Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι όμορφοι οι ελληνικοί θρύλοι, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις που γεννιούνταν όπου και όποτε οι περιστάσεις και οι συνθήκες το καλούσαν. Αδιαφορώντας για τις επιστημονικές θεωρίες και ονομασίες, αλλά με συνέπεια και σεβασμό, ο λαός μεταφέρει από τα βάθη των αιώνων τις πληροφορίες που ποικίλουν τη ζωή και την καθημερινότητά του. Όπως οι θρύλοι που αγκαλιάζουν τα κλαδιά του αρκουδοπούρναρου, με τους σφαιρικούς κόκκινους καρπούς και του βίσκου ή ιξού, με τους σφαιρικούς λευκούς καρπούς. Στην ελληνική παράδοση αμφότερα τα είδη έχουν πάρει την ονομασία γκι και αποτελούν το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δίδυμο!
Ονομασίες και χρήση
Ωστόσο, η επίσημη ονομασία του αρκουδοπούρναρου είναι ίλεξ και του ιξού είναι βίσκον το λευκό ή γκι, από το γαλλικό gui. Επίσης το αρκουδοπούρναρο που συναντιέται στην Ελλάδα με διάφορες ονομασίες (λαύρος, μηλοπούρναρο, λιόπουρνο κ.ά.), διεθνώς είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία «Ού»! Το αρκουδοπούρναρο είναι συνήθως θάμνος που αργεί να αναπτυχθεί ή δένδρο που ξεπερνά σε ύψος τα δέκα μέτρα. Είναι ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες και είναι φυτό δίοικο, δηλαδή υπάρχουν ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά δένδρα. Όσο για τον ιξό είναι ένας ημι-παρασιτικός θάμνος που φύεται σε μίσχους άλλων δένδρων.
Η διακοσμητική χρήση τους, ιδιαιτέρως του τελευταίου στο εορταστικό περιβάλλον του δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) περιοριζόταν στην Ελλάδα, μέχρι και τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, στα μεγαλοαστικά ή αστικά σπίτια. Παρά το γεγονός ότι η παραγωγή τους ήταν άφθονη στους κορμούς των άγριων δένδρων και βουνών της Αττικής και ιδίως στα έλατα της Πάρνηθας. Οι σημαντικότεροι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Θεόφραστο αλλά και ο Ιπποκράτης ασχολήθηκαν με τις θεραπευτικές ιδιότητες του ιξού.
Κέλτες, Γαλάτες και Δρυίδες
Εξάλλου οι Κέλτες και Γαλάτες Δρυίδες το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν φάρμακα και σπουδαία μαγικά φίλτρα. Σέβονταν τον ιξό ως ιερό και τον έκοβαν με χρυσό δρεπάνι. Στην χριστιανική Ελλάδα όμως και όχι μόνον, κάποιος θρύλος φαίνεται πως συντέλεσε στον παραμερισμό των προλήψεων και την εισαγωγή και καθιέρωση του παρασιτικού φυτού ως εορταστικού συμβόλου. Η παράδοση ήθελε τον ιξό να είναι δένδρο στα χρόνια του Ιησού και απ’ αυτό να φτιάχνεται ο Σταυρός του!
Την κυρίως αγροτική αυτή παράδοση διέσωσε στα νεότερα χρόνια και ο Δημήτριος Γατόπουλος, ο οποίος έγραφε (1948) πως είχε ακούσει να την διηγούνται χωρικοί στη Χασιά της Αττικής. Έλεγαν πως το γκι στα χρόνια τα παλιά ήταν ωραίο και ψηλό δένδρο. Από τότε όμως που το χρησιμοποίησαν για τον Σταυρό το χτύπησε η θεία κατάρα. Το δένδρο έγινε παράσιτο που αναπτυσσόταν πάνω στα άγρια δένδρα των βουνών απορροφώντας τους χυμούς τους. Πράγματι, ο ιξός ο λευκός ή μηλιός είναι ένας αειθαλής θάμνος που αναπτύσσεται πάνω σε κλαδιά δασικών και οπωροφόρων δένδρων.
Στο σπίτι του Χ. Τρικούπη
Οπότε αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς γιατί η χρήση του γκι άργησε να έλθει και στην Ελλάδα. Ωστόσο, ήταν γνωστά στους εύπορους Αθηναίους από τα τέλη του 19ου αιώνα ακόμη. Διεσώθη μάλιστα και ένα περιστατικό[1] που αναφέρει ότι κάποια Χριστούγεννα ο Ανδρέας Συγγρός έστειλε ένα πανέρι γεμάτο γκι και λουλούδια από το κτήμα του στη Σοφία Τρικούπη. Η αδελφή του μεγάλου πολιτικού γνώριζε το παλαιό έθιμο των γκι που από αιώνες είχαν διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη. Σύμβολο ειρήνης, φιλίας και αγάπης. Στόλισε λοιπόν μ’ αυτά ένα από τα μεγάλα ανθοδοχεία της αίθουσας των επισκεπτών του σπιτιού της που ήταν γεμάτη από γλάστρες. Περισσότερο με πλατύφυλλα φυτά που συνηθίζονταν εκείνη την εποχή.
