Όταν η πολυκατοικία εξαφάνιζε την παραδοσιακή Αθηναϊκή αυλή

Οι δυσκολίες στην συνοίκηση και οι αλλαγές της δεκαετίας 1930

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Αυλή πλακιώτικου σπιτιού, Alex Barkoff (Αθήνα, 1932)

 Γράψαμε και άλλοτε για την παραδοσιακή αυλή που ύμνησαν όσοι τη γνώρισαν. Τον ανοιχτό και συνήθως περιφραγμένο χώρο, όπου κυλούσε η ζωή απλή μα πλήρης χρωμάτων και συναισθημάτων. Το μονώροφο λευκό σπιτάκι, με τη φλυαρία του κατωφλιού, την κληματαριά και εν γένει την λαϊκή αρχιτεκτονική που είχε όμως την δική της ψυχική αρχοντιά. Υποχώρησαν όλα στην πίεση της πολυκατοικίας. Η συνήθης διαδρομή, το νέο διώχνει και εξαφανίζει το παλιό. Το συναίσθημα και ο ενθουσιασμός του καινούργιου όμως, μοιραία θα δώσουν κάποτε την θέση τους στη νοσταλγία. Έτσι συνέβη και με τις αυλές.

Σχέσεις συνοικούντων

Πριν δούμε τους μηχανισμούς που εξαφάνισαν την παραδοσιακή αυλή, ας κάνουμε λόγο για την ζωή σε αυτήν. Επιλέγοντας ένα περιστατικό που θα μας ταξιδέψει στον κόσμο της συγκατοίκησης που είχε τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της. Όχι μόνον από τότε που ανεγέρθηκαν οι πολυκατοικίες και μάθαμε να ζούμε σε «κουτιά». Αλλά από την εποχή που τα σπίτια ήταν ακόμη δίπατα και είχαν τις παραδοσιακές αυλές τους.

Η ζωή στην αυλή έχει αποτελέσει αντικείμενο για τους λογοτέχνες, τους ζωγράφους και τους τραγουδοποιούς και έχει υμνηθεί σχεδόν από όλους όσοι ασχολήθηκαν μαζί της. Αλλά δεν ήταν πάντα αρμονικές οι σχέσεις των συνοικούντων. Τα κουτσομπολιά και οι ομηρικοί καυγάδες ήταν δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Έμεινε δε μνημειώδες ένα περιστατικό που συνέβη στη γειτονιά του Γερανιού, το 1903[1].

Μοναχοκόρη και συναυλία

Εκεί, σε ένα από τα παλιά δίπατα αθηναϊκά σπίτια, κάθονταν δύο οικογένειες. Επάνω μια οικογένεια με τη 14χρονη μοναχοκόρη της. Κάτω μία άλλη οικογένεια, αλλά με δύο κόρες και μάλιστα πιο όμορφες από εκείνην του επάνω πατώματος. Όπως όλα τα σπίτια της εποχής είχε κοινή είσοδο και τα ξύλινα πατώματα που χώριζαν τους επάνω με τους κάτω υπήρξαν αφορμή να κηρυχθεί πραγματικός πόλεμος και να τα χαλάσουν μεταξύ τους οι δύο οικογένειες. Αφού κηρύχθηκε πόλεμος άρχισαν και οι… ομοβροντίες. Η πρώτη ρίχτηκε από τους επάνω με μια… ομοβροντία πιάνου.

Η μοναχοκόρη όχι μόνον ήταν αδικημένη από τη φύση στην εμφάνισή της αλλά δεν ήξερε να παίζει πιάνο. Παρά ταύτα κάθισε και κοπανούσε το κλειδοκύμβαλο, έχοντας δίπλα τη μητέρα της, η οποία κρατώντας ένα ρόπαλο κτυπούσε κατά διαστήματα το πάτωμα, σιγοντάροντας τη θυγατέρα. Στη συναυλία αποφάσισε να λάβει μέρος και η υπηρέτρια, κοπανώντας σε ένα χάλκινο γουδί όλα τα πιπέρια και τις κανέλες της κουζίνας της. Η συναυλία κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα κάνοντας τους αποκάτω να περιέλθουν σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Αλλά έδωσαν τόπο στην οργή.

