Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μνήμη σε πινακίδα
Η ιστορία της ονοματοθεσίας, των ονομασιών, μετονομασιών κ.λπ. των οδών και των πλατειών των Αθηνών, αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία της πρωτευούσης από την εποχή που ανακηρύχθηκε Καθέδρα του Ελληνικού Βασιλείου έως τις ημέρες μας. Σημαντική πτυχή της καταγράφεται από την υπό τον Αριστείδη Σκληρό Δημοτική Αρχή της Απελευθερώσεως. Πτυχή πλούσια που δεν περιορίσθηκε στη δημοτική διαχείριση αλλά εκπροσώπησε το εθνικό αίσθημα, την ευγνωμοσύνη, τα πολιτικά πάθη, τις συμμαχίες ακόμη και τις ιδεολογικές ενοχές.
Η απόφαση για την αλλαγή του ονόματος ενός δρόμου δεν ήταν απλά τιμητική, αλλά πολλάκις δηλωτική. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση, στην διόρθωση ή στην επιβολή. Η Αθήνα του Αριστείδη Σκληρού ήταν μια πόλη που έβγαινε από την Κατοχή πεινασμένη, πληγωμένη, αποδιοργανωμένη, μα και ταυτόχρονα γεμάτη ανάγκη για νέο ξεκίνημα. Την περίοδο αυτή σημειώνεται πλήθος μετονομασιών, οι οποίες δεν αποτελούσαν απλώς διοικητικές πράξεις. Λειτούργησε πρώιμα ως μηχανισμός επανεκκινήσεως της συλλογικής ταυτότητας. Οι δρόμοι κατέστησαν φορείς μηνυμάτων που έλεγαν «ευχαριστούμε», «θυμόμαστε», «προχωράμε», «δικαιωνόμαστε», «αντιστεκόμαστε».
Από κοινού με αυτά τα μηνύματα, προέκυψαν και μετονομασίες που δεν έγιναν, προτάσεις που απορρίφθηκαν, συμβιβασμοί που επεβλήθησαν. Η Ιστορία, όπως πάντα, γράφεται όχι μόνο από όσα επιλέγονται, αλλά και από όσα αποσιωπούνται. Το έργο του δημάρχου της Απελευθερώσεως Σκληρού και του Δημοτικού Συμβουλίου εκείνης της περιόδου μπορεί να εξετασθεί σήμερα με διπλή ανάγνωση. Ως καταγραφή του τρόπου με τον οποίο μια κοινωνία προσπαθεί να αναγνωρίσει τους ήρωές της, αλλά και ως μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο οι ιδεολογίες, τα πολιτικά συμφέροντα και οι διεθνείς σχέσεις εισέρχονται στον ιστό της καθημερινότητας.
Σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά, περπατώντας στην Πανεπιστημίου, στην Δροσοπούλου, στη Βορείου Ηπείρου ή στην οδό Σουηδίας, λίγοι θυμούνται το πώς και το γιατί φέρουν αυτά τα ονόματα. Όμως οι πινακίδες παραμένουν εκεί, άλλες ξεθωριασμένες και άλλες καινούργιες. Όλες, όμως, κομμάτια ενός αστικού παλίμψηστου, όπου γράφθηκαν με κεφαλαία γράμματα οι αξίες, οι φόβοι, οι ευγνωμοσύνες και οι διαμάχες μιας κοινωνίας που πάλευε να ανακαλύψει εκ νέου το πρόσωπό της. Ίσως, εντέλει, ο τρόπος με τον οποίο μια πόλη αποδίδει ονομασίες τους δρόμους της μας αποκαλύπτει περισσότερα για την Ιστορία της απ’ όσο οι δρόμοι οι ίδιοι.
Η Απελευθέρωση των Αθηνών και οι μετονομασίες των οδών της:
Η ευγνωμοσύνη, η πολιτική και η Ιστορία στο αστικό τοπίο
Στις 12 Οκτωβρίου 1944, ενώ η Αθήνα ανέπνεε ελεύθερη για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια γερμανικής κατοχής, ο Αριστείδης Σκληρός οριζόταν –με απλή πράξη της Τριμελούς Κυβερνητικής Επιτροπής– Δήμαρχος Αθηναίων. Ο λαός πανηγύριζε, οι Γερμανοί είχαν παραδώσει συμβολικά την πόλη στον Άγγελο Γεωργάτο, τελευταίο κατοχικό δήμαρχο, και οι καμπάνες της πόλεως ηχούσαν. Ο Σκληρός, γηγενής Αθηναίος, ανέλαβε να κυβερνήσει μία πόλη που έβγαινε από την πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της.

