Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ

Γράφει η Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου

 

Ἐκυκλοφόρησε προσφάτως ἕνα δίτομο βιβλίο πού μαρτυρεῖ τόν ἐξιδιασμένο κόπο τοῦ συγγραφέως καί τήν ἐπιθυμία του νά συγκροτήση ἕνα κατά τό δυνατόν πληρέστερο σῶμα πληροφοριῶν γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Πρόκειται γιά τήν δίτομη μελέτη τοῦ κ. Ἰωάννη Σ. Παπαφλωράτου ὑπό τόν τίτλο: Ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ (1833-1949).Ἡ δράση τῶν IVIII Μεραρχιῶν Πεζικοῦ. Νομική καί χαρτογραφική παρουσίαση τῶν γεγονότων (ἐκδ. Σάκκουλα Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 813 + 867, εὐρώ 42 +42). Τό βιβλίο περιλαμβάνει προλόγους τοῦ Ἀρχηγοῦ ΓΕΕΘΑ στρατηγοῦ κ. Μιχαήλ Κωσταράκου καί τοῦ ἐπιτ. Διοικητοῦ τῆς ΙΧ Μεραρχίας Πεζικοῦ ἀντιστρατήγου κ. Δημητρίου Τόρβα, πού ἐκφράζονται πολύ τιμητικά γιά τό ἔργο καί τόν συγγραφέα.

Ὁ κ. Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος εἶναι νέος ἐπιστήμων, γεννήθηκε στήν Ἀθήνα καί ἐσπούδασε στήν Νομική Σχολή Κομοτηνῆς, ἀό ὅπου ἔλαβε τό πτυχίο του κατά 1997 καί ἐν συνεχεία μετέβη στήν Ὁλλανδία γιά μεταπτυχιακές σπουδές, ὅπου ἔλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στίς Διεθνεῖς καί Εὐρωπαϊκές Σχέσεις ἀπό τό Amsterdam School of International Relations. Κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἐργάσθηκε ὡς ἐρευνητής στό Ἑλληνικό Ἵδρυμα Ἀμυντικῆς καί Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς (ΕΛΙΑΜΕΠ) καί συνέθεσε τήν ἐργασία: Οἱ ἀποφάσεις τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν ἐπί τῆς Γιουγκοσλαβικῆς Κρίσεως (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, Δυτικοευρωπαϊκή Ἕνωση), πού ἐξεπονήθη ὑπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἰω. Βαληνάκη καί ἐχρησιμοποιήθη ὡς ἐσωτερικό ἔγγραφο τῶν διπλωματικῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἔλαβε τό διδακτορικό του δίπλωμα ἀπό τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν μέ ἐπιβλέποντα καθηγητή τόν Καθηγητή τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Κων. Σβολόπουλο. Σήμερα διδάσκει στήν Σχολή Ἐθνικῆς Ἀμύνης, τήν Σχολή Ἐθνικῆς Ἀσφαλείας, ἐνῶ ἔχει διδάξει στήν Σχολή Μεταεκπαιδεύσεως καί Ἐπιμορφώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, τήν Σχολή Νομικῶν Συμβούλων καί τήν Σχολή Ἰκάρων. Τό βιβλίο του Ἡ Ἑλληνοϊταλική Κρίση τοῦ 1923. Τό ἐπεισόδιο Τελλίνι/Κερκύρας (ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα 2009), πού εἶναι ἡ ἐπεξεργασμένη μορφή τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς του ἐτιμήθη μέ τό Βραβεῖο Ἑλένης καί Πάνου Ψημένου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Ἔχει ἐκδόσει ἐπίσης τίς μελέτες: ΕΔΕΣ. Ἄγνωστες πτυχές ἀπό τήν ἱστορία τῆς ὀργάνωσης (Οἱ μονογραφίες τοῦ περ. Στρατιωτική Ἱστορία, ἐκδ. Περισκόπιο 2007), Τό «μεγάλο παιχνίδι» στά Βαλκάνια. Ὁ ἀγγλορωσικός ἀνταγωνισμός στή Βαλκανική Χερσόνησο τόν 19ο αἰώνα (ἐκδ. Ἀμυντική Γραμμή 2009), Νυρεμβέργη 1945: Ἡ δίκη πού σφράγισε τό τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ἐκδ. Eurobooks 2010). Τό παρόν βιβλίο του εἶναι καρπός μακρᾶς ἐργασίας καί προσπαθείας, καθώς χρειάσθηκε πολλή ἔρευνα σέ ἀρχεῖα καί στά ἀρχεῖα τῶν ἐφημερίδων μακρᾶς περιόδου. Ἐκτός αὐτοῦ χρειάσθηκε πολλήν ἔρευνα καί μελέτη τῆς βιβλιογραφίας πού διατίθεται ἐπί τοῦ θέματος καί χρησιμοποιεῖται εὐρέως.

