Η λαϊκή παράδοση για τους Καλικάντζαρους 

Η σχέση τους με τα Γλυπτά του Παρθενώνος

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Είναι πολλές και γοητευτικές οι δοξασίες για τα παγανά, δηλαδή τους ειδωλολατρικής προελεύσεως και αβαπτίστους δαίμονες, τους Καλικάντζαρους, που εμφανίζονται στο εορταστικό Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου). Μία εξ αυτών διατυπώθηκε από τον Καθηγητή Ιωάννη Σβορώνο (1863-1922), ο οποίος έλαβε υπόψη του την ορθή άποψη του φίλου του Νικόλαου Πολίτη. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο μύθος των Καλικάντζαρων είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της φαντασίας του ελληνικού λαού.

Ιωάννης Σβορώνος (1863-1922).

 

Επίσης, ότι ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, διαφυλάσσοντας ωστόσο πλείστα όσα αρχαία στοιχεία. Πρόκειται για την πιο λογική και επιστημονικά τεκμηριωμένη ερμηνεία. Ο Ι. Σβορώνος, μελετώντας τις λαϊκές δοξασίες σε όλη την έκταση του ελληνικού χώρου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Καλικάντζαροι είναι δαίμονες θαλάσσιας καταγωγής. Επίσης ότι ταυτίζονται με τον Ποσειδώνα, τον οποίο ο Δίας αναγνώριζε ως «πρεσβύτατον και άριστον θεών», και τον δαιμονικό κύκλο του (Τρίτων, Νηρεύς, Άλιος, Γέρων, Αμφιτρίτη, Θέτις κ.ά.).

 

Διάφορες θεωρίες

Εξάλλου, όλες οι κατά καιρούς θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τους καλικάντζαρους συμφωνούν ότι αποτελούν την χριστιανική προσωποποίηση αρχαίων θεοτήτων. Παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, οι θεότητες αυτές εξακολούθησαν να ασκούν γοητεία στις αγροτικές κυρίως μάζες του ελληνικού λαού. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη διάσταση μεταξύ των απόψεων των ερευνητών για την θεότητα ή την αρχαία δοξασία που αποτέλεσε την βάση για την διάπλαση των σχετικών παραδόσεων.

Ο τραγοπόδαρος Θεός Πάνας σε σύμπλεγμα με τη θεά Αφροδίτη (από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).

Πολλοί υπέθεσαν ότι πρόκειται για τον Διόνυσο με την βακχική ακολουθία του, δηλ. τον Σειληνό, τις Μαινάδες και τους Σάτυρους. Άλλοι υπέθεσαν ότι είναι ο Πάνας, ο τραγοπόδαρος θεός των δασών με τις Νύμφες και τα υπόλοιπα μέλη της εύθυμης συνοδείας του. Κάποιοι τρίτοι θεωρούν ότι οι Καλικάντζαροι συνδέονται με την λατρεία των Καβείρων και των Χθόνιων θεοτήτων. Υπάρχουν και απόψεις που υποστήριξαν ότι προέρχονται από τους μυθικούς Κένταυρους ή ακόμη ότι είναι αιγυπτιακής προελεύσεως.

 

Ποσειδεών

Άγαλμα του Ποσειδώνα από τη Μήλο. Στο υψωμένο χέρι κρατούσε την τρίαινα (από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).

Ωστόσο, η άποψη του Ι. Σβορώνου φαίνεται πως κατακτά όλο και περισσότερους πιστούς. Ο Ποσειδών λατρευόταν από τους αρχαίους Έλληνες όχι μόνον ως κύριος της θάλασσας και του υγρού στοιχείου (λιμνών, ποταμών, φρεάτων, πηγών κ.ο.κ) αλλά και ως θεός της γονιμότητος του εδάφους· δηλ. θεός της αναπτύξεως των φυτών, καθώς και των σεισμών. Ως εκ τούτου πως διατελούσε σε στενή σχέση με την Δήμητρα, την Μητέρα Γη και γενικά τις χθόνιες θεότητες. Η εμφάνιση των Καλικαντζάρων και το εορταστικό Δωδεκαήμερο συμπίπτει προς το περιεχόμενο εντός του μηνός Ποσειδώνος των αρχαίων Αθηναίων (12 Δεκεμβρίου -10 Ιανουαρίου).