Ο διορισμός του Δημάρχου Αριστείδη Σκληρού από την τριμελή επιτροπή που αποτελείτο από τους Θεμ. Τσάτσο, Φ. Μανουηλίδη και Γιάννη Ζεύγο. Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Ο Αριστείδης Σκληρός δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Είχε ήδη διανύσει μακρά πορεία ως δικηγόρος και ενεργό μέλος της δημοκρατικής φιλελεύθερης παράταξης. Στενός φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου, άνδρας με αστική παιδεία, με σατιρικό πνεύμα και αίσθηση καθήκοντος, ανέλαβε τον Δήμο σε μία στιγμή που τίποτα δεν ήταν οργανωμένο. Χωρίς Δημοτικό Συμβούλιο, μέσα στο χάος της μετακατοχικής διαλύσεως και των επερχόμενων Δεκεμβριανών, διοίκησε πρακτικά μόνος για επτά μήνες[1].
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η οποία παρατάθηκε μέχρι και τον Μάιο του 1946, ο Σκληρός αντιμετώπισε τεράστια κοινωνικά προβλήματα, την ανασυγκρότηση της πόλεως, αλλά και με την ανάγκη να αποδοθεί τιμή, ιστορική μνήμη και πολιτικό μήνυμα μέσα από τα ίδια τα ονόματα των δρόμων των Αθηνών. Μετονομασίες, ονομασίες και συμβολισμοί χαράχθηκαν στο πολεοδομικό σώμα της πρωτευούσης, αντικατοπτρίζοντας ευγνωμοσύνη, πολιτικές συμμαχίες, διπλωματικές κινήσεις, ιδεολογικές εντάσεις, ακόμη και σκοπιμότητες.
Αυτή είναι η ιστορία των ονομάτων των δρόμων εκείνης της εποχής.
Η πολιτική των ονομάτων
Η μετονομασία των δρόμων των Αθηνών δεν ήταν βεβαίως φαινόμενο της μεταπολεμικής περιόδου. Απλώς τότε έφθασε στο απόγειό της. Από τις πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι οδοί και οι πλατείες λειτουργούσαν όχι μόνον ως μέσα προσανατολισμού αλλά και ως εργαλεία μνήμης, ιδεολογίας και πολιτικής τοποθετήσεως. Κάθε πινακίδα μπορούσε να κρύβει ένα μήνυμα, μια συμμαχία, έναν συμβολισμό ή ακόμη και μια μικροπολιτική εξυπηρέτηση.
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες για τη δημιουργία ικανοποιητικού νομικού πλαισίου πολλές φορές η κατάσταση υπήρξε ανεξέλεγκτη. Θεωρητικά οι αλλαγές τοπωνυμιών ανήκαν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εσωτερικών, αλλά στην πράξη ήταν υπόθεση των δήμων. Στον Δήμο Αθηναίων υπήρχε η «Επιτροπή επί της ονοματοθεσίας των οδών και πλατειών», αποτελούμενη από μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου. Η επιτροπή εισηγείτο και το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσιζε. Την περίοδο του Αρ. Σκληρού, όταν δεν υπήρχε ακόμη Δημοτικό Συμβούλιο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν απευθείας από τον ίδιο.
Οι λόγοι που οδηγούσαν σε ονομασίες ή μετονομασίες ήταν ποικίλοι. Στην κορυφή βρισκόταν η πολιτική σκοπιμότητα. Δρόμοι ονομάζονται κατά κόρον προς τιμήν βασιλέων, πρωθυπουργών ή ηγετών συμμάχων χωρών. Στην συνέχεια, υπήρχε το στοιχείο της ευγνωμοσύνης, κυρίως προς κράτη που βοήθησαν την Ελλάδα κατά την Κατοχή ή στον επισιτισμό της. Άλλοτε, η πίεση προερχόταν από οικογένειες επιφανών προσώπων ή τοπικών παραγόντων με πρόσβαση στην εξουσία.
Κεντρικό πρόσωπο, από υπηρεσιακής απόψεως, ήταν ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κώστας Μπίρης. Η εργασία του αποτέλεσε τη βάση για πολλές από τις αποφάσεις που υλοποίησε ο Σκληρός την περίοδο 1944–1946[2]. Στο βαρύ κλίμα που διαμορφώθηκε αμέσως μετά την Απελευθέρωση, οι πινακίδες των δρόμων των Αθηνών υπερέβησαν τη λειτουργία μιας μεταλλικής επιγραφής. Έγιναν πολιτικά εργαλεία, φορείς μνήμης και καθρέπτες μιας χώρας που προσπαθούσε να ορίσει την ταυτότητά της μετά την Κατοχή.
Η Σταδίου ως Ουίνστων Τσώρτσιλ
Η πρώτη θεαματική μετονομασία της απελευθερωμένης πρωτευούσης δεν ήταν απλώς συμβολική. Ήταν εύγλωττη πολιτική πράξη υψηλού συμβολισμού. Λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, και ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί, ο Αριστείδης Σκληρός αποφάσισε να τιμήσει τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, μετονομάζοντας την εμβληματική οδό Σταδίου σε «οδό Ουίνστων Τσώρτσιλ».
Η επιλογή του προσώπου δεν ήταν τυχαία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός υπήρξε καταλύτης για την απελευθέρωση της Ελλάδος αλλά και για την πολιτική της πορεία μετά τον πόλεμο. Ήταν ο ίδιος που είχε ήδη συμφωνήσει με τον Στάλιν για τη διανομή των σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια («συμφωνία των ποσοστών») και επέμεινε στην επιβολή τάξεως στην Αθήνα, ακόμη και με στρατιωτική παρουσία, κάτι που θα κορυφωνόταν τον Δεκέμβριο του 1944[3].
Πριν ακόμη αναλάβει Δημοτικό Συμβούλιο, ο Σκληρός ανακοίνωσε δύο τιμητικές πρωτοβουλίες. Η πρώτη ήταν η ανακήρυξη του Τσώρτσιλ ως Επίτιμου Δημότη Αθηνών[4]. Ακολούθησε η μετονομασία της πιο κεντρικής οδού της πόλεως προς τιμήν του[5]. Η τελετή έγινε με κάθε επισημότητα στις 8 Μαρτίου 1945 στη συμβολή της Σταδίου με την πλατεία Συντάγματος. Παρόντες ήταν ο Βρετανός πρεσβευτής Λίπτερ, ο στρατηγός Σκόμπυ, Έλληνες υπουργοί και εκπρόσωποι του στρατού, ενώ η στρατιωτική μπάντα παιάνιζε τους εθνικούς ύμνους των δύο χωρών.
Ο Σκληρός, αποκαλύπτοντας την πινακίδα, εκφώνησε έναν υψηλού συμβολισμού πανηγυρικό λόγο: «Ως Δήμαρχος της αιωνίας πόλεως των Αθηνών, είμαι ευτυχής αποκαλύπτων σήμερον την πρώτην εντοιχισμένην πινακίδα της κεντρικοτέρας Αθηναϊκής οδού, η οποία φέρει πλέον το όνομα του αδαμάστου Κυβερνήτου της Μεγάλης Βρεττανίας και πρωταγωνιστού της ελευθερίας των Λαών…»[6]. Η πράξη του αυτή υπήρξε -τότε- ευρύτερα αποδεκτή και προβλήθηκε στον αθηναϊκό Τύπο ως ένδειξη διεθνούς φιλίας και διπλωματικής ευγνωμοσύνης. Ωστόσο, η μετονομασία της Σταδίου δεν κράτησε παρά μία δεκαετία.

Επιστολή του Ουίνστων Τσώρτσιλ στον Δήμαρχο Αριστείδη Σκληρό (Φεβρουάριος 1945). Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Στο φορτισμένο κλίμα του Κυπριακού Αγώνος, με την Ελλάδα σε τροχιά αντιπαραθέσεως με τη Βρετανία, το Δημοτικό Συμβούλιο, το 1954, επανέφερε την παλαιά ονομασία[7]. Απόφαση που επικυρώθηκε το 1955 και συνοδεύθηκε από σφοδρές αντιδράσεις στον Τύπο, αλλά και ειρωνείες για το φαινόμενο της «επικαιρικής μνήμης». Έκτοτε, το όνομα του Ουίνστων Τσώρτσιλ εξαφανίσθηκε από τον χάρτη των Αθηνών, παραμένοντας μόνον σε παλαιά αρχεία και συλλεκτικές καρτ-ποστάλ της εποχής.

Επιστολικό δελτάριο που ταχυδρομήθηκε τον Αύγουστο του 1951 από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παρουσιάζει την οδό Σταδίου με διπλή ονομασία (Σταδίου-Τσώρτσιλ). Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων»
Η Βουλής ως Αργεντινής Δημοκρατίας
Λίγους μήνες μετά την μετονομασία της οδού Σταδίου, στο τραπέζι του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων έφθασε νέα πρόταση. Να μετονομασθεί η οδός Βουλής σε «οδό Αργεντινής Δημοκρατίας». Η πρόταση προήλθε από τον Ελληνο-Αργεντινό Σύνδεσμο με πρόεδρο τον Λουκά Κανακάρη-Ρούφο και σχετιζόταν με τον εορτασμό της εθνικής επετείου της Αργεντινής (25 Μαΐου)[8]. Όμως πίσω από την επιφανειακή ευγένεια της προτάσεως κρυβόταν μια βαθιά αναγνώριση. Η Αργεντινή ήταν η μοναδική χώρα που απέστειλε δωρεάν σιτάρι στην πεινασμένη Ελλάδα κατά την Κατοχή.
Η βοήθεια δεν ήταν μικρή. Πενήντα χιλιάδες τόνοι σιταριού, οι οποίοι μεταφέρθηκαν με σουηδικά πλοία στον Πειραιά. Παράλληλα, οι ομογενείς στην Αργεντινή συγκέντρωσαν 300.000 δολάρια για τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και απέστειλαν κιβώτια με φάρμακα, ιματισμό και τρόφιμα[9]. Σε διπλωματικό επίπεδο, η κυβέρνηση της Αργεντινής προστάτευσε τα ελληνικά συμφέροντα σε χώρες του Άξονα όπου η Ελλάδα δεν είχε διπλωματική εκπροσώπηση.

Στιγμιότυπο από την τελετή μετονομασίας της οδού Βουλής σε Αργεντινής Δημοκρατίας (Νοέμβριος 1945). Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Η τελετή μετονομασίας πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1945 με πλήρη επισημότητα και την παρουσία κυβερνητικών στελεχών, του Δημάρχου και του πρέσβη της Αργεντινής. Η απόφαση φαινόταν ομόφωνη — αλλά δεν ήταν. Άμεσα, ο «Ριζοσπάστης» εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση: «Η μεταδεκεμβριανή Ελλάδα διάλεξε τη φασιστική Αργεντινή του Φααρέλ και Περόν να τιμήσει! Όμοιος τον όμοιον…»[10].
Αντίθετα, η συντηρητική «Βραδυνή» επικρότησε την πράξη γράφοντας: «Πολύ σωστά. Διότι εις τον καιρόν της Κατοχής και της πείνης η Αργεντινή μας έστειλε, μόνη χώρα, δωρεάν σιτάρι»[11]. Την δημόσια συζήτηση ήλθε να πυκνώσει ακόμη περισσότερο το πολιτικό περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις», που υπερασπίσθηκε την ονοματοθεσία με πάθος: «Όταν ο κόσμος πέθαινε στην Ελλάδα από πείνα, οι Αργεντινοί δεν ρώτησαν τι καθεστώς έχουμε. Έστειλαν ψωμί. Αυτό μετράει»[12].

Στιγμιότυπο από την τελετή μετονομασίας της οδού Βουλής σε Αργεντινής Δημοκρατίας (Νοέμβριος 1945). Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Η περίπτωση αυτή ανέδειξε με σαφήνεια πως ακόμη και πράξεις ευγνωμοσύνης μετατρέπονταν σε ιδεολογικά πεδία συγκρούσεως, ανάλογα με την πολιτική ματιά. Για μερίδα της Αριστεράς, η μετονομασία ισοδυναμούσε με έπαινο σε ένα φασίζον καθεστώς. Για τη φιλελεύθερη-συντηρητική παράταξη, ήταν απλώς μια στοιχειώδης ανταπόδοση σε μια χώρα που στήριξε τον ελληνικό λαό σε ώρα απόλυτης ανάγκης. Αξιοσημείωτο είναι ότι σήμερα δεν υφίσταται οδός Αργεντινής εντός των ορίων του Δήμου Αθηναίων. Η μετονομασία καταργήθηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφήνοντας πίσω της μία ακόμη ιστορία ξεχασμένης ευγνωμοσύνης.
Η Πανεπιστημίου ως Ελευθερίου Βενιζέλου
Από όλες τις μετονομασίες δρόμων που έγιναν μετά την Απελευθέρωση, καμία δεν πυροδότησε τόσο έντονη πολιτική και συμβολική ένταση όσο αυτή της λεωφόρου Πανεπιστημίου. Η πρωτοβουλία για τη μετονομασία της σε «λεωφόρο Ελευθερίου Βενιζέλου» προήλθε αρχικά από τον δημόσιο λόγο. Μια επιστολή αναγνώστη στην εφημερίδα Ελευθερία, τον Φεβρουάριο του 1945, ζητούσε: «…πρός τιμήν εκείνου που ονειρεύτηκε και πραγματοποίησε την Μεγάλη Ελλάδα, να δοθεί το όνομά του σε μία μεγάλη αθηναϊκή οδό»[13].
Η ιδέα άρεσε στη Δημοτική Αρχή και η Επιτροπή Ονοματοθεσίας του Δήμου εισηγήθηκε θετικά. Όμως, όταν το θέμα έφτασε προς συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο, τον Ιούνιο 1945, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι ανέμεναν πολλοί. Αν και όλοι συμφωνούσαν στην αξία του Ελευθερίου Βενιζέλου, οι αντιρρήσεις εστιάζονταν στο ποιον δρόμο έπρεπε να φέρει το όνομά του. Ο Δημήτριος Σκουζές πρότεινε την οδό Πατησίων, ο Ανδρέας Κόντος διαφώνησε κάθετα με την αλλαγή της Πανεπιστημίου: «Έχει ιστορία ολόκληρη και αποτελεί πνευματικό φυτώριο του κράτους», δήλωσε[14].
Ο Γ. Ηγουμενάκης υπερασπίστηκε με πάθος την μετονομασία, προκαλώντας έντονα επεισόδια που οδήγησαν σε διακοπή της συνεδριάσεως[15]. Παρενέβη ο δήμαρχος, Αριστείδης Σκληρός, επιχειρώντας να επαναφέρει την τάξη, χωρίς όμως να αποφευχθεί η αποχώρηση μερίδας συμβούλων και η αναβολή της αποφάσεως λόγω μη απαρτίας. Η συνεδρίαση επαναλήφθηκε έξι ημέρες αργότερα, και παρά τις νέες ενστάσεις -με πιο χαρακτηριστική αυτή του Κ. Περράκη, που τόνισε πως «οδός Πανεπιστημίου υπάρχει σε όλα τα μέρη του κόσμου»- η απόφαση εγκρίθηκε ομοφώνως από τους παρόντες 17 συμβούλους (οι υπόλοιποι είχαν αποχωρήσει)[16].
Η τελετή μετονομασίας έγινε στις 7 Σεπτεμβρίου 1945 με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Παρευρέθηκαν σχεδόν όλα τα μέλη της κυβερνήσεως, αρχηγοί κομμάτων και πλήθος πολιτών. Οι εφημερίδες πανηγύρισαν. Η Ελλάς έγραψε: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πραγματοποίησε τον θρύλο της Μεγάλης Ιδέας»[17]. Το Ελληνικόν Αίμα υπενθύμισε συγκινητικά: «Οι τελευταίοι λόγοι του ήταν: Ζήτω ο Βασιλεύς!»[18]. Όμως, η υπόθεση δεν έληξε εκεί.
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών, αργότερα, διαμαρτυρήθηκε επισήμως, θεωρώντας προσβλητικό να μην υπάρχει στην πρωτεύουσα οδός με το όνομα του πανεπιστημιακού θεσμού. Ζήτησε τουλάχιστον να παραμείνει η ονομασία «Πανεπιστημίου» σε ένα τμήμα της λεωφόρου[19]. Το Δημοτικό Συμβούλιο απέρριψε την πρόταση. Σήμερα, επισήμως ο δρόμος φέρει το όνομα του Ελευθερίου Βενιζέλου, όμως για την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλεως, παραμένει απλώς… Πανεπιστημίου.
Οδοί Σουηδίας και Ελβετίας
Τον Οκτώβριο 1945, η Αθήνα ετοιμαζόταν να πει ένα ευχαριστώ και το έκανε με τρόπο απτό, καθαρό, και λιγότερο διχαστικό σε σχέση με άλλες μετονομασίες. Έδωσε τα ονόματα «Σουηδίας» και «Ελβετίας» σε δύο κεντρικούς δρόμους του Κολωνακίου. Μέσω αυτών αναγνωριζόταν η ουσιαστική συνδρομή των δύο χωρών στην επιβίωση του ελληνικού λαού κατά την διάρκεια της Κατοχής. Ταυτοχρόνως ο Σκληρός επιθυμούσε να διατηρήσει μια ισορροπία συμβολισμών, η οποία να αποπνέει ανθρωπιστική ευγνωμοσύνη αντί πολιτικού μηνύματος. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε ύστερα από μια εκδήλωση στον «Παρνασσό» προς τιμήν της ελβετικής αντιπροσωπείας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, όπου ο Σκληρός προανήγγειλε δημοσίως τη μετονομασία[20]. Η πράξη δεν καθυστέρησε.

