Θορυβώδης παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Βουλή των Ελλήνων

Οι «μασκαράδες» και οι «παλιάνθρωποι»

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Τέτοια συνεδρίαση δεν είχε ξαναδεί η Βουλή των Ελλήνων. Σταμάτησε τις εργασίες της στις 10 το βράδυ, για να ξαναρχίσει τρεις ώρες αργότερα, μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς την Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου 1933 προς Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 1934. Οι βουλευτές έμειναν στα έδρανα έως το πρωί, βρίζοντας ο ένας τον άλλον. «Παλιάνθρωποι» ακουγόταν από τα αριστερά της Βουλής, «δολοφόνοι και μασκαράδες» από τα δεξιά της και στη μέση οι Φιλελεύθεροι. Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Παναγής Τσαλδάρης και υπουργός Στρατιωτικών ο Γεώργιος Κονδύλης. Ο τελευταίος είχε καταθέσει νομοσχέδιο με το οποίο ο ίδιος μπορούσε να προτείνει και το υπουργικό συμβούλιο να αποφασίζει αυτεπαγγέλτως και «κατ’ ανεξέλεγκτον αυτού κρίσιν» την αποστρατεία όσων αξιωματικών του Στρατού, του Ναυτικού, της Αεροπορίας και της Χωροφυλακής συμμετείχαν στο περίφημο Κίνημα Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου 1933. Οι βενιζελικοί κατηγορούσαν το νομοσχέδιο ως αντισυνταγματικό, διότι ήξεραν ότι στόχος ήταν να πληγούν οι επιρρεπείς στα στρατιωτικά κινήματα φιλελεύθεροι αξιωματικοί. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με εντυπωσιακή πλειοψηφία και έγινε νόμος του κράτους, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν ανέκοψε τις διαθέσεις των βενιζελικών αξιωματικών.

 

Π. Τσαλδάρης: «Ρήγας… ο Δημοκρατικός»

Ελ. Βενιζέλος: «Ο Φάντης… Μπαστούνι»

Γ. Κονδύλης: «Ο Φάντης… Σπαθί»

Η συνεδρίαση εκείνη ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία στον απόηχο της οικονομικής κρίσης και της βελτίωσης της εικόνας της χώρας, βιαζόταν να ψηφίσει νόμους, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα αλλά και εξωτερικών σχέσεων. Έτσι, παραμονή Πρωτοχρονιάς κατέθετε νομοσχέδιο «περί της οφειλομένης αμοιβής εις τους καταδότας κεκρυμένων χρημάτων» αλλά ζητούσε και την ψήφιση του «Συμφώνου Εγκαρδίου Συνεννοήσεως», το οποίο, είχε συνυπογραφεί στην Άγκυρα λίγους μήνες νωρίτερα. Το ενδιαφέρον όμως όλων επικεντρώθηκε σ’ ένα νομοσχέδιο το οποίο είχε ήδη απορρίψει η Γερουσία. Προέβλεπε τη δίωξη όλων όσοι συμμετείχαν στο Κίνημα Πλαστήρα, το οποίο επιχείρησε να ανατρέψει τη νομίμως εκλεγείσα κυβέρνηση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» υπό τον Π. Τσαλδάρη. Ο Νικ. Πλαστήρας, φίλος του Ελ. Βενιζέλου και θαυμαστής του Μουσολίνι, αφού είδε πως οι φιλελεύθεροι απέτυχαν στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, πίστευε ότι μπορούσε να εγκαθιδρύσει δικτατορία. Την επομένη έβγαλε τα τανκς στους δρόμους και αιματοκύλισε την Αθήνα, αλλά το κίνημά του απέτυχε και φυλλορρόησε. Τελικά, ορκίστηκε η κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρέμενε θεατής, έχοντας παρουσιαστεί απολογούμενος και για τελευταία φορά στη Βουλή τον Μάιο του 1933 και έχοντας υποστεί μία απόπειρα δολοφονίας περίπου έναν μήνα αργότερα. Η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη και ο Γ. Κονδύλης πίστευαν πως οι φυσικοί δικαστές δεν έπρατταν το καθήκον τους εναντίον όσων συμμετείχαν στο Κίνημα και αποφάσιζε να πάρει τον νόμο στα χέρια της. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα υποστήριζε ο Γ. Κονδύλης, είχαν διαβρωθεί και τα αρμόδια ανακριτικά συμβούλια του στρατού και δεν έπαιρναν αποφάσεις. «Θέλουν κρεμάλα!» φώναζαν οι κυβερνητικοί βουλευτές, όταν άρχισαν οι αντιρρήσεις από την αντιπολίτευση που ισχυριζόταν πως η κυβέρνηση προχωρούσε σε προγραφές. Οι βενιζελικοί δέχονταν επιθέσεις από δεξιά και από αριστερά. Σπουδαίες προσωπικότητες, όπως οι Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Γεώργιος Καφαντάρης και Γεώργιος Παπανδρέου, βρέθηκαν σε δεινή θέση.