Τό ἔργο πού συνέθεσε εἶναι ἰδιαιτέρως φιλόδοξο καθώς ἐπιχειρεῖ νά καταγράψη τήν πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ὄχι μόνον ἀπό ὀργανωτικῆς ἀπόψεως ἀλλά καί ὡς πρός τήν δράση του, στά πεδία τῶν μαχῶν καί στήν πολιτική σκηνή τοῦ τόπου. Γιά τήν περίοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Ὄθωνος τά παρατιθέμενα εἶναι σχετικῶς λίγα καί περιορισμένα, δοθέντος ὅτι τότε ὁ στρατός μας εἶχε κυρίως καθήκοντα ἀναφερόμενα στήν τήρηση τῆς ἐσωτερικῆς τάξεως καί στήν καταδίωξη τῆς ληστείας πού ἀνθοῦσε σοβαρά, ὅπως καί κατά τίς ἑπόμενες περιόδους. Ἰδιαίτερη σημασία ἀποδίδεται γιά τήν ἐν λόγω περίοδο στόν Κριμαϊκό Πόλεμο πού ἐπανέφερε τήν Ἑλλάδα στό διεθνές προσκήνιο, ἀλλά παρά τό πλευρό τῆς Ρωσίας, ἐνῶ οἱ ἕτερες δύο μεγάλες Δυνάμεις, ἡ Γαλλία καί ἡ Βρεταννία εἶχαν συμπαραταχθῆ παρά τό πλευρό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Βεβαίως μακροπροθέσμως αὐτό τό γεγονός ὡδήγησε στήν ἀνατροπή τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος, ἐνῶ βραχυπροθέσμως ἔφερε τήν ἀγγλογαλλική Κατοχή τῶν Ἀθηνῶν καί τοῦ Πειραιῶς πού συνοδεύθηκε ἀπό τήν ἐπιδημία χολέρας πού ἀπεδεκάτισε τόν ἐντόπιο πληθυσμό.

Ἀκολουθεῖ τό ἐκτενές κεφάλαιο γιά τήν περίοδο τοῦ Βασιλέως Γεωργίου Α΄ μέ τούς τρεῖς πολέμους: τοῦ 1897, τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα καί τόν Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ἀλλά καί τήν ἐκδήλωση τῶν πρώτων στρατιωτικῶν κινήσεων ὅπως ἦταν τό Κίνημα στοῦ Γουδῆ (1909). Θά σταθῶ σέ ἕνα σημεῖο αὐτοῦ τοῦ Κεφαλαίου, καθώς ἀναφέρεται καί διευκρινίζει ἕνα πολύ σημαντικό ζήτημα πού ἔχει φέρει πονοκεφάλους στήν Νεοελληνική Ἱστορία. Ἀναφέρομαι στό γνωστό ζήτημα γιά τό ἄν ἐχρειάζετο ἡ παρέμβασις τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου γιά τήν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό κατά τό 1912 ἤ ὄχι, δηλαδή ἄν τό στρατηγικό σχέδιο καί οἱ τακτικές κινήσεις τοῦ Ἀρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου προέβλεπε τήν στροφή πρός Θεσσαλονίκη ἤ ἄν θά συνεχίζετο προέλασις πρός Μοναστήρι καί θά ἀκολουθοῦσε ἡ στροφή πρός Θεσσαλονίκη. Εἶναι τραγικό τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπίσημη Ἱστορία τῆς Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ ἔχει γραφῆ καί ξαναγραφῆ ὡς πρός τόν τόμο αὐτόν ἀναλόγως τῆς πολιτικῆς τοποθετήσεως τῶν ἡγητόρων τοῦ στρατεύματος ὑπέρ ἤ κατά τοῦ ἐν συνεχεία Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄. Ὁ κ. Παπαφλωρᾶτος στό βιβλίο του διευκρινίζει ἐξ αὐτοψίας τοῦ πρωτογενοῦς ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ ὅτι ἡ στροφή πρός Θεσσαλονίκη εἶχε ἀρχίσει ἀπό τήν 12η/25η Ὀκτωβρίου 1912 κατόπιν διαταγῆς τοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου μέ διαταγή ἐπθέσεως πρός Βέρροια (ἀπό τήν περιοχή Κοζάνης) γιά νά συνεχίση ἀκολούθως ἡ πορεία πρός Θεσσαλονίκη. Τό περίφημο τηλεγράφημα τοῦ Βενιζέλου πρός τόν Ἀρχιστράτηγο ἐστάλη κατά τήν ἑπομένη ἡμέρα, 13η/26η Ὀκτωβρίου 1912. Ἡ ἔκδοσις τῆς ἐπισήμου Ἱστορίας τό 1932 παρεποίησε τήν ἡμερομηνία τοῦ τηλεγραφήματος αὐτοῦ καί τό παρουσίασε ὅτι ἀπεστάλη τήν 12η/15η Ὀκτωβρίου, θέλοντας νά κολακεύση τόν πρωθυπουργό καί πάλιν τότε Ἐλευθέριο Βενιζέλο καί νά συνδέση ὑποχρεωτικῶς τό ὄνομά του μέ τήν ἐλευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης. Τό ζήτημα αὐτό ἔχει κάμει νά χυθῆ πολύ μελάνι, ἀλλά δέν θά ἐχρειάζετο, καί τοῦτο διότι ἦταν ἀπό τίς περιπτώσεις πού ὅλοι συμφωνοῦσαν στήν ἀνάγκη ἐξασφαλίσεως τῆς Θεσσαλονίκης πρίν ἀπό τήν στροφή πρός Μοναστήρι, τόσο ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, ὅσο καί ὁ πρωθυπουργός Ἐλ. Βενιζέλος ἀλλά καί ὁ Ἀρχιστράτηγος Διάδοχος Κωσταντῖνος. Ἐκεῖνο πού δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι σημαντικώτατο ρόλο στήν περιέλευση τῆς Θεσσαλονίκης στήν Ἑλλάδα διεδραμάτισε ἡ ὑποτιμημένη μορφή τοῦ Ἀρχιστρατήγου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων στήν Μακεδονία στρατηγοῦ Χασάν Ταχσίν Πασᾶ, τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν μικτή ἑλληνοαλβανική καταγωγή καί τήν γαλλική παιδεία, πού δέν καταδέχθηκε νά παραδοθῆ στούς Βουλγάρους.

