Η μεγάλη παρέλαση των Γερμανών στην Αθήνα και οι πρώτοι όμηροι στο Δημαρχιακό Μέγαρο

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Από τις πρώτες ημέρες παρουσίας τους στην Αθήνα οι Γερμανοί αναζητούσαν τρόπους ώστε αφενός να εντυπωσιάσουν με την ισχύ τους αλλά και να κάνουν έντονη την παρουσία τους προκειμένου να αποτρέψουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ήταν ήδη υποψιασμένοι για το κλίμα που επικρατούσε, αφού πρώτος έδωσε το σύνθημα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος: «Ο πρωθυπουργός που ώρκισα βρίσκεται και αγωνίζεται στην Κρήτη με τον βασιλιά. Αρνούμαι να ορκίσω φερέφωνο των Γερμανών», τους είπε και αφού αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση ταμπουρώθηκε στο Αρχιεπισκοπικό του Μέγαρο[1].

Εκεί αναγκάστηκε να τον επισκεφτεί ο στρατηγός Στούμε. Πέρα από τις έντονες ανακοινώσεις που απειλούσαν όσους έκρυβαν Άγγλους στρατιώτες ή εκείνους που δεν θα υπάκουαν στις διαταγές των Αρχών, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια μεγαλειώδη παρέλαση στις 3 Μαΐου 1941, μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Μετά τη συνάντησή του με τον Αρχιεπίσκοπο ο Γερμανός στρατηγός είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για απρόοπτα γεγονότα, ταραχές ή επεισόδια που μπορούσαν να έχουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις[2].

Στιγμιότυπο από την παρέλαση (Μάιος 1941).

Οι όμηροι

Έτσι, το βράδυ της προηγουμένης που προγραμματιζόταν η παρέλαση, έστειλε τον υπασπιστή του στον Αμβρόσιο Πλυτά, ο οποίος ήταν ακόμη Δήμαρχος Αθηναίων. Εν ολίγοις, του ζήτησε κατάσταση με 12 Αθηναίους πολίτες που κατείχαν σημαντικά αξιώματα προκειμένου να τεθούν στη διάθεση του Φρούραρχου φον Σέιμπεν, ως ομήρους, όσο θα διαρκούσε η παρέλαση! Η παρουσία τους θα αποτελούσε εγγύηση εκ μέρους των ελληνικών Αρχών ότι δεν θα γινόταν κάποια επίθεση στα γερμανικά στρατεύματα τα οποία θα παρήλαυναν στους δρόμους των Αθηνών. Ο Α. Πλυτάς επικοινώνησε αμέσως, κυρίως με εκπροσώπους επαγγελματικών φορέων, για να τους ενημερώσει και να ζητήσει την αρωγή τους[3].

Ξημερώματα Σαββάτου, 3 Μαΐου 1941 περνούσαν το κατώφλι του δημαρχιακού μεγάρου της οδού Αθηνάς και τέθηκαν στη διάθεση του Γερμανού Φρουράρχου δώδεκα άνδρες. Ήταν ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Φωτεινός, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Άγγελος Σταυρόπουλος, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Κωνσταντίνος Περράκης, ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Βασίλειος Ράπτης, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κλέαρχος Μανέας, ο πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Απόστολος Γιοκαρέτσας, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ανδρέας Γεωργάτος, ο γενικός γραμματέας του Συλλόγου των Αθηναίων Δημήτριος Σκουζές, ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ Ιωάννης Καλομοίρης, ο πρόεδρος της Κτηματικής Ενώσεως Ιωάννης Παμπούκης και ο πρόεδρος της ΕΛΠΑ Αντώνιος Σταθάτος.

 

Θηριώδη μέτρα

Για την οργάνωση της παρέλασης των γερμανο-ιταλικών στρατευμάτων στήθηκε μια γιγαντιαία επιχείρηση, η οποία ανάμεσα στα άλλα εντάχθηκε στους θηριώδεις προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των Γερμανών. Παρουσιάζοντας τη σβάστικα να κυματίζει πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης θα έστελναν μήνυμα ισχύος προς κάθε κατεύθυνση. Γι’ αυτό έλαβαν θηριώδη αστυνομικά μέτρα. Πρώτα εκδόθηκε ανακοινωθέν που καθόριζε την κυκλοφορία σε ολόκληρη την πόλη. Από τις πέντε το πρωί της 3ης Μαΐου 1941 απαγορεύθηκε η κυκλοφορία από τον Πειραιά μέχρι τα Παλαιά Ανάκτορα (Παλαιά Βουλή). Από τις οκτώ απαγορευόταν η κυκλοφορία των οχημάτων στο σύνολο των οδών που οδηγούσαν στο Σύνταγμα[4].

Εννοείται πως απαγορεύθηκε και η κυκλοφορία οιουδήποτε ατόμου, όχι μόνον γύρω από τον χώρο του Αγνώστου Στρατιώτη και της Πλατείας Συντάγματος αλλά και σε μία μεγάλη ακτίνα δρόμων. Επιτρεπόταν μόνον η κυκλοφορία γερμανικών και ιταλικών οχημάτων ενώ τα παράθυρα έπρεπε να είναι κλειστά καθ’ όλη τη διάρκεια της παρέλασης. Απαγορευόταν ακόμη να υπάρχουν άτομα στους εξώστες και στις ταράτσες των σπιτιών και να κυκλοφορήσει τροχιοδρομικό ή ιππήλατο όχημα έως τις πρώτες απογευματινές ώρες. Οπότε οι συγκοινωνίες διακόπηκαν και οι σχετικές ανακοινώσεις κατέληγαν με το στερεότυπο «Πας μη συμμορφούμενος με τα διατασσόμενα θα συλλαμβάνεται και θα υφίσταται αναλόγους συνεπείας»[5].