Ένα βράδυ ο παλαιός πρόεδρος της Βουλής, ο κοσμογυρισμένος Ανδρέας Αυγερινός, είδε τα γκι και θέλησε να χαριτολογήσει με τον ομόφρονα πολιτευτή των Πατρών Αλέξανδρο Φωτήλα: —Ξέρεις τι είναι αυτά κυρ Αλέξανδρε; —Σαν άσπρη σταφίδα μοιάζουν, απάντησε ο Φωτήλας, ως εκπρόσωπος σταφιδοφόρου επαρχίας. —Να σου πω εγώ τι είναι, επανήλθε ο Αυγερινός, ο οποίος επίτηδες παρουσιαζόταν να συγχέει το γκι με άλλα είδη. Αυτά τα κρεμούν στις πόρτες των σπιτιών στην Ευρώπη και όταν περνάς από κάτω με την αγαπητικιά σου έχεις το δικαίωμα να φιληθείς ελεύθερα για το καλό του χρόνου.
Ο Αλ. Φωτήλας, ο οποίος ήταν παντρεμένος και είχε μεγάλα παιδιά πήρε σοβαρό ύφος. Κουνώντας το κεφάλι του απάντησε ανταποδίδοντας το χαριτολόγημα: —Καλά τα ‘λεγα εγώ! Ο σιορ Ανδρέας Συγγρός φαίνεται βάλθηκε με τους χορούς και με κάτι τέτοια, να διαφθείρει και το Τρικουπικό κόμμα! Τότε ο Χαρίλαος Τρικούπης που διασκέδαζε με τον εύθυμο διάλογο επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να αναφερθεί στις παλαιές παραδόσεις των βόρειων χωρών για το γκι. Προφανώς τους μίλησε για τις Σκανδιναβικές και αγγλοσαξωνικές παραδόσεις που ήθελαν, από τον 16ο αιώνα ακόμη, τα ζευγάρια να φιλιούνται τα Χριστούγεννα, για το καλό, κάτω από τα γκι.
Η εξάπλωση
Είναι μακρά η σειρά των ξένων θρύλων και παραδόσεων, οι οποίες άργησαν να μεταφυτευτούν στην Ελλάδα. Εδώ η σημαντικότερη χρησιμότητα της ουσίας του καρπού του ιξού για τους παλαιότερους ήταν να φτιάχνουν ιξόβεργες, τις γνωστές σε όλους ξόβεργες, με την κολλώδη ουσία που περιέχουν. Τοποθετούσαν την ουσία πάνω σε ένα ξύλο επί του οποίου κολλούσαν και παγιδευόντουσαν τα πουλιά. Ήταν συνήθης και ευρέως διαδεδομένη τακτική.
Αλλά κάποτε το έθιμο της εορταστικής χρήσης του φυτού έφτασε και στην Ελλάδα. Τότε έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία οι χωρικοί της Χασιάς και της Φυλής. Φρόντιζαν να προμηθεύουν εγκαίρως την αγορά της πόλης με το νέο εορταστικό έμβλημα. Εμφανίζονταν τις παραμονές των γιορτών στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών με τα κατάφορτα γαϊδουράκια τους.
Σταδιακά το γκι προβαλλόταν από τον Τύπο, ιδιαιτέρως τη δεκαετία 1950, ως πρότυπο στολισμού της εορταστικής πόρτας και καταλάμβανε μόνιμα πλέον στις γιορταστικές αγορές. Το γκι προβαλλόταν ως το φυτό της «Άγιας Νύχτας» και στις αγορές των λουλουδιών, στις πλατείες Κλαυθμώνος, Αγίας Ειρήνης και Ιερού Λόχου, οι οποίες κατακλύζονταν από σωρούς πρασίνου, μαζί με τα κλαδιά ελάτων, πεύκων, κυπαρισσιών οι νοικοκυρές εύρισκαν και τα γκι. Ήταν μέρος των νέων εθίμων που παραμέρισαν ή προστέθηκαν στα παλαιότερα που ήθελαν τις γιορτινές ημέρες να γεννούν προσδοκίες και ελπίδες.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 11/12/2016.