Τό 3ο Κεφάλαιο εἶναι ἀφιερωμένο στήν Α΄ Περίοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Α΄ (1913-1917), μέ τήν δολοφονία τοῦ πατρός του, τήν διεξαγωγή τοῦ πολυνέκρου Β΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου καί τήν ἐν συνεχεία ὁλονέν καί βαθύτερη διάσταση ἀντιλήψεων μεταξύ Βασιλέως καί Πρωθυπουργοῦ Ἐλ. Βενιζέλου, τήν ἔκρηξη τοῦ Α΄ Παγκ. Πολέμου καί τόν Διχασμό μέχρι τήν ἔξωση τοῦ Κωνσταντίνου τό 1917. Ἀκολουθεῖ τό 4ο Κεφάλαιο τῆς Περιόδου τῆς Βασιλείας τοῦ Ἀλεξάνδρου πού περιλαμβάνει τήν ἔξοδο τῆς Ἑλλάδος στόν Πόλεμο, τήν ἐκστρατεία στήν Οὐκρανία, καθώς καί τήν ἀπόβαση καί τίς πρῶτες ἐπιχειρήσεις στήν Μικρά Ἀσία, κλείνει δέ μέ τήν πολυθρύλητο καί οὐδέποτε ἐπικυρωθεῖα ὑπό οἱουδήποτε ἐκ τῶν ὑπογραψάντων μερῶν (οὐδ’ αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος!) Συνθήκη τῶν Σεβρῶν. Τό 5ο Κεφάλαιο ἐκτείνεται στήν Περίοδο 1920-1922, τῆς ἐπανόδου τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς δραματικῆς ἐκβάσεως τῆς Μικρασιατικῆς περιπετείας. Τό 6ο Κεφάλαιο τῆς πρώτης περιόδου Βασιλείας τοῦ Γεωργίου Β΄ ἀρχίζει μέ τήν Δίκη τῶν Ἕξ καί τήν ἐκτέλεσή τους, περιλαμβάνει δέ ἐνδιαφέρον ὑποκεφάλαιο γιά τό Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα.

