Ο εν Αθήναις Ναός του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Κολωνάκι)

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Ο εν Αθήναις Ναός του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Κολωνάκι)

Πολλοί έχουν υποστηρίξει πως η Παναγία λατρευόταν περισσότερο στην Αθήνα. Αλλά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ανακηρύχθηκε Πολιούχος της, με ειδικό μάλιστα θεσμικό πλαίσιο από το 1936. Πότε όμως ανεγέρθηκε ο Ναός του Αγίου Διονυσίου; Ο πρώτος Ναός, ο οποίος κατεδαφίστηκε για να οικοδομηθεί ο σημερινός περικαλλής –ο οποίος προσωρινώς χρησιμοποιήθηκε και ως Μητρόπολη– ανεγέρθηκε το 1886. Έναν χρόνο αργότερα, το 1887, ανήμερα του Αγίου Διονυσίου έγιναν τα επίσημα, κατά κάποιον τρόπο, εγκαίνιά του με πανηγυρικό τρόπο και παρουσία του Καθηγητή Πανεπιστημίου και Μητροπολίτη Πατρών Νικηφόρου, κατά κόσμον Νικολάου Καλογερά (1835-1896).[1]

Ο Ναός όπως ήταν το 1907.

Τα πρώτα σχέδια

Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα η συνοικία του Κολωνακίου αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς. Ο Ναός του Αγίου Διονυσίου δεν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των πιστών. «Εκρίθη αναγκαία η ανέγερσις νέου ναού ευρυχώρου και περικαλλούς, ανταξίου δε του ονόματος του τιμωμένου αγίου» έγραφε η είδηση που δημοσιευόταν στον Τύπο και έκρυβε πολλά μυστικά.[2] Ιδιαιτέρως δε το ζήτημα της επιλογής του αρχιτέκτονα. Οι επίτροποι υπέβαλαν (1897) υπόμνημα στο Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο βάσει του Νόμου ήταν αρμόδιο για την ανέγερση, συντήρηση και επισκευή των εκκλησιών. Ζητούσαν άδεια να ανεγείρουν νέο Ναό αλλά υπό τον όρο, το σχέδιο να συνταχθεί από τον Ερνέστο Τσίλλερ έναντι αμοιβής 3.000 δραχμών.[3]

Ο Ναός του Αγίου Διονυσίου στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα.

Το μισό ποσόν θα καταβαλλόταν ως προκαταβολή και το υπόλοιπο μετά την έγκριση του σχεδίου του. Αλλά εμφανίστηκε και άλλος έγκριτος αρχιτέκτων, ο οποίος αναλάμβανε την σύνταξη των σχεδίων με μικρότερη αμοιβή. Ήταν ο Πάνος Καραθανασόπουλος, γνωστός και από άλλα έργα του στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία[4]. Οι δύο αιτήσεις στάλθηκαν στο Δημοτικό Συμβούλιο, όπου διεξήχθησαν πολλές συζητήσεις.[5] Τελικά αποφασίστηκε να προκηρυχθεί διαγωνισμός. Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Νομαρχία, ακολούθησαν οι σχετικές συνεννοήσεις, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως υπήρξε καθυστέρηση, παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες του εκκλησιαστικού συμβουλίου και των ενοριτών.[6] Η υπόθεση έμελλε να αργήσει πολλά χρόνια, ενδιαμέσως δε ενεπλάκη ένας ακόμη αρχιτέκτων, ο Ιωάννης Μούσης, αλλά τα σχέδιά του δεν είχαν τύχη.[7]

Σπύρος Βασιλείου

Μόλις το 1920 έγιναν τα τελικά σχέδια από τον επιφανή Αναστάσιο Ορλάνδο. Ωστόσο, μερίδιο της δόξας πρέπει να αποδοθεί και στον αρχιτέκτονα Γεώργιο Νομικό, ο οποίος επιμελήθηκε την τελική διαμόρφωση ώστε εξωτερικώς να εμφανίζεται αναγεννησιακού ρυθμού και εσωτερικώς βυζαντινού. Ειδική εργασία πρέπει να καταρτισθεί για τη συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών στη διακόσμηση του Ναού, από τις αγιογραφίες του Σπύρου Βασιλείου μέχρι το ξυλόγλυπτο των αδελφών Νομικού, περί των οποίων και κατωτέρω. Επίσης, ο Στέφανος Ξενόπουλος, αδελφός του Γρηγορίου, στον οποίο έχουμε αναφερθεί επανειλημμένως, επιμελήθηκε τα μωσαϊκά του έξω νάρθηκος και του εσωτερικού του ναού, με εξαίρεση τα μωσαϊκά του δαπέδου.[8]

Η είσοδος του ναού.

Ωστόσο υπάρχει μία ακόμη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πληροφορία για τον Ναό του Αγίου Διονυσίου Κολωνακίου. Είναι η μόνη εκκλησία που ανεγέρθηκε από ερανική επιτροπή, την οποία ενέκρινε με Νομοθετικό Βασιλικό Διάταγμα της Επαναστατικής Κυβέρνησης Στυλιανού Γονατά το 1923.[9] Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει το ενδιαφέρον που είχε για την Πολιτεία η ανέγερση του Ιερού Ναού. Με το Νομοθετικό Διάταγμα σχηματίσθηκε «Επιτροπεία Αποπερατώσεως του Πολιούχου Ναού των Αθηνών Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου». Κρίνουμε δε χρήσιμη την δημοσίευση των ονομάτων που συμμετείχαν στην Επιτροπεία, αφού προσφέρεται για περαιτέρω κρίσεις επί της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως της εποχής.

