Όταν εκδόθηκαν οι φιλοβασιλικές εφημερίδες «Η Βραδυνή» και «Εφημερίδα των Συντακτών»

Ο Νικόλαος Πλαστήρας έκλεισε τριάντα επτά καθημερινές εφημερίδες!

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Νικόλαος Πλαστήρας.

Από τις κρισιμότερες περιόδους για τον Ελληνικό Τύπο και τους δημοσιογράφους ήταν το 1923, παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο της ιστορικής έρευνας. Τη χώρα κυβερνούσε η υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα «Επαναστατική Επιτροπή» και όσα συνέβησαν δεν έχουν παρουσιαστεί αναλόγως με τη σημαντικότητά τους, ούτε επαρκώς οι συνθήκες που λειτουργούσε ο Τύπος στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Το γεγονός ότι έκλεισαν 37 καθημερινές εφημερίδες σε όλη την Ελλάδα, πέραν των αυτονόητων ζητημάτων ελευθερίας του λόγου και δημοκρατίας, δημιουργούσε και μείζον ζήτημα επιβιώσεως ιδιαιτέρως μεγάλου αριθμού δημοσιογράφων αλλά και τεχνικών του Τύπου οι οποίοι περιήλθαν σε κατάσταση ανεργίας. Τότε γεννήθηκαν και δύο εφημερίδες. Η βραχύβια πρωινή «Εφημερίς των Συντακτών» και η μακρόβια απογευματινή εφημερίδα «Βραδυνή».

Η προμετωπίδα της «Εφημερίδας των Συντακτών».

Ξεκαθάρισμα λογαριασμών

Στις εφημερίδες αυτές εργάσθηκαν όσοι απολύθηκαν από τις εφημερίδες που έκλεισαν. Τουλάχιστον δύο φορές οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, των Αθηνών και του Πειραιώς, είχαν αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα από την εποχή του Διχασμού. Αλλά όχι στην έκταση και με τη μέθοδο που ακολούθησε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Έχοντας αναλάβει τα ηνία της χώρας από τον Σεπτέμβριο 1922 χρεώθηκε ιδιαιτέρως θετικά αλλά και ιδιαιτέρως αρνητικά γεγονότα. Στα πρώτα ανήκουν η φροντίδα και η περίθαλψη για τους πρόσφυγες και στα δεύτερα η δολοφονία των έξι.

Τον Οκτώβριο 1923 εξερράγη στην Πελοπόννησο στρατιωτικό κίνημα από τους φιλοβασιλικούς υποστράτηγους Λεοναρδόπουλο και Γαργαλίδη. Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι δημοκρατικοί και φιλοβενιζελικοί να περάσουν στην αντεπίθεση και να προχωρήσουν σε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Μία μνημειώδης και μοναδική στα νεώτερα ελληνικά χρονικά απαγόρευση δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Νοεμβρίου 1923.[1] Τα ηνία της χώρας είχε αναλάβει ο Νικόλαος Πλαστήρας, αρχηγός της Επανάστασης της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 και Πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής.

Έκλεισε 36 εφημερίδες!

Έσπευσε λοιπόν, με Ψήφισμα που υπέγραψε ο ίδιος, να κλείσει 36 εφημερίδες σε όλη τη χώρα. Το σκεπτικό δημοσιευόταν ολόκληρο στο ΦΕΚ και ανέφερε πως η Επανάσταση γνώριζε ότι μερίδα του Ελληνικού Τύπου «εν επιγνώσει ειργάσθη εγκληματικώς επί έτη εναντίον των συμφερόντων της Χώρας»! Υποστήριζε επίσης ότι γινόταν συστηματική προσπάθεια για την κατάπτωση του εθνικού, πολιτικού και ηθικού φρονήματος του λαού «συνεπώς υπέχει ευθύνην πρωτεύουσαν δια την επελθούσαν εθνικήν συμφοράν» εννοώντας τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Δεν παρέλειπε με το επίσημο κείμενο να κατηγορήσει τις εφημερίδες για υπέρμετρο κομματισμό, ότι καλλιέργησαν το κλίμα για να ξεσπάσουν κινήματα, εκτοξεύοντας κατηγορίες ακόμη και για τυμβωρυχία! Θεωρώντας λοιπόν ο Ν. Πλαστήρας ότι οι εφημερίδες αυτές ατίμαζαν την Ιστορία του Ελληνικού Τύπου αποφάσιζε «όπως μη εμφανισθούν πλέον, προς ποινήν, παραδειγματισμόν και απαραίτητον καθαρμόν»! Μόνον στην Αθήνα έκλεισε δέκα εφημερίδες (Καθημερινή, Αθηναϊκή, Πρωινή, Εσπερινή, Νέα Ημέρα, Πολιτεία, Χρόνος, Εφημερίς Ελλάδος, Πρωτεύουσα, Χρονικά)![2]

Η προμετωπίδα της απογευματινής εφημερίδας «Βραδυνή» (πρώτο και δεύτερο φύλλο).

