Οι νέες αστικές αποκριάτικες συνήθειες όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα

Οι πρώτοι χοροί στην οδό Πειραιώς και ο "Ζέφυρος" υπουργικός σύμβουλος!

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Καινούρια ήθη, δυτικότροπα, κόμισαν στη νέα πρωτεύουσα, στην Αθήνα, οι ομάδες εκείνες των ανθρώπων που συνόδευσαν το νέο πολιτειακό και πολιτικό καθεστώς. Το Ναύπλιο, η προηγούμενη πρωτεύουσα, ερήμωσε. Αμέσως με την εγκατάστασή τους στην καθημαγμένη από τον πολυετή αγώνα πόλη, είχαν την πολυτέλεια –αντίθετα με τους γηγενείς– να αναπτύξουν με γοργούς ρυθμούς τις κοινωνικές σχέσεις τους, απαραίτητες για την οργάνωση της νέας τάξης πραγμάτων. Εξάλλου, οι περισσότεροι μορφωμένοι και ευκατάστατοι κοσμοπολίτες αναζητούσαν ευκαιρίες για επενδύσεις, γεγονός που προϋπέθετε καλή πληροφόρηση και διακεκριμένες επαφές.[1]

Μάρτυρας, αρκετά αξιόπιστος, της κατάστασης που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια επί Όθωνος στην Αθήνα, με σημαντικές πληροφορίες για τους πρώτους αποκριάτικους εορτασμούς, είναι ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής και τα Απομνημονεύματά του.[2] Από τους ισχυρούς κρίκους της αλυσίδας των ανθρώπων που δόμησαν τη νέα κοινωνική, επιστημονική και πολιτική άρχουσα τάξη, αναφέρει πως στις αρχές ακόμη του 1835 ο Βαυαρός αρχιγραμματέας του υπουργικού Συμβουλίου, επικεφαλής του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας που άσκησε τα καθήκοντα του Όθωνα έως την ενηλικίωσή του, ο Άρμανσμπεργκ, οργάνωσε χορό μεταμφιεσμένων![3]

Όπως γράφει, ο διακεκριμένος Βαυαρός με τη σύζυγο και τις τρεις όμορφες κόρες του κατοικούσαν στην οικία Βλαχούτση «επί της νυν οδού Πειραιώς, ήτις ην έτι ασχεδίαστος, εκτός και μακράν της πόλεως». Πρόκειται για δύο συνεχόμενα κτίρια που βρίσκονταν εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το υπουργείο Εργασίας και τα οποία πριν κατεδαφιστούν πρόλαβε να περιγράψει ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός.[4] Εκει, λοιπόν, έβλεπε να πηγαίνουν ή να φεύγουν «εν πλήρει στολή χορού… υπό μέγα αλεξιβρόχιον (: ομπρέλα) στεγαζόμεναι και επί πώλου όνου οχούμεναι» οι κυρίες.

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

 

Εν πάση περιπτώσει, η σύζυγος του πρέσβη της Ρωσίας Κατακάζη, που ήταν συγγενής της μητέρας του Ραγκαβή, αποφάσισε να δώσει τον δικό της αποκριάτικο χορό, «αντίχορον μυθολογικόν», όπως αναφέρει ο Ραγκαβής, στο σπίτι της στην Πλάκα. Η οικοδέσποινα ντύθηκε Δήμητρα, η μία αδελφή του Ραγκαβή ντύθηκε Ανθώτη, θυγατέρα του Αμουλλίου, που απέτρεψε τον πατέρα της να θανατώσει τη Ρέα Συλβία, και η άλλη ως μία από τις Χάριτες, τις θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που συμβόλιζαν τη γλυκύτητα, την ερασμιότητα, τον εύχαρη και κόσμιο απολαυστικό και εύθυμο βίο, την πηγή κάθε χαράς και τέρψης για τη φύση και τον άνθρωπο.[5]

Τέλος πάντων, στον Ραγκαβή έγινε η πρόταση να μεταμφιεστεί σε Ζέφυρο, στον δυτικό άνεμο που πνέει συνήθως το καλοκαίρι, δροσερός και ευχάριστος. Από τη στιγμή που δέχθηκε μάλλον άρχισε η… πλάκα. Φόρεσε ένα κοντό χιτώνα «αιθερίως διαφανή», όπως αναφέρει ο ίδιος, λευκά μεταξωτά πέδιλα δεμένα με αρχαϊκό τρόπο, ενώ φρόντισε να κατασκευάσει και να φορέσει και δύο «ποικιλόχρωμα πτερά» κατασκευασμένα από σύρμα και χρωματισμένο λεπτό ύφασμα! Με τέτοια εμφάνιση εννοείται ότι θα τραβούσε την… προσοχή όλων των παρισταμένων. Τελικά, με… λίγη καθυστέρησε συνειδητοποίησε ότι η εμφάνισή του δεν εναρμονιζόταν με τη θέση που κατείχε· ήταν τότε σύμβουλος του υπουργείου Παιδείας! Οπότε, παρακάλεσε έναν από τους υπασπιστές του βασιλιά να του κόψει τα φτερά. Και όπως αναφέρει ο ίδιος, όταν ο Όθων τον ρώτησε τι απέγιναν τα φτερά του, εκείνος, πάντα σύμφωνα με όσα γράφει, του απάντησε πως τα «κατέθεσε» ενώπιον της Αυτού Μεγαλειότητος. Έτσι γιόρταζαν τις Απόκριες οι νέοι κάτοικοι των Αθηνών, τη στιγμή που οι γηγενείς κάτοικοι της πόλης επέμεναν στις πατροπαράδοτες φτωχικές τους συνήθειες. Όπως αναφέρει ο Ραγκαβής, «όσον λοιπόν αφελείς και αν η έτι τότε η αθηναϊκή κοινωνία, αι διασκεδάσεις όμως και αυταί αι ταραχωδέστεραι δεν έλειπον απ’ αυτής».

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία»,15 Φεβρουαρίου 2018

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το άνοιγμα του Τριωδίου

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΕΘΙΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Το άνοιγμα του Τριωδίου

«Μασκαράδες και πολίται / στις Κολώνες να βρεθείτε»

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΕΘΙΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: «Μασκαράδες και πολίται / στις Κολώνες να βρεθείτε»