Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πολλοί πιστεύουν πως ο φόρος επί των οικοδομών, με τη μορφή που έλαβε στις ημέρες μας, δηλαδή ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) είναι νέο εφεύρημα. Ή ότι γεννήθηκε το 1997 με τον περίφημο Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) και το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ) που ακολούθησε. Ωστόσο, είναι γνωστό πως ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται οι φόροι στα ακίνητα θυμίζει το αβαρίζι των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Αλλά και οι πάσης φύσεως κυβερνώντες, από τα χρόνια του Καποδίστρια ακόμη, εφεύρισκαν τρόπους για να αντλούν χρήματα από εκείνους που διέθεταν τους κόπους της ζωής τους για να ανεγείρουν ένα σπίτι ή ακόμη και από εκείνους που κατείχαν γη ή επένδυαν σε ακίνητα.
Υπήρχαν βεβαίως και στο παρελθόν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ελληνικός λαός επένδυσε σε όμορφα λόγια πιστεύοντας ότι θα απαλλαγεί από τους δυσβάσταχτους φόρους για τη γη και τα ακίνητα, αλλά διαψεύστηκε παταγωδώς και παραπλανήθηκε εμφανώς, όπως συμβαίνει στις ημέρες μας. Ίσως η πλέον εξόφθαλμη αντίστοιχη περίπτωση να είναι εκείνη που σημειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1860. Ως γνωστόν, ο αγανακτισμένος ελληνικός λαός επαναστάτησε και τον Οκτώβριο 1862 έδιωξε τον βασιλιά Όθωνα και τη σύζυγό του Αμαλία από την Ελλάδα.
Η βαριά φορολογία δέσποζε στις αφορμές που οδήγησαν στην έκρηξη του ελληνικού λαού. Περίπου δύο μήνες αργότερα συνερχόταν στην Αθήνα η Εθνοσυνέλευση, η χώρα περιήλθε σε κατάσταση αναρχίας και έντονων κομματικών αντιπαραθέσεων με ανθρώπινα θύματα και στις 18 Οκτωβρίου 1863 έφθανε στον Πειραιά ο νέος βασιλιάς, ο Γεώργιος Α΄. Για να εκτονωθεί η κατάσταση ο νέος βασιλιάς επενέβη για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης με τους Δημήτριο Βούλγαρη και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη.
Κι ενώ όλοι πίστευαν πως η κατάσταση έβαινε προς εξομάλυνση και ότι θα λαμβάνονταν φιλολαϊκά μέτρα, ως… κεραυνός εν αιθρία, εμφανίστηκε στο προσκήνιο το νομοσχέδιο «περί φόρου οικοδομών»[1]. Τότε επιβλήθηκε φόρος σε όλες τις οικοδομές, χωρίς διάκριση αν ήταν νοικιασμένες ή όχι και βάσει της ετήσιας προσόδου τους. Ως ετήσια πρόσοδος λογιζόταν το ενοίκιο που εισέπραττε ο ιδιοκτήτης ή θα εισέπραττε αν νοίκιαζε το σπίτι του! Δηλαδή φορολογήθηκε ότι ήταν κτισμένο και κατοικημένο.
Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις. Μόνον τα ακίνητα που ήταν ακατοίκητα όλο τον χρόνο, ενώ για δύο χρόνια απαλλάσσονταν τα νεοαναγειρόμενα ακίνητα και διά παντός οι ναοί και τα Ανάκτορα! Όπως ήταν φυσικό, οι αντιδράσεις υπήρξαν πολλές και πολλοί οι βουλευτές (πληρεξούσιοι) που αρνήθηκαν να ψηφίσουν τον νόμο όταν ήρθε στη Βουλή τον Δεκέμβριο 1863. «Ούτε οι Bαυαροί δεν επέβαλαν φόρον επί του ασύλου του πολίτου», φώναζε από τα έδρανα ο πληρεξούσιος Πετρινός, χαρακτηρίζοντας τη νέα φορολογία πιο αποτρόπαια και από το τουρκικό αβαρίζι[2].
«Θα εξεγερθεί ο λαός και θα αγανακτήσει κατά της Συνελεύσεως», φώναζαν άλλοι. Οι προτάσεις που κατατέθηκαν ήταν πολλές και σημαντικές. Όπως ότι έπρεπε να υπάρξει δίκαια φορολογία και οι πλούσιοι να πληρώνουν περισσότερα και ανάλογα με την περιουσία τους. Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Παύλος Καλλιγάς πρότεινε να τεθούν συγκεκριμένα όρια ώστε να μην επιβαρυνθούν τα λαϊκά στρώματα και να αντιμετωπιστούν διαφορετικά οι γεωργικές εκτάσεις[3].
Ο πληρεξούσιος Ν. Κατζικαπής ματαίως προσπαθούσε να πείσει την Συνέλευση πως ο λαός δεν της είχε παραχωρήσει την εξουσία να προβεί σε τέτοιους είδους ρυθμίσεις. Οι αποφάσεις όμως είχαν ληφθεί. Ο καταγόμενος από τα Καλάβρυτα υπουργός Εσωτερικών Αθανάσιος Πετμεζάς (1828-1885) ανέλαβε το δυσάρεστο καθήκον να υποστηρίξει το νομοσχέδιο, το οποίο εντέλει ψηφίστηκε με χίλια μύρια εμπόδια. Η απογοήτευση του κόσμου ήταν μεγάλη και πολλοί ήταν εκείνοι που μετάνιωναν στρέφοντας το βλέμμα τους με νοσταλγία προς τα περασμένα χρόνια[4].