Ο Άγιος Αρτέμιος και η φεγγαρόκτιστη συνοικία της Γούβας

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ο ναός του Αγίου Αρτεμίου ανήμερα της εορτής του.

Νοτιοανατολικά των Αθηνών, πίσω ακριβώς από το Α’ Νεκροταφείο, με πρωτοβουλία μιας χούφτας ανθρώπων γεννιόταν στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η συνοικία της Γούβας. Ανήκει 2η δημοτική κοινότητα του δήμου Αθηναίων και διαιρείται σε τέσσερις γειτονιές, οι οποίες τυπικά ονομάζονται Γούβα Ι, Γούβα ΙΙ, Άγιος Αρτέμιος και Άγιος Ιωάννης. Με τη σημερινή διοικητική διαίρεση είναι το άκρο των ορίων του δήμου Αθηναίων προς τους δήμους Υμηττού και Βύρωνος. Η συνοικία εκτείνεται σε 717,88 στρέμματα και έχει πληθυσμό, συμφώνως προς την τελευταία απογραφή 28.237 κατοίκους.

Η Γούρνα

Ο Κώστας Μπίρης δικαιολογημένα ταύτιζε την ονομασία Γούβα με εκείνη της Γούρνας, την οποία χρησιμοποιούσαν και στα επίσημα συμβόλαια από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Υπέθετε δε, πως ίσως στην περιοχή να υπήρχε κάποια αρχαία λάρνακα (γούρνα) και με τα χρόνια η λέξη να πήρε τον λαϊκό τύπο Γούβα.

Στο γεγονός αυτό βοηθούσε βεβαίως και η μορφολογία του εδάφους, παρά το γεγονός ότι η περιοχή δεν στερείτο και υψωμάτων. Ο Γ. Βλαστός έγραψε πως η ονομασία Γούβα οφειλόταν σε πρόχειρη δεξαμενή που σχηματιζόταν στο χαμηλότερο σημείο του εδάφους, όπου κατέληγαν τα υπόγεια ύδατα έως και τα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, τα νερά αυτά εξαφανίστηκαν μετά το άνοιγμα πολλών πηγαδιών[1].

H περιοχή της Γούβας προπολεμικά.

Φεγγαρόκτιστη γειτονιά

Όταν η Αθήνα ήταν ακόμη μικρή πόλη, με λίγους χιλιάδες κατοίκους, η Γούβα ήταν λημέρι ληστών και καταφύγιο κακοποιών. Σιγά-σιγά κι όσο η πόλη αυξανόταν, ελάχιστοι ξωτάρηδες επέλεξαν την περιοχή για τη διαμονή τους. Εκτός σχεδίου πόλεως η περιοχή, τεμαχιζόταν σε μικρά κομμάτια, τα οποία και αποκτούσαν βιοπαλαιστές που πάσχιζαν να στεγάζουν τη φαμελιά τους. Έτσι, η ελληνική πρωτεύουσα αποκτούσε μία ακόμη «φεγγαρόκτιστη» γειτονιά, δηλαδή μια γειτονιά της οποίας τα σπίτια ανεγείρονταν παράνομα τις νύχτες που είχε φεγγάρι για να βλέπουν τα μαστόρια. Ακόμη και μέχρι τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα ήταν έκταση γεμάτη από αλώνια και χωράφια, με λίγες μάνδρες και σποραδικά σπίτια, τα οποία περισσότερο έμοιαζαν με καλύβες.

Οικοδομικός οργασμός

Ο οικοδομικός οργασμός στη Γούβα και η αλματώδης και εντυπωσιακή ανάπτυξή της άρχισαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκτός από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, έφθαναν και πολλοί εργάτες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος. Στη Γούβα εγκαταστάθηκαν βιοπαλαιστές από τις Σποράδες, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. Κτίστες, μαραγκοί, καρεκλάδες, φρεατωρύχοι, ράπτες και τσαγκάρηδες. Δημιουργούσαν ένα μωσαϊκό που αντιπροσώπευε σχεδόν όλες τις ελληνικές επαρχίες, ενώ οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σαράντα ιδιόκτητα σπιτάκια[2].

Πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γούβα ήταν ήδη μια ακμάζουσα συνοικία, αλλά με τα πλέον παράδοξα οικοδομικά συγκροτήματα που μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Είχαν ήδη ανεγερθεί περίπου 1.000 οικίες με συνολικό πληθυσμό 6.000-7.000 κατοίκους, ζωή, κίνηση και πάσης φύσεως επαγγελματικές χρήσεις. Εν τω μεταξύ συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο πόλης τον Απρίλιο 1934. Τρεις ήταν οι κύριες χρήσεις που χαρακτήριζαν την περιοχή. Τα εργοστάσια «Κρόνος» (Κυτιοποιείον Λαμπρινάκου), «Καλυκοποιείον– Πυριτιδοποιείον» (Μαλτσινιώτη) και «Ορειχαλκουργείον» του Π. Φίλωνος[3]. Στις επιχειρήσεις αυτές έβρισκαν εργασία και βιοπορισμό πολλοί εργάτες της συνοικίας.

Εσωτερικό του ναού.

Ο Άγιος Αρτέμιος και η γειτονιά του

Μία από τις γειτονιές της Συνοικίας Γούβας είναι του Αγίου Αρτεμίου που εορτάζει σήμερα. Οφείλει φυσικά την ονομασία της στον ομώνυμο και έχει έκταση περίπου 222 στρέμματα και 8.858 σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Τα όριά της είναι η λεωφόρος Υμηττού, από το ύψος της Ηλιουπόλεως μέχρι την οδό Εμπεδοκλέους και από την άλλη πλευρά η οδός Iλιάδος που αποτελεί και το όριό της με τη γειτονιά της Γούβας.

Το 1923 κατασκευάστηκε μικρός ξύλινος ναός του Αγίου Αρτεμίου, σε διακεκριμένο σημείο της περιοχής, ένα από τα υψώματά της. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1928, θεμελιώθηκε ο νέος ναός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Με την ανέγερση του ναού συνδέθηκε άρρηκτα το όνομα ενός καλού χριστιανού, του Μιχαήλ Μπιλαλάκη. Ήταν ο άνθρωπος που πρόσφερε γη για την ανέγερσή του[4].

Συγκεκριμένα, προσέφερε ένα οικόπεδο, το οποίο κληρώθηκε και συλλέχθηκαν σαράντα χιλιάδες δραχμές, ποσόν που χρησιμοποιήθηκε για τη θεμελίωση του ναού. Η συνέχιση της τοιχοποιίας του άρχισε το 1947 και τελείωσε το 1950, ενώ η αγιογράφηση του ναού έγινε από τον Δημήτριο Κεντάκα (1906-2005). Το υπέρθυρο είναι δημιουργία του Φώτη Κόντογλου. Με το πέρασμα των ετών ο ναός αποτέλεσε όχι μόνον το θρησκευτικό αλλά και το κοινωνικό και πολιτιστικό επίκεντρο της γειτονιάς.

Η τελευταία τυπικά σχηματίστηκε το 1934[5] όταν ολόκληρη η περιοχή εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης. Προς αυτή την κατεύθυνση καθοριστική υπήρξε η παρουσία σημαντικών θρησκευτικών ανδρών, όπως ο πατέρας Νικόλαος Μενδρινός, ο οποίος υπηρετούσε την ίδια εποχή στον Άγιο Αρτέμιο. Είχε σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως και είχε χρηματίσει πρωθιερέας στην εκκλησία της Ελληνικής Κοινότητος του Μπουένος Άϊρες.