Πρόκειται περί του χειμερινού ηλιοστασίου, το οποίο δηλοί το πέρας των χειμερινών τρικυμιών της θαλάσσης. Σημειωτέον ότι κατά τον Ποσειδεώνα μήνα εορτάζονταν από τους αρχαίους Αθηναίους τα «κατ’ αγρούς Διονύσια», οπότε ήταν συνηθέστατες οι μεταμφιέσεις των πανηγυριστών. Οι Καλικάντζαροι φεύγουν την ημέρα του αγιασμού των Θεοφανίων και προ της «αγιαστούρας» του ιερέως. Όσοι επιθυμούν να γνωρίσουν αναλυτικά τις λαϊκές δοξασίες για τους Καλικαντζάρους, κυρίως δε την αθηναϊκή παράδοση που θεωρείται αρτιότατη, περιλαμβάνονται στο έργο του Νικόλαου Πολίτου «Παραδόσεις του Ελληνικού λαού». Προς περαιτέρω αναλύσεις σε σχέση και με τις ερμηνείες είναι πολύτιμα τα σχόλια του Ι. Σβορώνου στην «Εφημερίδα Νομισματικής Αρχαιολογίας»[1].

 

Δυτικό αέτωμα

Ο Ι. Σβορώνος, μέσω της ταυτίσεως των Καλικαντζάρων προς τον Ποσειδώνα και τον κύκλο των γύρω του θεοτήτων, συνέδεσε την προέλευσή των Καλικαντζάρων με τα γλυπτά κυρίως του δυτικού αετώματος του Παρθενώνος. Ως γνωστόν, ο Φειδίας, στο ανατολικό αέτωμα απεικόνισε την γέννηση της Πολιούχου θεάς των Αθηνών και στο δυτικό την έριδά της προς τον Ποσειδώνα για την εξουσία επί της Αττικής. Οπωσδήποτε η έριδά τους θα είχε περισσότερα επεισόδια, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθούν σε μία και μόνον παράσταση. Γι’ αυτό ο Ι. Σβορώνος υποστήριξε ότι στο αέτωμα αυτό, απεικονιζόταν η φάση κατά την οποία ο Ποσειδών κατανόησε ότι απώλεσε το δικαίωμά του στην Αττική χώρα.

Αναπαράσταση της φιλονικίας μεταξύ της θεάς Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την αττική γη.

Κατεχόμενος από δικαιολογημένο θυμό σήκωσε την τρίαινά του για να καταποντίσει την Αττική. Συγχρόνως όμως ύψωσε και το δόρυ της η Αθηνά, όχι βεβαίως για να βλάψει την προσφιλή της πόλη. Μπήγοντάς το στο έδαφος, σύμφωνα με το πανάρχαιο θέσμιο του Δία, ήθελε να επικαλεσθεί την παρέμβαση και κρίση των «καταχθόνιων» θεών εναντίον των Ποσειδώνα που βιαιοπραγούσε. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι λαογράφοι, το αρχαίο αυτό έθιμο της «καταπήξεως» του δόρατος προς επίκληση βοηθείας απαντάται στην Ελλάδα και στα πρόσφατα χρόνια. Βρίσκεται στην λαϊκή συνήθεια του μπηξίματος (καρφώματος) του μαυρομάνικού μαχαιριού στο έδαφος, όταν όποιος αδικείται επικαλείται την θεία δίκη κατά εκείνου που τον αδίκησε.