Η τελετή μετονομασίας της οδού Αλωπεκής σε οδό Σουηδίας στη γωνία του Μαρασλείου. Σε πρώτο πλάνο ο Δήμαρχος Αριστείδης Σκληρός. Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Στην τελετή που πραγματοποιήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1945, ο Σκληρός δήλωσε: «Οι δρόμοι που θα φέρουν τα ονόματα των δύο ευγενών και πολιτισμένων χωρών, θα δείχνουν εις τους Έλληνας και τους ξένους τον τόπο όπου οι Σουηδοί και Ελβετοί ίδρυσαν το κοινωνικόν των άντρον και απ’ όπου εδόθη η ειρηνική μάχη του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητος και της απανθρωπίας…»[21].
Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αφορούσε την οδό Αλωπεκής, της οποίας το μισό μετονομάσθηκε σε οδό Σουηδίας, και την οδό Σπευσίππου, της οποίας το μισό έλαβε την ονομασία Ελβετίας[22]. Το ζήτημα είχε τόσο ευρεία αποδοχή ώστε δεν ακολουθήθηκε καν η συνηθισμένη διαδικασία εισηγήσεως από την Επιτροπή Ονοματοθεσίας, αλλά απλώς ψηφίσθηκε ομοφώνως η πρόταση του δημάρχου.
Η συνδρομή των δύο χωρών προς την Ελλάδα δεν ήταν μόνο οικονομική. Ήταν πρωτίστως και συμβολικά ηθική. Ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός ανέλαβε την μεταφορά τροφίμων και ιατρικών εφοδίων, με Σουηδούς πλοιάρχους και πληρώματα. Δύο μάλιστα εκπρόσωποί του, οι Νίλσον και Νόρντενστρεμ, έχασαν τη ζωή τους εν ώρα καθήκοντος. Ο πρώτος από βομβαρδισμό στην Μυτιλήνη, ο δεύτερος στον Σπερχειό ποταμό, καθ’ οδόν προς τη Σύρο[23].

Στιγμιότυπο από την εντοίχιση της πινακίδος της οδού Ελβετίας (21 Οκτωβρίου 1945), της οποίας το όνομα δόθηκε σε τμήμα της οδού Σπευσίππου. Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Αντιστοίχως, η Ελβετία, διά του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην διανομή τροφίμων και την οργάνωση ανθρωπιστικών αποστολών στα χρόνια του λιμού. Οι δύο ονομασίες αποτύπωναν με διακριτικότητα την ηθική διάσταση της διεθνούς αλληλεγγύης, χωρίς να επιβαρύνονται από τις ιδεολογικές αντιθέσεις της εποχής.
Σήμερα, η οδός Σουηδίας διατηρεί την ονομασία της. Αντιθέτως, το τμήμα της οδού Σπευσίππου που είχε μετονομαστεί σε Ελβετίας, πήρε μεταγενέστερα το όνομα Ι. Πατέρα, προς τιμήν του δωρητού πτέρυγας του Θεραπευτηρίου «Ο Ευαγγελισμός»[24].

Στιγμιότυπο από την εντοίχιση της πινακίδος της οδού Ελβετίας (21 Οκτωβρίου 1945), της οποίας το όνομα δόθηκε σε τμήμα της οδού Σπευσίππου. Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Η οδός Βορείου Ηπείρου
Στις 15 Νοεμβρίου 1945, παραμονή ενός μαζικού συλλαλητηρίου στην Αθήνα για το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων συνεδρίασε υπό έντονη πολιτική φόρτιση. Αφορμή ήταν η αναγνώριση της κυβερνήσεως του Εμβέρ Χότζα από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, εξέλιξις η οποία ερμηνεύθηκε ως εγκατάλειψη των εθνικών δικαίων στην Βόρειο Ήπειρο[25].
Το κλίμα ήταν συγκρουσιακό. Ο δημοτικός σύμβουλος, ποιητής και αργότερα βουλευτής Ιωάννης Κουτσοχέρας κατέθεσε ψήφισμα καταδίκης αυτής της αναγνωρίσεως, το οποίο περιλάμβανε ρητορική υψηλού πατριωτικού τόνου. Παραλλήλως, ο πρόεδρος του Σώματος, Λ. Καραμερτζάνης, πρότεινε αιφνιδίως να μετονομασθεί η υφιστάμενη οδός Αλβανίας σε οδό Βορείου Ηπείρου, ως συμβολική έκφραση εθνικής στοργής προς τον βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό[26].