«Επιτροπεία Αποπερατώσεως»

Πρόεδρος τοποθετήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος και μέλη, ο υπουργός Οικονομικών Γεώρ. Κοφινάς, ο Δήμαρχος Αθηναίων και οι Αθανάσιος Ευταξίας, Αναστ. Στούπης, Θεμ. Παπαιωάννου, Αντ. Εμπεδοκλής, Κων. Μαλλικόπουλος, Ι. Κοσμαδόπουλος, Κυρ. Μπουκλάκος, Αθαν. Ταξιαρχιώτης, Αλ. Κασαβέτης, Νικ. Γουδής, Κ. Πολυμερόπουλος, Εμ. Παντελάκης. Γ. Βρυζάκης και Τηλ. Δαυβιδόπουλος. Συμμετείχαν βεβαίως οι Επίτροποι του Ναού και έξι γυναίκες, οι Ελένη Δημόκα, Μαρ. Ευγενίδου, Μπουκλάκου, Αικατ. Παπαδάκη, Ευανθ. Σούστου και Κορίννα Χατζηκυριάκου.[10]

Από τη σύνθεση της Επιτροπείας, εκτός των άλλων, προκύπτει και ο τρόπος με τον οποίο συνελέγησαν τα ποσά που απαιτούντο για το πολυδάπανο έργο. Τότε λοιπόν (1923) ξεκινά τυπικά η ανέγερση του Ναού, η οποία ολοκληρώθηκε το 1931. Τα επόμενα χρόνια καταβλήθηκε φροντίδα για την εσωτερική διακόσμηση του Ναού. Επί τούτου προκήρυξε διαγωνισμό (Μπενάκειο βραβείο) η Ακαδημία Αθηνών, βραβεύοντας τα έργα – πρόταση του Σπύρου Βασιλείου. Πλήθος αξιοθαύμαστων έργων τέχνης κόσμησαν τον περίλαμπρο ναό. [11]

Το Τέμπλο

Ένα εκατομμύριο δραχμές διετέθησαν μόνον για το τέμπλο, μοναδικό έργο τέχνης που σχεδίασε ο Γεώργιος Νομικός και σκάλισε ο αδελφός του Θεοφάνης, ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς ξύλινων επίπλων της εποχής. Ίσως σε καμία άλλη περίπτωση ναού δεν συνεργάστηκαν τόσο σημαντικοί άνθρωποι για να αποφασίσουν περί της ανέγερσης ενός τέμπλου. Ήταν ο Κ. Κοτζιάς, Υπουργός – Διοικητής Πρωτευούσης, ο καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος, ο τότε επιθεωρητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ανδρέας Ξυγκόπουλος και ο Φώτης Κόντογλου, με την ιδιότητα του καλλιτέχνη.

Το κυριότερο γεγονός που έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ήταν η ανακήρυξή του σε Πολιούχο των Αθηνών. «Δεν υπάρχει μέρος τη Ελλάδος και το πιο μικρό, το οποίον να μην έχη τον πολιούχον του άγιον… (και) από της απόψεως αυτής η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ήτο καθυστερημένη», έγραφε το 1938 ο Κ. Φαλτάϊτς, παρακολουθώντας τις προετοιμασίες της Πολιτείας και του Δήμου για τον εορτασμό. Ο Κώστας Κοτζιάς, από τότε που εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων, ήταν εκείνος που επέμεινε, περισσότερο από τους προκατόχους του, για την καθιέρωση ως πάνδημης της εορτής του Αγίου Διονυσίου.[12]

Λεπτομέρεις από τον διάκοσμο του ναού.

Ο εορτασμός

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1930 «δεν εωρτάζετο τόσον πανηγυρικώς όσον εωρτάζοντο και εορτάζονται εις τας Αθήνας άλλοι άγιοι μη συνδεόμενοι με την ιστορία των Αθηνών», επέμενε ο Κ. Φαλτάϊτς, φέροντας ως παραδείγματα τους πάνδημους εορτασμούς της Αγίας Βαρβάρας, της Αγίας Μαρίνης και του Αγίου Θωμά, όπου σημειώνετο «συναγερμός δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, εκατοντάδων χιλιάδων». Εξάλλου στον Πειραιά εορταζόταν με λαμπρότητα ως Πολιούχος ο Άγιος Σπυρίδων, εξ αφορμής της παλαιάς Μονής. Η Αθήνα δεν είχε ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Μπορεί οι δημόσιες και δημοτικές αρχές να συμμετείχαν στον εορτασμό, αλλά ο πανηγυρισμός ήταν πενιχρός. «Οι περισσότεροι Αθηναίοι, ούτε καν έπαιρναν είδησιν ότι εορτάζει ο Πολιούχος των Αθηνών» ανέφερε, με κάποια υπερβολή, ο Κ. Φαλτάϊτς.[13]

Τότε είδαν το φως της δημοσιότητας ενθουσιώδεις προτάσεις, οι οποίες ουσιαστικώς ήθελαν να μετατρέψουν τον εορτασμό σε «θρησκευτικά Παναθήναια της 3ης Οκτωβρίου», όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Δ. Λαμπίκης. Κατατέθηκαν προτάσεις για ταυτόχρονη διεξαγωγή αγώνων, στα πρότυπα των αρχαίων Παναθηναίων, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που έδρατταν την ευκαιρία να ζητήσουν την διοργάνωση επισήμων συνεδρίων προς αναζήτηση της σύνδεσης ιστορίας της ειδωλολατρικής και της Χριστιανικής Ελλάδος. Εν τω μεταξύ η παρουσία των ανωτάτων πολιτειακών και πολιτικών αρχών έδωσαν ιδιαίτερο κύρος στον εορτασμό, ενώ ακολούθησε η κήρυξη αρχικώς ημιαργίας και αργότερα αργίας, με ανάλογες εκδηλώσεις στα σχολεία της πόλης.[14]