Κεραμίδι με θειάφι…

Την επομένη όμως η επίθεση επαναλήφθηκε, διαρκώντας και πάλι μέχρι τα μεσάνυχτα, όπως έγινε και την τρίτη ημέρα. Ε, τότε κλήθηκε ο αστυνόμος, ο οποίος πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα και έπρεπε να δώσει λύση στο πρόβλημα. Περιήλθε σε προφανή αμηχανία. Αφού εξέτασε τον χώρο, το έμπειρο μάτι του άστραψε μόλις παρατήρησε πως ήταν ξύλινη η οροφή. «Το βρήκα», είπε χαρούμενος στους ενοίκους του αποκάτω που κρέμονταν κυριολεκτικώς από τα χείλη του. «Άμα το βράδυ αρχίσουν πάλι να κτυπούν, να έχετε έτοιμο ένα κεραμίδι με θειάφι. Να το ανάψετε εδώ μέσα και να κλείσετε καλά την πόρτα και τα παράθυρα»!

Μάννα και κόρη τον κοίταζαν έκπληκτες, αλλά ο εκπρόσωπος του νόμου τις διαβεβαίωνε πως όλα θα πάψουν. Πράγματι το βράδυ έφτασε η ώρα του πιάνου, του ρόπαλου και του γουδιού για τους από πάνω. Οπότε οι αποκάτω έβαλαν στο θειάφι φωτιά, έκλεισαν πόρτες και παράθυρα και βγήκαν στην αυλή για να πάρουν τον αέρα τους. Δεν πέρασε μισή ώρα και η διαβολική συναυλία σταμάτησε. Μάννα και κόρη βγήκαν έντρομες στο χαγιάτι νομίζοντας ότι το σπίτι είχε πάρει φωτιά. «Ανάψαμε λίγο θειάφι για να δηλητηριάσουμε τους κοριούς» ήταν η απάντηση των αποκάτω που χασκογελούσαν για το πάθημα των αντιπάλων τους.

Σταμάτησαν…

Η συνέχεια δόθηκε στα δικαστήρια όπου απευθύνθηκαν η μάννα με τη μοναχοκόρη της, κατηγορώντας ούτε λίγο, ούτε πολύ τις γειτόνισσές τους ότι αποπειράθηκαν να τις δηλητηριάσουν. Ο δύσμοιρος πατέρας προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα υπεραμυνόμενος της χρήσης του κλειδοκύμβαλου από την θυγατέρα του και του γουδιού από την υπηρέτρια.

Αλλά δεν μπορούσε να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το ρόπαλο της συζύγου. Κατέθεσε δε πως δεν είχαν ανάψει μόνον θειάφι αλλά και φώσφορο. «Διανυκτερεύσαμε στο χαγιάτι για να μην πεθάνουμε από ασφυξία» κατέθετε ο πατέρας. Πάντως, οι ομοβροντίες σταμάτησαν και οι συμβουλές του αστυνόμου αποδείχθηκαν πολύτιμες[2].

Χρόνος – σταθμός

Κάπως έτσι περνούσε λοιπόν η ζωή στις αυλές μέχρι που οι συνοικίες και οι γειτονιές των Αθηνών παραδόθηκαν η μία μετά την άλλη στα μεγαθήρια. Ένα κομμάτι της Πλάκας υποχώρησε, όπως και η φοιτητική τρώγλη της Νεάπολης που δέχθηκε την ακατάσχετη πρώτη επιδρομή από τα προπολεμικά ακόμη χρόνια. Η μονώροφη κατοικία εκδιώχθηκε στην αρχή από το κέντρο και συγκρατήθηκε στις γειτονιές.

Ο καλπασμός άρχισε από το 1922, όταν ξέσπασε η προσφυγική θύελλα και η άρρυθμη επέκταση. Οπουδήποτε και οπωσδήποτε ένα σπίτι ήταν το ζητούμενο, όπως εύστοχα έγραψε ο Π. Παλαιολόγος το 1934[3], παρουσιάζοντας πως η πολυκατοικία εκτόπισε την αυλή. Τίποτε δεν μπορούσε να ανακόψει τον πυρετό της κερδοσκοπίας που είχε καταλάβει τους πάντες.

