Πως γεννήθηκαν οι Οικονομικές Εφορίες στην Ελλάδα

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Όλο και περισσότερο αδυνατίζει ο ρόλος που διαδραματίζουν οι παραδοσιακές οικονομικές εφορίες, τις οποίες εξοβελίζει η ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Είναι προφανές πως, ακόμη και αυτές που έχουν απομείνει, σταδιακά θα απωλέσουν τη χρησιμότητά τους και ένα νέο σύστημα, πλήρως αποκεντρωμένο θα κληθεί να τις αντικαταστήσει. Ούτως ή άλλως, οι νέες συνθήκες αλλάζουν γενικότερα το σύστημα που κάποτε ήταν πανίσχυρο. Είχε περάσει στη συνείδηση των Ελλήνων και καθόριζε τη ζωή και τις οικονομικές συναλλαγές τους με το Δημόσιο.

Κάποτε όμως η ίδρυση των οικονομικών εφοριών, οι οποίες απλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Ελλάδα, υπήρξε από τις σημαντικότερες διοικητικές καινοτομίες που άντεξαν στον χρόνο. Ωστόσο η ιστορία τους είναι γεμάτη περιπέτειες και συνυφασμένη με την άτακτη πορεία των οικονομικών πραγμάτων της χώρας μας. Οι δυσκολίες, που αντιμετώπισε ο θεσμός στα πρώτα χρόνια εισαγωγής του, είχαν σχέση με τη λεηλασία της δημόσιας γης και η εφαρμογή του θεωρήθηκε υποχρεωτική για την αποκατάσταση της χαώδους δημοσιονομικής κατάστασης στα τελευταία χρόνια του Όθωνα.

Η σφραγίδα του Κράτους την περίοδο του Όθωνα.

Βασιλικοί Έφοροι και Επίτροποι

Η λέξη Εφορεία (-ία) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση τα χρόνια της Επανάστασης. Συνόδευσε την οικονομική διοίκηση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά και τα πρώτα βήματα της βασιλείας του Όθωνα. Είναι πλούσιο το παρασκήνιο των ετών 1833-36 καθώς και η δυναστική λειτουργία των Εφοριών, των Βασιλικών Εφόρων και των Οικονομικών Επιτροπειών και Επιτρόπων, όπως μετονομάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Βασιλεύς Όθων, στα τέλη του 1835 και κάτω από το βάρος των κατηγοριών που έφταναν σχεδόν απ’ όλα τα μέρη της χώρας, αναγκαζόταν να κάνει τις πρώτες συγχωνεύσεις εφοριών και μειώσεις των εφόρων που υπηρετούσαν σε αυτές.

Παρουσιάζουν δε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα κείμενα που συντάχθηκαν εκείνη την περίοδο κατά την οποία το ελληνικό κράτος έκανε τα πρώτα βήματά του. Κείμενα που έχει υπογράψει ο βασιλιάς Όθωνας και κάνουν λόγο για πολυέξοδο μηχανισμό σε σχέση με τις ωφέλειες που απέφερε στο κράτος. Την ίδια εποχή απαγόρευε ρητά και για ευνόητους λόγους, να διορίζονται έφοροι «εις την οποίαν εγεννήθησαν επαρχίαν». Ως προς τα προσόντα τους, έπρεπε να γνωρίζουν «τουλάχιστον ν’ αναγιγνώσκουν, να γράφουν και να λογαριάζουν εντελώς» και να «είναι άνθρωποι δικαίου και ηθικού χαρακτήρος»! Αλλά οι μετονομασίες, οι συγχωνεύσεις των εφοριών καθώς και οι μειώσεις του προσωπικού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Οι Εφορίες του 1845

Έτσι κυλούσαν τα πράγματα επί μία περίπου δεκαετία με τους Βασιλικούς Οικονομικούς Επιτρόπους να κυριαρχούν στη ζωή των τοπικών κοινωνιών. Οι οικονομικές εφορίες, με την μορφή που τις γνωρίσαμε στις ημέρες μας, σχεδιάστηκαν να λειτουργήσουν στον απόηχο της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τότε επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση της διοικητικής δομής του ελληνικού κράτους. Καταβλήθηκε προσπάθεια για αποκέντρωση της διοίκησης με φιλόδοξα νομοσχέδια, όπως η ίδρυση του θεσμού των επαρχιακών συμβουλίων. Το 1845 μετά τη διαίρεση του κράτους σε επαρχίες, εκδόθηκε ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορίας σε κάθε επαρχία της ελληνικής επικράτειας.

