Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είχε την ατυχή ιδέα να στείλει επιστολή σε εφημερίδα ο γηγενής Αθηναίος Γκίκας Μπινιάρης, στις αρχές Δεκεμβρίου 1836. Διαμαρτυρόταν ο χριστιανός διότι η δημοτική Αρχή αμελούσε και δεν φρόντιζε τη γειτονιά του που ήταν στα Γύφτικα, δηλαδή στην περιοχή των σημερινών Αγίων Ασωμάτων, στην περιοχή του Θησείου. «Εγώ και όλοι οι συγκάτοικοι των αυτών μερών απορούμεν διατί τόση αμέλεια και τόση αφροντισία του Κυρίου Δημάρχου» ανέφερε στη διαμαρτυρία του, συμπληρώνοντας πως στην περιοχή αυτή εμφώλευαν κίνδυνοι από τις ακαθαρσίες και καμμιά φροντίδα δεν λαμβανόταν[1].
Δικαιολογημένα διαμαρτυρόταν, διότι ελλείψει και αποχετευτικού δικτύου στο βαθούλωμα που σχηματιζόταν σε εκείνη την περιοχή συγκεντρώνονταν και πολλά λύματα από τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη πόλη. Δεν περιοριζόταν όμως μόνον σε αυτά ο αγανακτισμένος κάτοικος. Προέβαινε και σε απευθείας καταγγελία στο πρόσωπο του δημάρχου Αθηναίων Ανάργυρου Πετράκη, διότι φρόντιζε να λάμπει η περιοχή όπου βρισκόταν το σπίτι του, αλλά και άλλες γειτονιές όπου κατοικούσαν πολιτικοί φίλοι του.
«Μήπως και εμείς δεν πληρώνωμεν φόρους, μήπως δεν είμεθα Έλληνες και δημόται Αθηναίοι;» αναρωτιόταν ρητορικά και λέγοντας πως ο δήμαρχος «αφού ετιμήθη με των συμπολιτών του τας ψήφους, μήτε επάτησεν εις τα μέρη μας»[2]. Έκανε όμως και άλλες καταγγελίες για έναν γείτονά του, ο οποίος ανήγειρε σπίτι σε οικόπεδο μη άρτιο, χωρίς άδεια και εκτός της ορισμένης από το σχέδιο γραμμής. Όπως έγραφε προέβη σε σχετικές καταγγελίες προς τον Αστυνόμο και προς τον Δήμαρχο χωρίς αποτέλεσμα και γι’ αυτό αναγκαζόταν να δημοσιοποιήσει το θέμα.
Θα περίμενε κανείς ότι με τέτοια μεθόδευση κάποια λύση θα έβρισκε στα προβλήματά του. Αλλά όχι μόνον καθαριότητα δεν είδε στη γειτονιά του, αντιθέτως μπήκε σε αφάνταστες περιπέτειες. «Ο υπαστυνόμος Μ. Χαλκοκονδύλης επιστατών προχθές εις την κάθαρσιν των δρόμων, μ’ έκραξε και μ’ επροσκάλεσε να καθαρίσω τον δρόμον», έγραφε με παράπονο λίγες ημέρες αργότερα[3]. Αποκάλυψε μάλιστα πως αρνήθηκε γιατί είχε δουλειά, αλλά και γιατί θα βλαπτόταν η υπόληψή του, πρότεινε όμως στον Αστυνόμο να πληρώσει ο ίδιος ανθρώπους για να καθαρίσουν.
Ωστόσο ο Αστυνόμος, που δεν ήταν άλλος από τον επίσης γηγενή Μιχάλη Χαλκοκονδύλη, ήταν αμετάπειστος. Ως αιτιολογία ο Αστυνόμος χρησιμοποίησε μία πρόβλεψη του Νόμου, που σε περίπτωση ανάγκης, υποχρέωνε εκ περιτροπής στους δημότες την αναγκαστική εργασία σε κοινωφελείς δραστηριότητες. Εφόσον ο πολίτης αρνήθηκε, ο Αστυνόμος του απάντησε με απρέπεια και διέταξε τον αστυνομικό κλητήρα να τον οδηγήσει στη Φυλακή του Μεντρεσέ.
Προφανώς ο Αστυνόμος ήταν ειδοποιημένος ότι ο δημότης είχε διαμαρτυρηθεί και εκτελούσε εντολές. Στην αρχή ήθελε σώνει και καλά να επιβάλει την προβλεπόμενη από τον νόμο αναγκαστική εργασία. Και αφού ο Γκ. Μπινιάρης αρνήθηκε, τον έριξε στο μπουντρούμι. Διαμαρτυρήθηκε όμως και πάλι προκαλώντας αυτή τη φορά την αντίδραση και άλλων εναντίον των δημάρχου.
Πολίτες και Τύπος εξαπέλυσαν τα πυρά τους. Περισσότερο διότι τα καμώματα της Αστυνομίας θύμιζαν τους ζαπίτες, δηλαδή τους Τούρκους που εκτελούσαν χρέη Αστυνόμων στα χρόνια της σκλαβιάς. «Οι αστυνομικοί υπάλληλοι, κάθε στιγμήν ευρισκόμενοι εις συνάφειαν με τους πολίτας, έχουν χρέος να τους σέβονται» έγραφε ο Κ. Σακελλαρόπουλος, ο οποίος απαιτούσε από τα όργανα της τάξης να σέβονται τους πολίτες, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν με χρήματα την αγγαρεία που τους αντιστοιχούσε[4]. «Ο τρόπος της καθαρίσεως των δρόμων δι’ αγγαρειών μας φαίνεται άνισος και παράνομος» επισήμαινε στην εφημερίδα του ο Κ. Σακελλαρόπουλος σχολιάζοντας τα παθήματα του Μπινιάρη, ο οποίος μάλλον δεν θα διαμαρτυρήθηκε ξανά για την κατάσταση των δρόμων[5]. Τουλάχιστον ο θόρυβος που σηκώθηκε, συνέβαλε ώστε ο Δήμος Αθηναίων να μην βάζει σε αγγαρεία τους δημότες του, κάτι όμως που έκαναν οι υπόλοιποι δήμοι της Αττικής.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 22 Μαΐου 2013.