Οι αριθμοί

Ούτε οι συνοικισμοί, ούτε η αφθονία της στέγης, αλλά ούτε και τα χιλιάδες των ξενοίκιαστων σπιτιών. Όποιος διέθετε μικρή ή μεγάλη περιουσία, θεωρούσε πως το κεφάλαιό του εξασφαλιζόταν μόνον εάν μεταβαλλόταν σε θεμέλια και τοίχους. Η απόκτηση στέγης μετατράπηκε σε ιδεώδες. Οι αριθμοί είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες όσων συνέβησαν. Ενώ το 1918 εκδίδονται 307 οικοδομικές άδειες, το 1922, τη χρονιά της μικρασιατικής καταστροφής, η αύξηση εμφανίζεται ιλιγγιώδης αφού εκδίδονται 1933 άδειες! Ενδιαφέρουσα όμως είναι και η συνέχεια.

Μέσω των οικοδομικών αδειών μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ψυχολογία με την οποία κινήθηκε η οικονομία και η κοινωνία. Την διετία 1924-25 οι οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν στην Αθήνα, κυμάνθηκαν από 3.856 μέχρι 3.885. Πρόκειται για ρεκόρ. Στα χρόνια που ξέσπασε η οικονομική κρίση (1929-31) εμφανίζεται κάποια κάμψη, η οποία όμως ήταν προσωρινή. Η οικοδομική έξαρση επανήλθε, έχοντας νέα χαρακτηριστικά. Δεν επεκτείνεται πλέον προς κάθε ύψωμα και εσχατιά αλλά οι οικοδομικές επιχειρήσεις περιορίζονταν κάπως στα κέντρα και δίνουν την πρώτη κερδοφόρα μάχη τους με τις μονοκατοικίες[4].

Η «μάχη» του τσιμέντου

Από το 1932 ολοένα και αυξάνονται τα διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα κατασκευάσματα. Δεν λείπουν όμως και τα πενταώροφα και εξαώροφα, ενώ τουλάχιστον μια επταώροφη οικοδομή εμφανίζεται το 1934. Ο κάτοικος της πρωτεύουσας, ο οποίος στην αρχή έβλεπε με δυσπιστία και απαρέσκεια τα διαμερίσματα, όχι μόνον συμφιλιώθηκε με αυτά αλλά εμφανίσθηκε να τα προτιμά. Η πολυκατοικία μετατρέπεται σε ανάγκη. Δεν μπορούσε να νοηθεί μεγαλούπολη με καλύβες και αυλές. Ήδη, ο Π. Παλαιολόγος, από το 1934, σημειώνει πως η πολυκατοικία πρόσφερε υγιεινή εγκατάσταση, θέρμανση και καθαριότητα. Οι ρομαντικοί αρκούνταν στη νοσταλγία της αυλής τους, την οποία όμως πρόθυμα εγκατέλειπαν[5].

Έπρεπε όλοι να συμβαδίσουν με την εποχή τους που απαιτούσε λιγότερη φιλολογία και περισσότερη άνεση. Η πόλη των Αθηνών έπαιρνε πλέον νέα μορφή, η οποία δεν είχε τα στοιχεία της γραφικότητας και της ασπρισμένης μάντρας, αλλά εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ανθρώπων που αποφάσιζαν να ζήσουν σε νέους ρυθμούς. Η μάχη του τσιμέντου και της άνετης διαβίωσης είχε αποβεί μοιραία υπέρ της πολυκατοικίας και κατά της πολυτραγουδισμένης αυλής. Η οποία διατήρησε το κύρος και τον ρομαντισμό της, αντιστάθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, ακόμη και στις μεταπολεμικές δεκαετίες για να υποχωρήσει οριστικά στα κύματα της αστυφιλίας και της εμπορευματοποίησης. Έτσι, γοητευμένοι πλέον βλέπουμε μερικές αυλές που έχουν απομείνει σε φτωχογειτονιές και ζηλεύουμε το μεγαλείο τους!