Στιγμιότυπα από την παρέλαση (Μάιος 1941).

Η παρέλαση       

Από εξέδρα, που στήθηκε μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, παρακολούθησε την παρέλαση ο στρατάρχης Βίλχεμ φον Λιστ και ο στρατηγός της Αεροπορίας φον Ριχτχόφεν. Τους μηχανοκίνητους σχηματισμούς ακολουθούσαν αλεξιπτωτιστές και τμήματα ιππικού και πεζικού, μονάδες αλπινιστών και πολλά άρματα μάχης. Στο τέλος παρέλασαν Ιταλοί βερσαλλιέροι, γρεναδιέροι, μελανοχίτωνες και αλπινιστές. Η επιβλητική φάλαγγα κινήθηκε από την λεωφόρο Συγγρού προς την λεωφόρο Αμαλίας και στην συνέχεια κατέβηκε προς την λεωφόρο Πανεπιστημίου. Από εκεί τα πεζοπόρα τμήματα ακολούθησαν, τις οδούς Σίνα και Ιπποκράτους με κατεύθυνση προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα μηχανοκίνητα τμήματα συνέχισαν την πορεία τους προς τις οδούς Πατησίων, 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Κωνσταντίνου και Πειραιώς. Όσο κρατούσε η παρέλαση, πετούσε πολυάριθμο σμήνος αεροπλάνων κάνοντας διάφορους σχηματισμούς. Η παρέλαση κινηματογραφήθηκε περιλαμβάνοντας και πλάνα από την Ακρόπολη ώστε να μεταδοθεί η εικόνα διεθνώς.

Όλοι πλέον ένιωθαν βαριά τη μπότα του κατακτητή, αλλά λίγοι ήταν εκείνοι που παρακολούθησαν την παρέλαση, μια χούφτα αμετανόητοι γερμανόφιλοι της προπολεμικής εποχής. Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του εκφράζοντας και εμπράκτως την απέχθειά του στους κατακτητές. Κύριος στόχος των Γερμανών προπαγανδιστών ήταν η δημιουργία κλίματος και η μετάδοση εικόνων από την πόλη των Αθηνών σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό ειδικά συνεργεία κινηματογράφησαν την παρέλαση, διανθίζοντάς της με διάφορα εφέ. Ήθελαν να δείχνουν τη σημαία τους να κυματίζει στην Ακρόπολη. Όσο για τους ομήρους που είχαν κλειστεί φυλασσόμενοι στο Δημαρχείο Αθηνών, αφέθηκαν ελεύθεροι τρεις ώρες μετά το τέλος της παρελάσεως.

Ψυχικό άλγος

Η εικόνα συμπληρωνόταν από τις διάφορες φήμες και ειδήσεις που κυκλοφορούσαν. Την προηγουμένη είχε ανακοινωθεί η απώλεια της Πηνελόπης Δέλτα, της ευγενικής δέσποινας με τα ευγενή ιδανικά. Ένα όνομα που επί σειρά ετών αποτελούσε το φωτεινό σύμβολο των πιο ευγενικών αισθημάτων φιλανθρωπίας, αλτρουισμού και ανωτερότητας. Ανήμερα της παρέλασης των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών ο υφυπουργός Αντώνιος Λιβιεράτος ανακοίνωνε πως καθιερωνόταν νέος τύπος άρτου, με πρόσμιξη κριθαριού 40%[6]. Αλλά μία δήλωση του αντιστράτηγου Γ. Τσολάκογλου, στην πραγματικότητα το περιεχόμενο της ημερήσιας διαταγής που απηύθυνε στον στρατό που είχε αγωνισθεί,  προκαλούσε ψυχικό άλγος στον ελληνικό λαό: «Ο γερμανικός στρατός δεν ήλθεν ως εχθρός, ως πολέμιος. Ήλθεν ως φίλος», έγραφε ο κατοχικός πρόεδρος της Κυβερνήσεως[7]. Καλούσε εκείνους που είχαν χύσει το αίμα τους στα πεδία της μάχης να ενστερνισθούν «τας υψηλάς αρχάς του εθνικοσοσιαλισμού, της νέας αυτής πολιτικής θρησκείας την οποίαν η φωτεινή διάνοια και η μεγάλη ψυχή του Φύρερ εδημιούργησε» και να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους[8]. Η μεγάλη νύχτα είχε αρχίσει.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014.

Συμπληρωμένες δημοσιεύσεις: Εφημερίδα «Εστία» Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Άρτεμις Πετράντη: Εξευτέλισε την αντικατασκοπεία των κατακτητών

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Άρτεμις Πετράντη: Εξευτέλισε την αντικατασκοπεία των κατακτητών

Όταν στην Κατοχή κυνηγούσαν αναπήρους και ζητιάνους!

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Όταν στην Κατοχή κυνηγούσαν αναπήρους και ζητιάνους!

Η συγκλονιστική Μεγάλη Εβδομάδα της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η συγκλονιστική Μεγάλη Εβδομάδα της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας