Από την Εσμέ Χανούμ στη γέννηση του Κινηματοθεάτρου «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Η γη, το κτίριο και οι ιδιοκτήτες μέχρι τη δεκαετία 1930

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Η πόλη των Αθηνών (1910).

 

Ανάμεσα στους εύπορους Έλληνες που φτάνουν στην Αθήνα μετά την Ελληνική Επανάσταση είναι και ο χιώτικης καταγωγής Σταμάτιος Δεκόζη Βούρος (1792-1881). Έρχεται το 1832 με την οικογένειά του για να επενδύσει κεφάλαια και να ασχοληθεί με τραπεζικές εργασίες. Εξάλλου, το ίδιο έκανε στην Τεργέστη τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και νωρίτερα στην Αυστρία, όπου απέκτησε την αυστριακή υπηκοότητα. Συνδέεται φιλικά και οικονομικά με τον αρχιτέκτονα Σταμάτιος Κλεάνθη και επενδύουν στην επικερδέστερη δραστηριότητα, που ήταν η αγορά γης στην έρημη ακόμη Αθήνα. Προσεγγίζουν ιδιοκτήτες, όπως η Οθωμανή Εσμέ Χανούμ και οι Αθηναίοι Σαββατιανός, Τουφεξής, Λελούδης κ.ά. που ξεπουλούν τη γη τους σε χαμηλές τιμές.

Μεταξύ άλλων, ο Δεκόζη Βούρος, εντός μιας τριετίας αγοράζει γρασιδότοπους σχηματίζοντας ένα κτήμα δέκα χιλιάδων πήχεων έξω από τα όρια της πόλης. Τμήμα αυτής της περιοχής περικλείεται σήμερα από τις οδούς Σταδίου, Ι. Παπαρρηγόπουλου, Χρήστου Λαδά και Παρνασού. Δηλαδή το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο βρίσκεται και το κτίριο που στεγάζει το κινηματοθέατρο «ΑΤΤΙΚΟΝ», που παραδόθηκε στις φλόγες.

 

Η ιστορία του τελευταίου είναι άμεσα συνυφασμένη όχι μόνο με τον κτιριακό νεοκλασικό πλούτο της ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και με την ιστορία του κινηματογράφου. Το μεν κτίριο, έργο των πρώτων ετών της βασιλείας του Γεωργίου Α’, συνδέθηκε με έναν από τους κεντρικότερους δρόμους των Αθηνών, το δε κινηματοθέατρο «ΑΤΤΙΚΟΝ» επί μία σχεδόν εκατονταετία διασκεδάζει τους κατοίκους της.

 

Το κτίριο και οι ιδιοκτήτες

Το διώροφο κτίριο που έφτασε στις ημέρες μας γνώρισε σημαντικές μετατροπές, οπότε δεν διασώθηκε η αρχική του εκλεκτικιστική μορφή. Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923), για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη-Βούρου (1792-1881), οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1870-1881. Με πρόσωπο στην οδό Σταδίου, την οδό του πνεύματος, του πολιτισμού και της διοίκησης, όπως γράφτηκε εύστοχα, ο πρώτος όροφος χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ οι υπόλοιποι χώροι φιλοξένησαν πλήθος εμπορικών δραστηριοτήτων. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα το σύνολο του κτιρίου διατίθεται προς εκμετάλλευση.

Είναι η εποχή που ο κινηματογράφος, η νέα τέχνη, έρχεται να επισκιάσει όλα τα άλλα είδη θεαμάτων. Από το 1898 ήδη μερικές πρώιμες μορφές προδιαθέτουν τους μυημένους για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Το 1907 από έναν εξώστη της νότιας πλευράς της πλατείας Συντάγματος προβάλλονται φωτεινές διαφημίσεις και ενίοτε μικρές κωμικές σκηνές. Ακράτητος ενθουσιασμός. Την επόμενη χρονιά, ένας ακόμη εξώστης στο Σύνταγμα και τη μεθεπόμενη (1909) κανονικός κινηματογράφος («Θέατρον του Κόσμου») στη γωνία Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου.

 

 

Όπως διέσωσε ο Θεόδωρος Βελλιανίτης, η δεύτερη αίθουσα ήταν εκείνη του κινηματογράφου «ΑΤΤΙΚΟΝ», ο οποίος λειτούργησε από το 1910 στο κτίριο Δεκόζη-Βούρου. Για τις ανάγκες δημιουργίας της απαραίτητης αίθουσας διατέθηκε μέρος του περίφημου κήπου που βρισκόταν στο πίσω μέρος του κτιρίου. Επρόκειτο για τον ιδιωτικό κήπο, στον οποίο είχε εγκαταστήσει και το ιπποστάσιό της η βασίλισσα Αμαλία. Η προσοδοφόρα εμπορική επιτυχία του νέου θεάματος και η ολοένα αυξανόμενη κίνηση στους κινηματογράφους οδήγησε στη μεγάλη επέμβαση –σε ρυθμό νεομπαρόκ– που πραγματοποιείται μεταξύ των ετών 1914-1920 με σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη (1874-1944). Ήταν μία από τις πρώτες περιπτώσεις κτιρίων που χρησιμοποιήθηκε οπλισμένο σκυρόδεμα.

Ο Γεώργιος Βακογιάννης, ο δερματέμπορος που κατέκτησε τον χώρο του κινηματογράφου.