Οι Σύλλογοι

Εξάλλου, η γειτονιά αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο για τον τρόπο που διαμορφωνόταν η ανθρωπογεωγραφία στις γειτονιές των Αθηνών τα προπολεμικά χρόνια. Αποκαλύπτεται από τους συλλόγους που λειτούργησαν προπολεμικά στην περιοχή. Ο «Σύλλογος Πελοποννησίων» με Πρόεδρο τον Παναγιώτη Κοντοβουνήσιο, ο «Σύλλογος των εν Αθήναις και Πειραιεί Θηραίων» με Πρόεδρο τον Α. Κρασσά, ο «Φιλανθρωπικός Σύλλογος Βουνιχωριτών» (Παρνασσίδος). Επίσης στην περιοχή δραστηριοποιήθηκαν ο «Καλλωπιστικός Σύλλογος Αγίου Αρτεμίου» με Πρόεδρο τον Σπυρίδωνα Παπασπύρου, ο «Μορφωτικός και Προοδευτικός Σύλλογος» με Πρόεδρο την Ελένη Στ. Φωκά Λαζαρέτου.

Στα μέσα της δεκαετίας 1930 είχαν σχηματιστεί και οι βασικές οδικές αρτηρίες που περιβάλουν τη γειτονιά και είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία της λεωφόρου Βουλιαγμένης, μέχρι το ύψος του Aγίου Ιωάννου, προσδίδοντας στην ευρύτερη περιοχή χαρακτηριστικά οργανωμένου τόπου, προσβασιμότητα και ανάπτυξη. Πάντως, δεν ήταν εύκολη η ζωή στον Άγιο Αρτέμιο, όπως και σε ολόκληρη τη Γούβα. Μόνον ορισμένα σπίτια διέθεταν νερό από το δίκτυο της Ούλεν. Οι υπόλοιποι προμηθεύονταν νερό από τους περίφημους «γερανούς-κρουνούς» πληρώνοντας 30 λεπτά για κάθε τενεκέ. Δεν διέθετε πλούτη η παραδοσιακή αυτή γειτονιά. Διέθετε όμως ανθρώπινο πλούτο και πολλά παιδιά[6].

Ιδιαίτερο χρώμα

Σε μια στατιστική του 1935 βρίσκουμε να λειτουργεί σχολείο, «Μικτή Αστική Σχολή» όπως ονομαζόταν και στην οποία φοιτούσαν 700 παιδιά και των δύο φύλων! Είχε το δικό της «χρώμα» και «άρωμα» η γειτονιά του Αγίου Αρτεμίου, με την κοινωνική ζωή και τις γυναίκες της γειτονιάς να δραστηριοποιούνται στην εκκλησία τους. Χαρακτηριστικά είναι τα επεισόδια που ξέσπασαν το 1930 με αφορμή την παραίτηση του ιερέα Πέτρου Βουλίδη[7].

Ο ιερέας διαφωνούσε με τους επιτρόπους που εκλέχθηκαν. Αλλά οι γυναίκες ήθελαν τον ιερέα τους. Έτσι μια εικοσάδα γυναικών αποδοκίμασε δυναμικά τους επιτρόπους απαιτώντας την απομάκρυνσή τους από το ναό! Η Κυριακάτικη λειτουργία διακόπηκε και τέσσερις γυναίκες που πρωτοστατούσαν οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα για να αφεθούν ελεύθερες λίγες ώρες αργότερα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο Άγιος Αιμιλιανός του Λόφου Σκουζέ

ΝΑΟΙ – ΜΟΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Άγιος Αιμιλιανός του Λόφου Σκουζέ

O Άγιος Ιωάννης Γαργαρέττας και η κόρη του Ιωάννη Μακρυγιάννη

ΝΑΟΙ – ΜΟΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: O Άγιος Ιωάννης Γαργαρέττας και η κόρη του Ιωάννη Μακρυγιάννη

Άγιος Φανούριος: Το εκκλησάκι του Παγκρατίου με τα μεγάλα βάσανα

ΝΑΟΙ-ΜΟΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Άγιος Φανούριος: Το εκκλησάκι του Παγκρατίου με τα μεγάλα βάσανα