Ὁ συγγραφεύς φαίνεται ὅτι εἶναι ἄνθρωπος μετριοπαθής ἀλλά βαθέως πιστός στό θέμα τῆς νομιμότητος. Ἔτσι τό 7ο Κεφάλαιο πού περιλαμβάνει τήν περίοδο τῆς Ἀβασιλεύτου Δημοκρατίας (1924-1935) εἶναι μᾶλλον περιωρισμένο καί δέν ἑστιάζεται ἰδιαιτέρως στά γεγονότα καθώς ἐπρόκειτο γιά περίοδ συνεχῶν κινημάτων καί κυβερνητικῶν ἀνατροπῶν μέ μόνο διάλειμμα τήν περίοδο τῆς νέας Πρωθυπουργίας Βενιζέλου τοῦ 1928-32. Εἶναι ὅμως γιά τόν Ἑλληνικό Στρατό ἐποχή δραματικῆς παρακμῆς καί ἀποδιοργανώσεως, καθώς δέν πρέπει νά λησμονεῖται ὅτι συμφώνως πρός τίς διαπιστώσεις τῆς ἡγεσίας τοῦ Στρατεύματος ὁ Στρατός Ξηρᾶς δέν ἦταν κατάλληλος κάν γιά παρελάσεις! Ἡ ἐπάνοδος τοῦ Γεωργίου Β΄ καί ἡ ἐν συνεχεία περίοδος μέχρι τοῦ 1947 (Κεφ. 8ο) ἀναφέρεται στίς παραμονές τοῦ Β΄ Παγκ. Πολέμου, τήν προπαρασκευή τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἐπί τῆς περιόδου Μεταξᾶ (1936-40), τόν Ἑλληνοϊταλικό καί Ἑλληνογερμανικό Πόλεμο, τήν Κατοχή, τίς ἐνέργειες ἀντιστάσεως, τήν συμμετοχή τῶν Ἑλληνικῶν Στρατιωτικῶν Δυνάμεων στίς ἐπιχειρήσεις ἐκτός Ἑλλάδος (Μέση Ἀνατολή, Ἰταλία κλπ.) καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος (1944), τά Δεκεμβριανά, τήν Συμφωνία τῆς Βάρκιζας καί τόν ἐν συνεχεία Πόλεμο τοῦ 1946-49, μέ τήν ἐξαιρετική σκληρότητα τῶν ἐπιχειρήσεων καί τόν βαρύτατο φόρο αἵματος τῶν ἀμάχων τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Τό 9ο Κεφάλαιο περί τῆς Βασιλείας τοῦ Παύλου περιλαμβάνει τό τέλος τοῦ Πολέμου τοῦ 1946-49, μέ τίς μεγάλες μάχες τοῦ Βίτσι καί τοῦ Γράμμου, ἀλλά καί σέ πολλά ἀκόμη σημεῖα τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος. Τό βιβλίο δέν ἐκτείνεται περαιτέρω στήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων μετά τό 1949, καθώς αὐτό εἶναι τό χρονικό ὅριο πού ἔθεσε ὁ συγγραφεύς.

Σημαντικό τμῆμα τοῦ Β΄ τόμου τοῦ βιβλίου ἀφιερώνεται στό ἐπί μέρους ἱστορικό τῆς δράσεως τῶν πρώτων 8 Μεραρχιῶν τοῦ Στρατοῦ μας, ἔτσι παρέχεται δέ ἡ εὐκαιρία λεπτομερεστέρων περιγραφῶν κάποιων ἐπιχειρήσεων καί πολεμικῶν ἐνεργειῶν.

Τό βιβλίο εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν ὀπτική θέση του. Παρουσιάζει τήν ἱστορία τοῦ Στρατοῦ σέ συνδυασμό πρός τήν ἀντίστοιχη διπλωματική καί πολιτική ἱστορία τῆς περιόδου 1833-1949. Ὁ κ. Παπαφλωρᾶτος εἶναι πολύ περισσότερο γνώστης τῆς διπλωματικῆς δράσεως καί τῶν λεπτῶν χειρισμῶν τῆς διπλωματικῆς συνομιλίας παρά τῶν περιγραφῶν τῶν μαχῶν. Ὀρθῶς ὅμως ἐπέλεξε νά μή ἐκταθῆ σέ τεχνική περιγραφή τῶν ἐπιχειρήσεων, τῶν μαχῶν καί γενικώτερα τῆς ἀμιγῶς τακτικῆς ἐξελίξεως τῶν πολέμων μας, καθώς τά σχετικά ἔχουν γραφῆ καί ἀναλυθῆ καταλλήλως ἀπό τήν Διεύθυνση Ἱστορίας Στρατοῦ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ στήν πολύτομη σχετική ἱστορική σειρά της, πού εἶναι εὔκολα προσιτή. Ὁ συνδυασμός διπλωματικῶν συνεννοήσεων, πολιτικῶν μεταβολῶν καί ἀποφάσεων καί στρατιωτικῆς δράσεως δέν εἶχε ξαναγραφῆ ἀπό τήν ἐποχή πού συνέθεσε τήν δική του Ἱστορία ὁ Σπ. Β. Μαρκεζίνης. Τά παραδοθέντα στήν ἔρευνα ἀκολούθως στοιχεῖα (μετά τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1980) ἐπέβαλλαν τήν νέα θεώρηση τοῦ ζητήματος.

