Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το εκκλησάκι που βρίσκεται στη συμβολή των κεντρικών λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισιάς, στους Αμπελόκηπους των Αθηνών, ο εγκαταλελειμμένος Άγιος Νικόλαος, είναι αναμφισβήτητα ένα θρησκευτικό μνημείο, αλλά ταυτόχρονα είναι ό,τι απέμεινε για να θυμίζει στους νεότερους εξαιρετικά κρίσιμες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Iστορίας. Σελίδες γραμμένες από τον κτήτορά του Νικόλαο Θων, προσωπικότητα που έδρασε στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α’.[1]
Ξεκίνησε ορφανός, γιος κατώτερου αξιωματικού των χρόνων του Όθωνα, απλός γραφιάς (υπογραμματέας) του Πρωτοδικείου Αθηνών. Αναδείχθηκε σε παράγοντα του Παλατιού που επηρέαζε τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις του τόπου. Απέκτησε τεράστια περιουσία σε γη και «έφυγε» σε ηλικία 56 χρόνων, αφήνοντας πίσω του πολυμελέστατη οικογένεια. Το βιος του σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους και μόνον ο «Άγιος Νικόλαος του Θων» απέμεινε για να θυμίζει το θυελλώδες πέρασμά του από τη ζωή.[2]
Θυρανοίξια
Αν γυρνούσαμε τον χρόνο στις 26 Μαρτίου του 1895, θα συναντούσαμε μεγάλη κινητικότητα έξω από την έπαυλη «Mon Caprice» του Νικολάου Θων, στο τέρμα των Αμπελοκήπων. Ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός με τους γραμματείς της Ιεράς Συνόδου, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Δηλιγιάννης και σχεδόν όλοι οι υπουργοί με τις γυναίκες τους, οι υπασπιστές του βασιλιά, ο μέγας αυλάρχης Ανδρέας Κουντουριώτης, ο τελετάρχης Παπαρρηγόπουλος, διπλωμάτες και επιχειρηματίες είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του προσηνούς αυλικού. Τελούσε τα θυρανοίξια του κομψού ναϋδρίου που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου και ανήγειρε στην έπαυλή του. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό, με αναψυκτικά και εδέσματα.[3]
Πρόκειται για τον ναΐσκο που αντιστέκεται σθεναρά στον χρόνο και στην αδιαφορία αρμοδίων και μη. Μοναδικό απομεινάρι του ιστορικού συγκροτήματος Θων, που είχε πρόσοψη στις δύο μεγάλες και κεντρικές λεωφόρους Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Και σαν να μην έφτανε η κακοποίηση που έχουν προκαλέσει στο μνημείο οι δώδεκα δεκαετίες που πέρασαν και οι περιπέτειες του κτήματος, το οποίο επεκτεινόταν μέχρι τις σημερινές οδούς Αιτωλίας και Θεοφανίας, υφίσταται διαρκώς και την κακοποίηση ανιστόρητων αναφορών, όπως εξάλλου συμβαίνει για δεκάδες σημαντικά τοπόσημα της πρωτεύουσας. Άγνωστο γιατί αναφέρεται ότι το εκκλησάκι σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλλερ.[4]
Ο αρχιτέκτων
Στην πραγματικότητα ο αρχιτέκτονας που το σχεδίασε ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο οποίος την ίδια εποχή σχεδίαζε την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Προφανώς προέκυψε σύγχυση, επειδή ο Ερνέστος Τσίλλερ ήταν ο αρχιτέκτονας της έπαυλης. Το εκκλησάκι πάντως ανεγέρθηκε τη διετία 1894-95 και εκεί εκκλησιαζόταν ο Νικόλαος Θων, ο άνθρωπος που συμπλήρωσε στον χάρτη των Αθηνών δύο νέα τοπόσημα. Διότι τη χρονιά που εγκαινίαζε το εκκλησάκι αγόραζε και το περίφημο Παλατάκι του Χαϊδαρίου, το οποίο επίσης σώζεται μέχρι τις μέρες μας.[5] Όπως εύστοχα έγραψε ο Ν. Αποστολόπουλος, μέχρι τότε η Αθήνα θεωρούνταν ότι ήταν χτισμένη μεταξύ δύο λόφων και δύο ποταμών.[6]
Ο Ν. Θων κατόρθωσε να προσθέσει στα άκρα της πόλης δύο επαύλεις, το «Mon Caprice» στους Αμπελόκηπους και το Παλατάκι στο Χαϊδάρι, και να τις προικίσει με μοναδικά έργα γλυπτικής και ζωγραφικής. Η πόλη είχε αποκτήσει δύο νέα τοπόσημα, τα οποία εκπροσωπούσαν την άρχουσα τάξη του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα.