Αναστάσιος Μεταξάς

Ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός Ανδρέας Π. Μεταξάς (1790-1860), ήταν ο πολιτικός, ο οποίος ως υπουργός Οικονομικών, οραματίστηκε και νομοθέτησε το νέο σύστημα. Το 1845 κατάργησε τις «Οικονομικές Επιτροπείες» που ίσχυαν έως τότε και ίδρυσε 19 «Οικονομικές Εφορείες» σε όλη τη χώρα. Οι Έφοροι ήταν οι νέοι ισχυροί άνδρες της ελληνικής οικονομίας, αφού είχαν αποκλειστικά την ευθύνη, όχι μόνον για την είσπραξη των φόρων, αλλά και για τη διαχείριση της εθνικής και εκκλησιαστικής περιουσίας. Στη δικαιοδοσία τους υπάγονταν όλα τα αντικείμενα της οικονομικής υπηρεσίας που απάρτιζαν την περιουσία του κράτους ή τους δημόσιους πόρους. Ο νόμος τους καθιστούσε το «μάτι» του Υπουργείου Οικονομικών στις περιοχές δικαιοδοσίας τους.

Τις… έφαγε το Κτηματολόγιο

Ο νόμος όμως περιέπεσε σε αδράνεια όταν παραιτήθηκε από τον υπουργικό θώκο ο Α. Μεταξάς. Ο πραγματικός λόγος της αδυναμίας να εφαρμοστεί ο νόμος για τις οικονομικές εφορείες, όπως είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί, πρέπει να αναζητηθεί στην αρμοδιότητα περί πλήρους ελέγχου της εθνικής γης εκ μέρους των εφόρων. Από συστάσεως και με την ανοχή του κράτους και κυρίως των κατά τόπους βουλευτών, βρισκόταν σε εξέλιξη μια πραγματική λεηλασία της γης που είχε απομείνει στη δικαιοδοσία του. Εξάλλου, αυτός ήταν και ο λόγος της μη εφαρμογής ή καλύτερα της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου περί κτηματολογίων που είχε εκδοθεί το 1836. Ο Κωνσταντίνος Προβελέγγιος (1800-1880) ως υπουργός Οικονομικών θα επαναφέρει -περίπου μία δεκαετία αργότερα (1853-54)- στην επιφάνεια το ζήτημα.

Κωνσταντίνος Προβελέγγιος

Κάτω από σφοδρές αντιδράσεις θα κατορθώσει να ψηφίσει τον Νόμο «Περί Εφοριών», καταργώντας κάθε προηγούμενη διάταξη και απαλείφοντας τις μνείες περί δημοσίων ή εκκλησιαστικών κτημάτων. Ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια 43 οικονομικές εφορίες, οι οποίες αντιστοιχούσαν σχεδόν σε ισάριθμες επαρχίες. Η 15μηνη καθυστέρηση δημοσίευση του νόμου, μόνον τυχαία δεν ήταν. Είχε υπογραφτεί στα μέσα Οκτωβρίου 1853 και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο 1854, αφού πλέον δεν ήταν υπουργός ο συντάκτης του Κ. Προβελέγγιος. Εν πάση περιπτώσει, ο νόμος εκείνος, του 1854, σύστησε 43 οικονομικές εφορίες σε όλο το κράτος και με ιδιαίτερο διάταγμα καθορίστηκαν οι έδρες τους. Οι νέες εφορίες λειτούργησαν κάτω από την πίεση της ανάγκης τακτοποίησης της δημοσιονομικής εικόνας της χώρας απέναντι στους δανειστές της.