Θά χρειαζόταν ἀκόμη μία εἰδική μελέτη περί τῆς ὀργανώσεως καί τῶν προσπαθειῶν ἀναδιοργανώσεως τοῦ Στρατοῦ Ξηρᾶς, ὅπως καί τοῦ Ναυτικοῦ καί τῆς Ἀεροπορίας μας βεβαίως, βάσει τῶν ἀρχειακῶν στοιχείων καί τῶν λοιπῶν πληροφοριῶν (κανονισμῶν κλπ. ἀλλά καί ἐκ τῶν καθημερινῶν ἐφημερίδων) καί τῆς τεραστίας οἰκονομικῆς θυσίας τοῦ ἀσθενοῦς βαλαντίου τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ἀπόκτηση, ἀνάπτυξη, συντήρηση, ἐκπαίδευση καί ἐξοπλισμό τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεών της, ἀπό τό 1822 πού συνεκροτήθη τό Ἑλληνικό Κράτος (τό Κράτος μας δέν «γεννήθηκε» τό 1830, ὅπως σημειώνει ὁ κ. Παπαφλωρᾶτος, καθώς ἡ διεθνής ἀναγνώρισις δέν μεταβάλλει σέ τίποτε τήν ὕπαρξη τοῦ κάθε κράτους). Τό σχετικό ὑλικό, καί κυρίως γιά τίς περιόδους 1822-1833 καί 1833-1862 παραμένει περίπου ἀνεξερεύνητο, ἀπαιτεῖ μεγάλη γλωσσομάθεια καί μεγαλύτερη ὑπομονή γιά τήν ἀνάγνωση δυσκόλων χειρογράφων ἀρχειακῶν πηγῶν, κατανόηση τῶν τακτικῶν καί στρατηγικῶν μεταβολῶν πού ἐσημειώθησαν διαρκοῦντος τοῦ πρώτου ἡμίσεος καί πλέον τοῦ 19ου αἰῶνος καί τήν προσπάθεια τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνον νά συγκροτήση τακτικό στρατό ἀλλά μετά τό 1833 νά ἀναδείξη ἔνοπλο δύναμη ἱκανή νά ἀντιμετωπίση ἄλλους συγχρόνους στρατούς. Ἡ ἀπαρχαιωμένη τακτική ἀντίληψις τῶν τέκνων τῶν ἡγητόρων τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως εἶναι ἡ βασική αἰτία τῆς ἀποτυχίας τό 1897.

Οἱ ὀργανωτικές προσπάθειες μετά ταῦτα καί μέχρι τοῦ 1912 εἶναι ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας τοῦ Στρατοῦ. Ἐξ ἄλλου, γιά νά κλείσω τό παρόν μέ μία ἐπάνοδο στόν Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο καί τό δίλημμα «Μοναστήρι ἤ Θεσσαλονίκη», ἄς θυμίσω ὅτι ἄν δέν ἦταν δυνατή ἡ ἀπαλλαγή τῶν ἐνδιαφερομένων πρός τοῦτο διά τῆς καταβολῆς τοῦ «ἀντισηκώματος», ἐνῶ ἴσχυε τό σύστημα τῶν κληρωτῶν, δηλαδή τῆς διά κλήρου ἐπιλογῆς ποσοστοῦ ἐκ τοῦ ἐνηλικιουμένου ἄρρενος πληθυσμοῦ πρός στράτευσιν καί ἄν εἶχε εἰσακουσθῆ ἡ εἰσήγησις τοῦ στρατηγοῦ Λεωνίδα Λαπαθιώτη (περί τό 1910) περί ἐπιβολῆς τῆς ὑποχρεωτικῆς γενικῆς στρατεύσεως, τότε ἡ Ἑλλάς θά διέθετε ἐπαρκεῖς μεραρχίες γιά νά καταλάβη ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ὄχι μόνον τήν Θεσσαλονίκη ἀλλά καί τό Μοναστήρι καί ἀκολούθως νά κατακτήση καί τά ὀρεινά τῆς Ροδόπης ἐξασφαλίζοντας μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος στήν ἄμυνα τῆς Θράκης. Ἀλλά μέ τά «ἄν» δέν γράφεται ἡ Ἱστορία…