«Η Βραδυνή Εφημερίς των Συντακτών»

Στην Αθήνα και στον Πειραιά, 75 συντάκτες κάθε ειδικότητας απολύθηκαν ξαφνικά. Εξέδωσαν λοιπόν ανακοίνωση, «οι αργούντες συντάκται» όπως αυτοχαρακτηρίζονταν, με την οποία ενημέρωναν το κοινό πως είχαν αποφασίσει να ιδρύσουν δικό τους «Δημοσιογραφικό Οργανισμό». Επρόκειτο στην πραγματικότητα περί ενός Συνεταιρισμού, του οποίου το Καταστατικό αποτελεί ένα από τα πλέον κρίσιμα τεκμήρια της ιστορίας του Ελληνικού Τύπου. Το υπέγραφαν 58 δημοσιογράφοι και προέβλεπε την έκδοση της «Εφημερίδος των Συντακτών», χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον τίτλο της «αναπαλλοτρίωτον! Το πρώτο φύλλο της εκδόθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1923.

Αφού η πρώτη εφημερίδα θα ήταν πρωινή, σύμφωνα με όσα προέβλεπε το Καταστατικό, εκδόθηκε λίγες ημέρες αργότερα (18 Νοεμβρίου 1923) και δεύτερη εφημερίδα «Η Βραδυνή», «Η Βραδυνή Εφημερίς των Συντακτών», όπως ήταν ολόκληρος ο αρχικός τίτλος της. Μερικές από τις σημαντικότερες προσωπικότητες συμμετείχαν στην ίδρυση του Συνεταιρισμού αλλά προσέφεραν και τις υπηρεσίες τους γράφοντας στις δύο εφημερίδες. Από τον Παύλο Νιρβάνα, τον Νικόλαο Καρβούνη και τον Ηρακλή Αποστολίδη μέχρι τον Γεώργιο Κορομηλά, τον Φώτο Πολίτη, τον Διονύσιο Κόκκινο και τον Δημήτριο Χατζόπουλο.

Ραγδαίες εξελίξεις

Παρά το γεγονός ότι δήλωναν «ουδέτεροι απέναντι των αντιμαχομένων πολιτικών μερίδων» στάθηκαν επικριτικά στις αντιδημοκρατικές μεθόδους που φίμωναν τις ελεύθερες φωνές και αμφότερες οι εφημερίδες κατατάχθηκαν στις φιλοβασιλικές. Προσφέροντας σε δύσκολη περίοδο υψηλό ποιοτικό προϊόν όχι μόνον κατόρθωσαν να επιβιώσουν, αλλά αποτέλεσαν πόρο ζωής για όσους είχαν βρεθεί στην ανεργία. Αποτελούν δε βασικές πηγές για τους ιστορικούς που επιθυμούν να είναι αντικειμενικοί, δεδομένου ότι υπό τις συνθήκες εκείνες τα υπόλοιπα έντυπα εκφράζουν μονομερώς τις βενιζελικές απόψεις.

Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες και οι περιστάσεις κρίσιμες. Επανήλθε στην πολιτική ζωή της χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ως προς την επανέκδοση των εφημερίδων, η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων ήταν εκείνη που αντιδρούσε. Είναι αποκαλυπτικές οι συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή. Εκεί οι αποκαλούμενοι δημοκρατικοί, όπως οι Βύρων Καραπαναγιώτης και Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πρωταγωνίστησαν στην προσπάθεια διατήρησης του Ψηφίσματος που είχε δημοσιεύσει ο Ν. Πλαστήρας! Διαφώνησαν ακόμη και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος υποστήριζε πως «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ελεύθερον πολίτευμα άνευ ελευθερίας του Τύπου». Εντέλει αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τη Βουλή προφασιζόμενος αδιαθεσία.

«Η Βραδυνή»

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Καφαντάρης ωστόσο, κατ’ εντολήν του Ελ. Βενιζέλου, κατέθεσε νέο Ψήφισμα που καταργούσε το προηγούμενο του Ν. Πλαστήρα. Ακολούθησε ψηφοφορία και το αποτέλεσμα υπήρξε συντριπτικό υπέρ της επανέκδοσης των εφημερίδων. Επί 267 πληρεξουσίων, 203 ψήφισαν υπέρ της επανέκδοσης και μόνον 59 κατά. Οπότε το Ψήφισμα που είχε κλείσει τις εφημερίδες και είχε στείλει στην ανεργία τόσο κόσμο καταργήθηκε με νέο Ψήφισμα της «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτικής Συνελεύσεως», το οποίο επίσης δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2 Φεβρουαρίου 1924.[3]

Έτσι έληξε εκείνη η περιπέτεια. Αρκετές από τις ιστορικές εφημερίδες δεν κατόρθωσαν να επανεκδοθούν μετά την τρίμηνη περίπου διακοπή τους. Η «Εφημερίς των Συντακτών» έκλεισε τον κύκλο της λίγες ημέρες μετά το Ψήφισμα που επέτρεψε την επανέκδοση των εφημερίδων, στις 15 Φεβρουαρίου 1924. Ωστόσο «Η Βραδυνή» αυτάδελφός της είχε καλύτερη τύχη. Συνέχισε ως συνεταιριστική εφημερίδα μέχρι την 1η Ιουνίου 1924, όταν αγοράσθηκε από τον Δημήτριο Αραβαντινό (1883-1938), σπουδαία και αδικημένη προσωπικότητα του Τύπου. Η εφημερίδα σημείωσε μεγάλες επιτυχίες και υπήρξαν περιπτώσεις προπολεμικώς που η κυκλοφορία της υπερέβη τα 150.000 φύλλα ημερησίως![4]