12 Οκτωβρίου 1944: Φωτογραφικό τεκμήριο από την ανάληψη του Δήμου Αθηναίων από τον Αριστείδη Σκληρό. Αριστερά του ιστού (ομιλών) διακρίνεται ο Φ. Μανουηλίδης, δεξιά του ιστού ο Αρ. Σκληρός και δίπλα του ο Ι. Κουτσοχέρας. Αρχείο Αρ. Σκληρού «Σύλλογος των Αθηναίων».
Η παρέμβαση του Δημάρχου Αριστείδη Σκληρού ήταν καθοριστική. Ζήτησε η πρόταση να κηρυχθεί «κατεπείγουσα» και να ψηφισθεί άμεσα, παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη διαδικασία εισηγήσεως από την Επιτροπή Ονοματοθεσίας. Το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση και έτσι, χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με μεγάλη πολιτική σημασία, η οδός Αλβανίας έγινε οδός Βορείου Ηπείρου.
Η μετονομασία αυτή δεν σχετιζόταν με διεθνή ευγνωμοσύνη, ούτε με κάποια προσωπική τιμή. Αντιθέτως, ήταν ρητά πολιτική και εθνική πράξη. Ο Δήμος Αθηναίων επιδίωκε να στείλει διεθνές μήνυμα διαμαρτυρίας, επιλέγοντας τον μόνο τρόπο που είχε στα χέρια της, δηλαδή τις ονομασίες των δρόμων. Το γεγονός υπογραμμίζει την πολλαπλή λειτουργία της ονοματοθεσίας εκείνη την εποχή. Πέρα από μνήμη ή τιμή, μπορούσε να λειτουργήσει και ως εθνική διπλωματική δήλωση. Η ονομασία «Βορείου Ηπείρου» παραμένει μέχρι και σήμερα, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν απλά συμβολική πράξη αλλά διαχρονικά ριζωμένη στην αθηναϊκή συνείδηση.
Ι. Δροσόπουλος εναντίον Αντ. Ζηλήμονος
Η υπόθεση της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια φαινομενικά απλή αλλαγή ονόματος μπορεί να εξελιχθεί σε κορυφαίο πολιτικό και κοινωνικό επεισόδιο. Στο επίκεντρο της συγκρούσεως βρέθηκαν δύο πρόσωπα με πολύ διαφορετικές διαδρομές. Ο τραπεζίτης και οικονομικός παράγων Ιωάννης Δροσόπουλος (1870-1939), και ο ανώτατος δικαστικός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου Αντώνιος Ζηλήμων (1868-1944) .
Η οδός Πάρνηθας είχε μετονομαστεί σε οδό Ιω. Δροσοπούλου ήδη από το 1939, ενόσω ακόμη ζούσε ο τιμώμενος[27]. Ωστόσο στο δημοτικό συμβούλιο της Απελευθερώσεως αφέθηκαν υπόνοιες για σκοπιμότητες και συγκεκριμένα ότι ο τότε δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς ήθελε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από την Εθνική Τράπεζα και, με αυτό το σκεπτικό, τίμησε τον Ι. Δροσόπουλο. Επίσης έγινε λόγος για παράνομη απόφαση, διότι δεν είχε συμπεριληφθεί το θέμα στην ημερήσια διάταξη[28].
Το 1945, ο Σύνδεσμος Σιφνίων, πρότεινε να μετονομασθεί κάποια οδός των Αθηνών με το όνομα του αποβιώσαντος τον Μάιο 1944 επί 17ετία προέδρου του Αρείου Πάγου Αντωνίου Ζηλήμονος[29]. Η Επιτροπή Ονοματοθεσίας πρότεινε να αντικατασταθεί η οδός Δροσοπούλου σε οδό Ζηλήμονος. Οπότε το Δημοτικό Συμβούλιο διχάσθηκε σε δύο στρατόπεδα, υπέρ και κατά της διατηρήσεως του ονόματος Δροσοπούλου. Κάποιοι σύμβουλοι τόνιζαν τη συμβολή του στην ελληνική οικονομία, ενώ άλλοι τον χαρακτήριζαν σύμβολο εκμεταλλεύσεως και στυγνής εξουσίας.
