά μια εποχή, αφού γράφτηκε και ανέβηκε το 1921 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το επόμενο έτος, λίγους μήνες πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Οι εικόνες, τα επεισόδια, οι γραφικές και οι σοβαρές πλευρές της ζωής μέσα στην αυλή, υπήρξαν τουλάχιστον μέρος των πληροφοριών που τροφοδότησαν την πένα του Π. Χορν. Γι’ αυτό και οι ειδικοί συνεχίζουν να γράφουν πραγματείες ολόκληρες για την κληρονομία που άφησε πίσω της αυτή η ηθογραφία.

Η φτωχή μοδιστρούλα Τούλα, το φιντανάκι, κόρη του ταχυδρόμου κυρ Αντώνη ερωτεύεται τον τυχοδιώκτη Γιάγκο, ο οποίος την προδίδει για χάρη της προκλητικής Εύας που του προσφέρει τα κάλλη της αλλά και ευκαιρίες ζωής. Η κυρά Κατίνα, κεντρικό πρόσωπο του έργου, γνωρίζει φτωχές κοπέλες σε πλούσιους. Εκείνη θα… σπρώξει την Τούλα να προδώσει τις αξίες της. Έτσι, χανόταν η παράδοση που ήθελε χαμηλοβλεπούσα την «κόρη». Κατά πόδας έπαιρνε τον δρόμο χωρίς επιστροφή και ο ρομαντισμός. Τη θέση τους καταλάμβαναν η ορμή του αυτοκινήτου, η μεταξωτή κάλτσα και τα «ντάνσινγκ». Η αθηναϊκή αυλή ψυχορραγούσε και έμπαινε στην τελευταία, ίσως την πλέον δύσκολη, φάση της. Θεωρήθηκε, δικαιολογημένα, έργο-τομή που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον ελληνικό κινηματογράφο και συνέβαλε στην επιτυχία του.

Ήταν τόση η επιρροή που άσκησε το «Φιντανάκι» στην ελληνική κοινωνία και η επιτυχία του, ώστε το 1933 ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο, αποσπώντας θερμές κριτικές, αλλά η αθηναϊκή αυλή παρουσιάζεται πλέον με την αίσθηση του κλειστού σαλονιού. Το 1944 ο σκηνοθέτης Κώστας Μιχαηλίδης ανέβασε το έργο στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς του «ρεαλιστικό τοπικό χρώμα» και μεταφέροντας την αθηναϊκή Πλάκα στον Βαρδάρη της Θεσσαλονίκης. Οπότε η σκηνή απέκτησε ως φόντο αντί την Ακρόπολη, το Επταπύργιο και η Πλάκα των Αθηνών αντικαταστάθηκε από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής! Ο Τύπος κατέκρινε την προσπάθεια, ενώ στη μετάθεση του τόπου στον οποίο υπόκειται το έργο αντέδρασε γραπτά η χήρα του Παντελή Χορν, η Ευτέρπη Χορν. Το έργο, όπως το γνώρισαν οι νεότεροι, απέχει τόσο από την πρώτη μορφή που παρουσιάστηκε στο θέατρο το 1921, αλλά και από την ολοκλήρωσή του ως «Αθηναϊκή Ηθογραφία» που δημοσιεύθηκε σε σειρές στον Τύπο το 1922 για να πάρει τη μορφή αυτόνομης έκδοσης έναν χρόνο αργότερα (1923). Το «Φιντανάκι» γεννιέται και καθιερώνεται στο όριο δύο μεγάλων εποχών∙ είναι κι αυτή η συγκυρία ένα από τα πρόσθετα στοιχεία που το κατέστησε έργο αναφοράς για την ιστορία της αθηναϊκής αυλής.

Τα τοπόσημα του έργου άλλαξαν ή αλλοιώθηκαν και άλλα χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, τις διάφορες εκδοχές και τις παραλλαγές του. Πέρα από τη γειτονιά της Πλάκας και την αυλή της κυρά Κατίγκως, ο περίγυρος –απαραίτητο συμπλήρωμα για την παρουσίαση της καθημερινής ζωής– άλλαξε απότομα. Ο Ασύρματος του Θησείου ξεχάστηκε, στη θέση της γραφικής Αγίας Μαρίνας υψώθηκε περικαλλής Ναός –οπότε στη σκηνοθεσία της ταινίας (1955) προτιμήθηκε ο Λουμπαρδιάρης–, ο Λόφος του Αστεροσκοπείου έπαψε να είναι ορατός από κάθε σημείο της πόλης, οι αναφορές στο κτηματάκι της Κολοκυνθούς και στο οικοπεδάκι του Πολυγώνου έχασαν την αξία τους, ενώ έσβησε άδοξα και ο ανταγωνισμός με άλλες γειτονιές, όπως η Νεάπολη. Θεωρήθηκαν ανούσιες λεπτομέρειες και αφαιρέθηκαν παίρνοντας μαζί τους το αυθεντικό χρώμα και το άρωμα της αυλής. Τη συνέχεια θα δώσει λίγες δεκαετίες αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις με την «Οδό Ονείρων».