Οι πρώτες διαβάσεις στην Αθήνα και η… μάχη της στάθμευσης

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η κατάστασις που επικρατούσε στον κόμβο των Χαυτείων κατά τον Μεσοπόλεμο. Στο κέντρο περίπου της φωτογραφίας ο τροχονόμος επί ειδικού μικρού βάθρου. Φωτογραφία Πέτρου Πουλίδη.

 

Στην πλούσια ιστορία της Τροχαίας Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων, πράξη – σταθμός υπήρξε η απόσπασή της από το υπουργείο Εσωτερικών και η υπαγωγή της (1926) στο Υπουργείο Συγκοινωνίας. Εννοείται πως τα όργανα τάξεως της Αστυνομίας ήταν εκείνα που συνέχισαν να ασκούν τα ανάλογα καθήκοντα. Τον Οκτώβριο 1927, με πρωτοβουλία της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών, καθιερώθηκαν οι διαγραμμισμένες διαβάσεις πεζών στις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Οι αρμόδιοι οδηγήθηκαν σε αυτή τη λύση λόγω της πληθώρας των ατυχημάτων που σημειώνονταν στο κέντρο των Αθηνών καθημερινώς, καθώς και της αυξημένης κυκλοφορίας οχημάτων, κάρων και πεζών στις πλατείες Ομονοίας και Συντάγματος και στην οδό Σταδίου. Έτσι, αποφασίσθηκε η δημιουργία προστατευτικών διαβάσεων επισημασμένων με δύο μεγάλες λευκές ταινίες χαραγμένες στο έδαφος.

Τέτοιες επισημάνσεις τοποθετήθηκαν σε επτά κεντρικά σημεία, εκ των οποίων τα έξι ήταν στην οδό Σταδίου όπου σημειώνονταν και τα περισσότερα ατυχήματα. Συγκεκριμένα μία δίγραμμη επισήμανση τοποθετήθηκε στην οδό Αθηνάς και οι υπόλοιπες έξι στην οδό Σταδίου και στη συμβολή της με την οδό Αιόλου, στο ύψος της Στοάς Αρσακείου, στη συμβολή της με τις οδούς Πεσμαζόγλου και Κοραή, έξω από την (Παλαιά) Βουλή και στη συμβολή της με την πλατεία Συντάγματος.

Με ανακοινώσεις της Διεύθυνσης Αστυνομίας Πόλεων συνίστατο πλέον στο κοινό να προτιμά «τας προστατευτικάς ζώνας διαβάσεως». Ταυτόχρονα, αστυφύλακες ανέλαβαν να κάθονται σε κεντρικά σημεία τις ώρες της μεγάλης κυκλοφορίας για να διακόπτουν την κίνηση, όποτε έκριναν σκόπιμο, προκειμένου να περνούν οι πεζοί από τις διαβάσεις χωρίς κίνδυνο.

Καταβαλλόταν δε προσπάθεια να πεισθούν και οι πεζοί να περπατούν μόνον στα πεζοδρόμια. Ανάμεσα στις άλλες οδηγίες γινόταν -για πρώτη φορά- προσπάθεια να αντιμετωπισθεί το αντικοινωνικό παρκάρισμα με τρόπο που σήμερα δεν ήταν αποδεκτός. Για να αποφευχθεί το παρκάρισμα που έφραζε τις παρόδους και εμπόδιζε την ελεύθερη κυκλοφορία των οχημάτων προτεινόταν στους οδηγούς να «σχηματίζωσιν εν ανάγκη διπλήν γραμμήν επί του οδοστρώματος»! Δηλαδή, ήταν νόμιμο το περίφημο στις ημέρες μας διπλοπαρκάρισμα.

Βέβαια, ήταν δύσκολο να πεισθούν οι οδηγοί της εποχής να σέβονται τις διαβάσεις. Γι’ αυτό, με ειδική εγκύκλιό της, η Αστυνομία αφενός συνιστούσε στους οδηγούς να σέβονται τις διαβάσεις και να σταματούν πάντα όταν βλέπουν πεζό, και αφετέρου να μη «ποιώνται χρήσιν των σαλπίγγων των». Διότι ακόμη τα περισσότερα αυτοκίνητα δεν διέθεταν τα περίφημα «κλάξον», αλλά τις γνωστές σάλπιγγες με τη φούσκα. Μάλιστα, οι οδηγίες ήταν αυστηρές και ανέφεραν ότι «οι ασκόπως ποιούμενοι χρήσιν της σάλπιγγος θα οδηγούνται αμέσως εις το αυτόφωρον Πταισματοδικείον».

Σε ένα ξέσπασμά του ο Λαύρας της «Εστίας», δηλαδή ο Νικόλαος Πετιμεζάς, θα γράψει ένα οργισμένο χρονογράφημα (1927) προσπαθώντας να περιγράψει την αλόγιστη χρήση σαλπίγων και αυτοκινήτων. Έγραφε πως ο «τέως ξυπόλυτος, καρρολόγος, ψιλικατζής αποκτά εντός πενταετίας αυτοκίνητον· αυτή (σ.σ. η σάλπιγγα) τραγουδεί το μεράκι μας, τον καϋμό μας, τους πόθους μας· είναι αμανεδάκι και γιαρεδάκι· είνε πρόκλησις προς το παράθυρο και το μπαλκόνι· είνε το “Έβγα να με ιδής!”, “Εγώ είμαι που τόχω· και ας κλαίει που τάχε πριν”.

»Είνε η διαλυθείσα και φαλλιρήσασα τράπεζα· είνε το μεγαλοπρεπές κανόνιον· είνε η εξαφάνισις δώδεκα υπαλλήλων τραπέζης δια μιας, και τρέχα πιάστους. Είνε η διαχείρισις ταμείου, είνε το άρπαξε να φας και κλέψε νάχης, είνε η φιλενάδα, το πολυέξοδον θήλυ, και το αδύνατον να εξακριβωθή «πόθεν έσχες». Είνε η κατεργαριά, ο μπαγαποντισμός, η καταφερτζίδικη ικανότης, ο αναζών κουτσαβακισμός, ο νεοϊδεατισμός, η αυθάδεια, η θρασύτης και ο αρριβισμός, η αυταπάτη, ότι εγίναμεν και ότι αυτή λέγεται ζωή. Πάντα ταύτα είχαν απόλυτον ανάγκη από μίαν τρουμπέτταν, η οποία να τα λέη όλα ομού με ένα κουμπάκι πιεζόμενον, ή με μίαν φούσκαν»!

Όπως ήταν φυσικό το νέο μέτρο της καθιέρωσης διαβάσεων για τους πεζούς, δεδομένων των συνθηκών και των εκτεταμένων αυθαιρεσιών, τόσο εκ μέρους των οδηγών όσο και των πεζών, προκαλούσε θυμηδίες και σατιρισμούς. Ο Τίμος Μωραϊτίνης έσπευσε να υποδεχθεί το νέο μέτρο γράφοντας πως σύντομα οι λευκές γραμμές «θα γίνουν ερυθραί από το αίμα των διαμελιζομένων και θα μεταβληθούν εις τραγικάς ταινίας κινηματογράφου»!