Όταν γραφτεί η βιογραφία του Ν. Θων, θα αποκαλυφθούν τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα του ανθρώπου ο οποίος ξεκινούσε τη μέρα του με μια προσευχή στον Άγιο Γεώργιο του Λυκαβηττού, συνέχιζε στο ανακτορικό του γραφείο και τέλειωνε στο καφενεδάκι του Σταδίου, όπου αρεσκόταν να παίζει σκάκι.[7]
Η οικογένεια Θων
Ενδιαμέσως προλάβαινε να ασχοληθεί με τα απέραντα κτήματά του, τη φωτογραφία, τη κτηνοτροφική μονάδα που είχε δημιουργήσει στη Θεσσαλία, το περίφημο «Μεγάλο Κιόσκι» και τα μεταλλεία του! Ήταν ιδιοκτήτης τριών ατμόπλοιων, πρόεδρος του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και ιδιοκτήτης του Ελληνικού Κηροπλαστείου «Ο Φοίνιξ», έχοντας στις επιχειρήσεις του πέντε χιλιάδες εργαζόμενους. Πολλά έχουν γραφτεί για τον πλουτισμό του, ακόμη περισσότερα για τη σχέση της περιουσίας του με τον βασιλιά, αλλά και τις δραματικές οικονομικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα.[8]
Πάντως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα είχε το παιδί που έφερνε στον κόσμο ο Βαυαρός κατώτερος αξιωματικός Κάρολος Κριάνιαν Φρίντριχ Θων και η γυναίκα του Μαριγώ Βογιατζή το 1850. Ο Κ. Θων, μετά την έξωση μεταβαίνει στο Μόναχο για να μεταφέρει πράγματα του Όθωνα, αλλά πεθαίνει αφήνοντας άπορη την οικογένειά του στην Αθήνα. Ο ένας γιος του πέφτει ηρωικά στην επανάσταση της Κρήτης (1866). Ο άλλος, ο Νικόλαος, διορίζεται υπογραμματεύς στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Μια τυχαία υπηρεσιακή εκκρεμότητα θα τον φέρει σε επαφή με τα ανάκτορα.[9]
Επιμελητής των Ανακτόρων
Ευφυής, ευχάριστος, γλωσσομαθής και ευπαρουσίαστος, εξασφαλίζει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη του Γεωργίου Α΄, ο οποίος θα τον ονομάσει Επιμελητή των Ανακτόρων και των Βασιλικών Κτημάτων όταν αποβιώνει ο πολωνικής καταγωγής Ανδρέας Καλλίνσκης. Από τότε ο Ν. Θων λειτουργούσε σχεδόν ως μέλος της βασιλικής οικογενείας και ήταν επιφορτισμένος αφενός για τις προμήθειες του Παλατιού και την επαρκή κάλυψη των διαφόρων χορών και αφετέρου, με την υποδοχή του κόσμου που ήθελε να απευθυνθεί στο βασιλιά.[10]
Είχε φτάσει στο σημείο να βλέπει εκατοντάδες ανθρώπους κάθε μέρα. Ευγενής και μειλίχιος κέρδιζε τους συνομιλητές του. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τη βασιλική οικογένεια, ώστε η κόρη του Μαρία, η οποία παντρεύτηκε τον χειρουργό Θεόδωρο Παπαϊωάννου, τέλεσε τους γάμους της στο παρεκκλήσι των Ανακτόρων με κουμπάρα τη βασίλισσα Όλγα. Η τελευταία έκανε δώρο στη νύφη ένα σύμπλεγμα καρφίδος από διαμάντια και ζαφείρια. Εννοείται πως εφόσον ο γάμος γινόταν στα Ανάκτορα αποκτούσε βασιλική λαμπρότητα και ως τέτοιος αντιμετωπιζόταν από τη μικρή ακόμη αθηναϊκή κοινωνία.[11]
Η απώλεια της περιουσίας
Αυτός ήταν ο Νικόλαος Θων, ο οποίος έφερνε υπέροχα βιτρό, εικόνες και εκκλησιαστικά είδη από τη Ρωσία για να κοσμήσει τον ναΐσκο της έπαυλής του. Έφυγε από τη ζωή στις 19 Μαρτίου 1906 αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του με έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Όμως σε λιγότερο από δύο δεκαετίες κατέρρευσε η οικονομική αυτοκρατορία που είχε χτίσει. Το 1914 πουλιέται το Παλατάκι στο Χαϊδάρι, το 1915 άρχισαν οι κατασχέσεις οικιών στο Παγκράτι, ενώ μεγάλο τμήμα της έπαυλης νοικιάστηκε και μετατράπηκε σε μπιραρία με θεάματα (θεατράκι, ακροβατικά, χορούς και αρτίστες).[12]
Το 1921 πουλιέται και η έπαυλη «Mon Caprice», μαζί με τον ναΐσκο, σε ομογενείς εξ Αιγύπτου επιχειρηματίες. Το εκκλησάκι σεβάστηκαν και οι αντάρτες, όταν ανατίναξαν την έπαυλη, τις ημέρες των Δεκεμβριανών. Τη δεκαετία του ’70, όταν σημειώνονται οι πρώτες αντιδράσεις για την εγκατάλειψη του Αγίου Νικολάου, θα σημειωθεί συγκινητικό ενδιαφέρον για τη συντήρησή του από απογόνους εκ θηλυγονίας του Ν. Θων.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 29 Μαρτίου 2015