Το «Καθηκοντολόγιο»

Ιδιόχειρη υπογραφή της βασίλισσας Αμαλίας.

Ωστόσο, με καθυστέρηση πέντε ετών, το 1858, η Βασίλισσα Αμαλία θα υπογράψει το «Καθηκοντολόγιο» των Οικονομικών Εφόρων αλλά και των υπαλλήλων των εφοριών, το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στον νόμο. Υποτίθεται ό,τι ίσχυαν όσα είχαν νομοθετηθεί από το 1845, αλλά οι διατάξεις εκείνες είχαν περιέλθει σε πλήρη αδράνεια. Με σαφήνεια πλέον η αρμοδιότητα για τα εθνικά και εκκλησιαστικά κτήματα περιερχόταν στους κατά τόπους εφόρους, οι οποίοι αναλάμβαναν την ευθύνη να τα προφυλάσσουν και από τους σφετερισμούς των ιδιωτών.

Το εν λόγω διάταγμα, με τις αναλυτικότατες οδηγίες, δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τα προβλήματα που είχαν εν τω μεταξύ προκληθεί απ’ άκρου εις άκρον σε όλες τις ελληνικές επαρχίες με τις διεκδικήσεις της δημόσιας γης. Εξάλλου, το «Καθηκοντολόγιο» μέχρι καθήκοντα δασάρχου, σε περίπτωση απουσίας του, ανέθετε στον τοπικό έφορο. Ιχθυοτροφεία, αλυκές, μεταλλεία, λατομεία, εκκλησιαστικά κτήματα και βοσκήματα καθώς και στατιστικοί πίνακες, ήταν μερικά από τα πρόσθετα καθήκοντα που καλείτο να ασκήσει ο οικονομικός έφορος. Ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος, εκτός των άλλων, να περιοδεύει στην περιοχή ευθύνης του, για να ακούει τα παράπονα των πολιτών και να διαμορφώνει προσωπική άποψη.

Χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών του 1852.

Ο 20ός αιώνας

Κάτω από αυτό το καθεστώς και με πλήθος επί μέρους αλλαγές κατά καιρούς πορεύθηκε το σύστημα. Οι σημαντικότερες σημειώθηκαν επί Ελευθερίου Βενιζέλου το 1911. Υπήρξαν και άλλοι αξιοσημείωτοι σταθμοί, κυρίως με την εισαγωγή νέων φορολογικών θεσμών, όπως συνέβη τη δεκαετία 1920. Ο Θ. Πάγκαλος, όταν εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του και μεταξύ των υπόλοιπων μέτρων που έλαβε, ήταν και η δημιουργία 25 νέων οικονομικών εφοριών στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρά τους. Σκοπός των νέων οικονομικών εφοριών που ιδρύθηκαν στην Αγορά των Αθηνών, στην οδό Ερμού και στη Βάθεια έως το Φάληρο, στην Κηφισιά και στον Μαραθώνα, ήταν η «ευχερεστέρα βεβαίωσις των φόρων».

Αξιοσημείωτη επίσης, υπήρξε η πρωτοβουλία της κατοχικής Κυβέρνησης Τσολάκογλου (1942), σε περίοδο που η ελληνική κοινωνία μαστιζόταν και ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους, να ιδρύσει οικονομική εφορία «προς παρακολούθησιν των εχόντων μεγάλα εισοδήματα». Το εν λόγω κατάστημα περιήλθε σε αδράνεια, αφού οι μόνοι που είχαν μεγάλα εισοδήματα εκείνη την εποχή, ήταν στο σύνολό τους άνθρωποι της κυβέρνησης και συνεργάτες των Γερμανών. Προπολεμικά λειτουργούσαν περίπου 150 οικονομικές εφορίες σε όλη τη χώρα, ενώ υπερέβησαν τις 300 κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Μέχρι να γνωρίσουν τη μεγαλύτερη συρρίκνωση τα τελευταία χρόνια, αφού σήμερα είναι λιγότερες από εκατό και ο αριθμός τους βαίνει διαρκώς μειούμενος.