Ο δερματέμπορος Γεώργιος Βακογιάννης και η εταιρεία «CINE ORIENT»

Στα παρασκήνια της μεγάλης αλλαγής του κτιρίου και της δημιουργίας της πρώτης κινηματογραφικής αίθουσας που παρουσίαζε πραγματική άνεση και πολυτέλεια ήταν ένας δραστήριος δερματέμπορος, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το νέο είδος που ονομαζόταν κινηματογράφος! Κατόρθωσε να συγκεντρώνει στο «ΑΤΤΙΚΟΝ» τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και σύντομα να συχνάζει ο «ωραιόκοσμος» της πρωτεύουσας. Κάθε αλλαγή προγράμματος αποτελούσε κοσμικό γεγονός. Πρόκειται για τον καταγόμενο από τη Σαλαμίνα Γεώργιο Βακογιάννη (1887-1937), ο οποίος είχε ενταχθεί στους κοσμικούς κύκλους της πόλης αφενός λόγω της οικονομικής του ευμάρειας και αφετέρου λόγω του γάμου του με την αθηναϊκής καταγωγής Μαρία Χοϊμπού του Παναγιώτη και της Ειρήνης.

Η «Ανώνυμος Ανατολική Εταιρεία Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων» με τον τίτλο Cine Orient, ιδρύθηκε τον Ιούνιο 1918, με αντικείμενο την εκμετάλλευση ταινιών και θεάτρων. Διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε ο επιχειρηματίας, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ονοματεπώνυμα και των υπολοίπων μετόχων, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο δημοτικός άρχων και επιχειρηματίας θεαμάτων Γ. Τσόχας, ο Ν. Κυρκίνης, ο Γ. Καρούσσος, ο Α. Λεβεντόπουλος κ.ά. Ήταν από τους ανθρώπους της γενιάς του Φίνου, με τον οποίο και συμμετείχαν στους διάφορους συνδικαλιστικούς φορείς του κλάδου. Ο Βακογιάννης κατόρθωσε να μετατρέψει το «ΑΤΤΙΚΟΝ» σε φαινόμενο για τα κινηματογραφικά δρώμενα της χώρας μας. Στις εβδομαδιαίες κινήσεις θεατών βρισκόταν πάντα πρώτο, με διαφορά δύο και τριών χιλιάδων εισιτηρίων από τους άλλους κινηματογράφους. Υπήρξε δε και ο εκδότης του πρώτου περιοδικού για τον κινηματογράφο, του εβδομαδιαίου «Κινηματογραφική Βιβλιοθήκη», που υπήρξε πρωτοποριακό ακόμη και για τα διεθνή δεδομένα.

 

 

 

Ο πρώτος ελληνικός «ομιλών κινηματογράφος»

Το κινηματοθέατρο «ΑΤΤΙΚΟΝ» πρωτοπορούσε πάντα στις νέες τεχνικές, υπήρξε δε ο πρώτος στην Ελλάδα «ομιλών κινηματογράφος». Το φθινόπωρο του 1929 όταν οι «Αθηναίοι καλούνται κατ’ αυτάς εις την πρώτην εν Αθήναις επίδειξιν του ομιλούντος κινηματογράφου εις το κινηματοθέατρον “ΑΤΤΙΚΟΝ”». Στις 22 Οκτωβρίου 1929 η αίθουσα γνώριζε πρωτοφανείς πιένες. Έγινε η πρώτη προβολή του ομιλούντος με πυκνό ακροατήριο που αποτελούσαν συγγραφείς, δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και «εκλεκτοί αντιπρόσωποι της αθηναϊκής κοινωνίας». Οι θεατές άκουγαν τον επιβλητικό βρυχηθμό ενός λιονταριού ή τους κρωγμούς των γλάρων και δεν μπορούσαν –κυριολεκτικά– να πιστέψουν στα αυτιά τους. Παρακολούθησαν ακόμη, την προσφώνηση του πρίγκιπα της Ουαλίας σε χιλιάδες συγκεντρωμένους στο Λονδίνο, άκουσαν την εκτέλεση μιας σονάτας του Λιστ από τον πιανίστα Λιχτσέβεν, μια χαβανέζικη συναυλία και είδαν μεξικανικό χορό στην οθόνη.

«Αν έκλεινε κανείς τους οφθαλμούς του θα ήτο αδύνατον να πιστεύση ότι πρόκειται περί λόγων και ήχων που αντήχησαν προ πολλού και εις απόστασιν χιλιάδων χιλιομέτρων», έγραφε με περηφάνια ο συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» θεωρώντας τον εαυτό του από τους τυχερούς που ευτύχησαν να παρακολουθήσουν εκείνη την πρώτη παρουσίαση. Δυναμωμένος πλέον στον χώρο και έχοντας ανοιχτούς ορίζοντες, ο Γεώργιος Βακογιάννης, παραμένοντας πάντα βασικός μέτοχος και γενικός διευθυντής της Cine Orient, θα εγκαταλείψει την αίθουσα του «ΑΤΤΙΚΟΥ» το 1930 λόγω υψηλού ενοικίου (δύο εκατομμύρια δραχμές).

 

Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη μεγάλη περίοδος ίδρυσης και λειτουργίας ενός από τους σημαντικότερους χώρους τέχνης της ελληνικής πρωτεύουσας. Η δεύτερη περίοδος, η οποία σφραγίστηκε από την παρουσία του Δημήτρη Σκούρα (1878-1938), ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και έφτασε μέχρι τις ημέρες μας, θα μας απασχολήσει σε άλλο δημοσίευμα.