Το Δημοτικό Συμβούλιο απέρριψε, με ισχνή πλειοψηφία τη μετονομασία και το ζήτημα επέστρεψε στην Επιτροπή Ονοματοθεσίας, με την εφημερίδα «Ελεύθερος» να κάνει λόγο περί «οδού Σάυλωκ στην πόλη του Περικλέους»[30]. Δεν επρόκειτο απλώς περί μετονομασίας, αλλά περί πολιτικής συγκρούσεως που αφορούσε στην δικτατορία της 4ης Αυγούστου και την μνήμη στον δημόσιο χώρο. Εντέλει η ονομασία Ζηλήμονος δόθηκε σε δρόμο της περιοχής Τρεις Γέφυρες και το συμβάν είναι ενδεικτικό των εμβληματικών συγκρούσεων που σημειώθηκαν για τη μνήμη και την ονοματοδοσία στην Αθήνα του 20ού αιώνος.
Οδός Λόυντ Τζώρτζ
Στην απελευθερωμένη Αθήνα της μεταπολεμικής ανασυγκροτήσεως, όπως ήδη αναφέρθηκε, η πολιτική μνήμη δεν περιορίσθηκε στους εγχώριους ήρωες ή στις εθνικές υποθέσεις. Αντιθέτως, η Δημοτική Αρχή -και ιδίως ο Αριστείδης Σκληρός- επιχείρησε να αποτυπώσει τη διεθνή ευγνωμοσύνη της Ελλάδος με ονομασίες που αναγνώριζαν πρόσωπα και χώρες που θεωρήθηκαν συμμέτοχοι στον αγώνα για την ελευθερία ή τη σωτηρία του πληθυσμού. Σαφώς εκφραζόταν ευρύτερος συμβολισμός για τη βρετανική συνδρομή προς την Ελλάδα.
Τέτοια περίπτωση ήταν και τα περί τιμής στον Λόυντ Τζωρτζ, πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί Επίτιμος Δημότης Αθηνών ήδη από το 1918[31]. Μετά τον θάνατό του, τον Μάρτιο του 1945, ο Αριστείδης Σκληρός, πριν ακόμα υπάρξει ενεργό Δημοτικό Συμβούλιο, ανήγγειλε την πρόθεση του να δώσει το όνομά του σε αθηναϊκή οδό. Σήμερα οδός Λόυντ Τζωρτζ υφίσταται στον Νέο Κόσμο (από Κασομούλη μέχρι Ηλία Ηλιού). Οι οδοί λειτουργούσαν και ως αστικοί πρεσβευτές, στέλνοντας μήνυμα μνήμης και φιλίας ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- διαμαρτυρίας και αντιστάσεως.
Ανώνυμες οδοί
Αναμφισβήτητα υπήρχε πλούσιο παρασκήνιο σε πλήθος υποθέσεων ονομασιών και μετονομασιών, ιδιαιτέρως εκείνων που είχαν αστική δυναμική και οι οικονομικά ισχυροί επηρέαζαν την δημόσια μνήμη μέσω των ονομασιών των οδών. Όπως π.χ. ίσχυσε στην μετονομασία της οδού Καζάζη σε οδό Αναστ. Δαμβέργη, διότι περνούσε μπροστά από το φαρμακοβιομηχανία της γνωστής οικογένειας[32].
Αλλά εκτός από εντάσεις, συγκρούσεις και διπλωματικές σκοπιμότητες, υπήρξαν περιπτώσεις που ενέπνευσαν ή ανέδειξαν τον πιο ευγενή σκοπό της ονοματοθεσίας που είναι η απόδοση τιμής σε πρόσωπα του πνευματικού κόσμου. Ήπιες και σχεδόν αθόρυβες μετονομασίες ή ονομασίες νέων οδών, που αποτύπωναν τη φιλολογική και ιστορική ταυτότητα των Αθηνών. Τον Νοέμβριο 1945, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε την ονομασία πέντε ανωνύμων οδών στην περιοχή των Κάτω Πατησίων προς τιμήν λογίων και ιστορικών προσώπων[33].
Τότε καθιερώθηκαν τα ονόματα του Καθηγητή Α. Καραπαναγιώτου, του λογοτέχνη Π. Ζερλέντη, του λόγιου και συγγραφέα της Ιστορίας των Αθηνών Γ. Κωνσταντινίδη, του διαπρεπούς λαογράφου Δ. Λουκόπουλου και του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη και συγγραφέα Ν. Σπηλιάδη. Σε εποχή κατά την οποία επιχειρείτο να επανέλθει η ζωή σε φυσιολογικούς ρυθμούς, οι αποφάσεις αυτές έδιδαν ευκαιρία αναβαθμίσεως της πνευματικής ταυτότητας του αστικού τοπίου.
Από την έκδοση:
Σκιαδάς Ε., 1996. Ο ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ. Εθνική Ασφαλιστική, Αθήνα.
Συμπληρωμένη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025.