 

Ο βουλευτής Αγαμέμνων Σλήμαν.

Τον περισσότερο θόρυβο προκαλούσε ο εκρηκτικός βουλευτής Αγαμέμνων Σλήμαν, τον οποίο είχαν συλλάβει οι κινηματίες. Ο φιλοβασιλικός κτηματίας μεγάλων εκτάσεων στη Θεσσαλία Αγ. Σλήμαν, ήταν γιος του Ερρίκου Σλήμαν και της Σοφίας Εγκαστρωμένου. Είχε διατελέσει πρέσβης στη Νέα Υόρκη και επανειλημμένα βουλευτής και διακρινόταν για τον ευέξαπτο χαρακτήρα και τους καβγάδες του, οι οποίοι απασχολούσαν συχνά τις στήλες των εφημερίδων. Επιτέθηκε φραστικά στον Αλ. Παπαναστασίου, αποκαλώντας «κοινό δολοφόνο» και «μασκαρά» τον Ν. Πλαστήρα. «Παλιάνθρωπος είσ’ εσύ», ακούστηκε από κάποια έδρανα και τα αίματα άναψαν. Μπορεί τα πρακτικά της Βουλής να περιγράφουν όσα συνέβησαν με τις σημειώσεις «φωναί, θόρυβος, αντεγκλήσεις, κωδωνοκρουσίαι», αλλά οι πρωτοχρονιάτικες εφημερίδες βρίθουν περιγραφών. Ο συνήθως ψύχραιμος Π. Τσαλδάρης έλεγε από το βήμα ότι γινόταν συνήγορος των κινηματιών δολοφόνων ο Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος απαντούσε με το «έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν». Όσο προχωρούσε η συζήτηση τόσο περισσότερη ένταση επικρατούσε, με τον Αγ. Σλήμαν να ανεβοκατεβάζει «μασκαράδες» συλλήβδην τους βουλευτές της αντιπολίτευσης. Ο αντιπρόεδρος της Βουλής Σίμος Μπαλάνος, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στην κατάσταση καλούσε εσπευσμένα να αναλάβει ο πρόεδρος Αντώνιος Αθηνογένης.

 

Πρωτοχρονιά 1934. Μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών. Διακρίνονται ο Πρωθυπουργός Παν. Τσαλδάρης, ο υφυπουργός Οικονομικών Δημ. Χέλμης και ο αντιπρόεδρος της Βουλής Σίμος Μπαλάνος. Φωτογραφικό Αρχείο Πέτρου Πουλίδη (ΕΡΤ).

Την ώρα που οι επαρχιώτες γυρνούσαν ακόμη τους δρόμους της πρωτεύουσας για να πουλήσουν το προϊόν του κυνηγιού τους, χήνες και λαγούς, ο νόμος ψηφιζόταν στη Βουλή με εντυπωσιακή πλειοψηφία. Επί 162 ψηφισάντων, 133 ψήφισαν το νομοσχέδιο, το οποίο καταψήφισαν μόνον 29 βουλευτές. Η θυελλώδης συνεδρίαση της Βουλής έληξε στις 7 το πρωί της 1ης Ιανουαρίου 1934. Οι εθνοπατέρες έπρεπε δύο ώρες αργότερα να παρευρεθούν στην καθιερωμένη τελετή «επί τη πρώτη του νέου έτους» στη Μητρόπολη. Σε μια αποστροφή του λόγου του στη συνεδρίαση εκείνη της Βουλής, ο ενημερωμένος για την κατάσταση που επικρατούσε στο Στράτευμα Γ. Καφαντάρης έστελνε το δικό του μήνυμα λέγοντας πως το «νομοσχέδιο αυτό θα γίνη έναυσμα ολεθρίων μελλοντικών αναστατώσεων». Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έγινε η πρώτη διαδήλωση για τη στήριξη της κυβέρνησης, ενώ περίπου 14 μήνες αργότερα, την 1η Μαρτίου 1935, οι βενιζελικοί αξιωματικοί επανήλθαν σφοδρότεροι, παίρνοντας τα όπλα και αιματοκυλώντας πάλι τη χώρα.