 

«Γδυμνοκώλης»

Περίεργη πραγματικά, μπορεί να χαρακτηρισθεί η ομοιότητα της νεοελληνικής Αθηναϊκής παραδόσεως περί των Καλικαντζάρων με την απεικόνιση της έριδος Αθηνάς και Ποσειδώνος που παρουσιάσαμε παραπάνω. Έτσι η νεοελληνική παράδοση ήθελε μία Αθηναία κόρη, την Μάρω (Μαρία = Παρθένος = Αθηνά) ή την «Πλούμπω» άλλων περιοχών να συναντιέται με τον «Αρχικαλικάντζαρο» (=Ποσειδώνας), να διαγωνίζεται μαζί του σε αγώνα ευφυίας και να τον κερδίζει. Μέχρι και τον 19ο αιώνα εξάλλου, στην Αθήνα θεωρούσαν ότι έδιωχναν τους καλικάντζαρους μπήγοντας ένα δορατόμορφο ξύλο κοντά στο τζάκι ή πίσω από την πόρτα.

Τέτοιου είδους πλήθος λεπτομερειών έδωσαν αφορμή στον Σβορώνο να μελετήσει το θέμα και τους Καλικάντζαρους που συνηθίζουν να συχνάζουν στις στέγες των σπιτιών και στις καπνοδόχους. Την ίδια εικόνα έδινε στους δεισιδαίμονες και αμαθείς Αθηναίους το δυτικό αέτωμα του Παρθενών που ήταν καλοδιατηρημένο έως το 1687, με τα «σκαρφαλωμένα» αγάλματα και τον τουρκικό μιναρέ που εξείχε σαν καμινάδα. Με αφορμή το γυμνό άγαλμα του Ποσειδώνα που γνωρίζουμε από ιχνογραφήματα ότι σωζόταν ακέραιο, δόθηκε στον αρχηγό των Καλικαντζάρων το προσωνύμιο «γδυμνοκώλης».

 

Κουσούρια Καλικαντζάρων

Το γεγονός ότι ο θεός, λόγω της ισχυρής κινήσεώς του, είχε κυρτωμένο το αριστερό πόδι, του προσέδωσε στην λαϊκή φαντασία το ελάττωμα της χωλότητος. Παράλληλα η επίδραση του χρόνου στα αγάλματα είχε ως αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να περιγράφουν τους καλικάντζαρους και τον αρχηγό τους ότι είχαν κουσούρια, τόσο οι ίδιοι όσο και τα ζώα τους. Κουτσοί, στραβοί, μονόμματοι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβομούρηδες. Ότι έφεραν πάνω τους ότι ελαττωματικό μπορούσε να συλλάβει η ανθρώπινη σκέψη. Όπως λοιπόν ήταν αυτοί, τέτοια ήταν και τα ρούχα τους.

Ελεεινά, ξεσχισμένα, φτιαγμένα από χίλια λογής λογής κουρέλια. Τέτοια θεωρούντο και τα στολίδια που είχαν στα ζώα τους και όπως κατέγραφε ο Πολίτης στις λαϊκές παραδόσεις οι Καλικάντζαροι ήταν «κακομούτσουνοι, μπροστά ίσια με το στόμα, πίσω ίσια με ταις πλάταις». Και όπως οι θεοί του αετώματος έτσι και οι Καλικάντζαροι «είναι φιλόνεικοι, δίγνωμοι, ο ένας λέγει ναι, ο άλλος όχι! Φωνάζουν και πιάνονται συνατοί τους», αλλά και «ο ένας τρέχει, ο άλλος στέκεται και ποτέ δεν φθάνουν ‘κει που παν’».

 

Το μαγάρισμα

Τα απεικονιζόμενα στο αέτωμα φίδια πρόσθεταν την λεπτομέρεια πως κατανάλωναν ακάθαρτα και μαγαρισμένα πράγματα. Το ακάθαρτο και μάλιστα «μαγαρισμένο» της τροφής των Καλικαντζάρων, μπορεί να εξηγηθεί και από την υπόθεση ότι το αγαπημένο τους κρέας ήταν το χοιρινό. Εξάλλου, ήταν και το προσφιλές κρέας του Ποσειδώνος και των λοιπών χθόνιων θεών. Είναι επίσης γνωστό ότι οι αρχαίοι για να εξιλεώσουν αυτούς τους θεούς κατέβαζαν τεμάχια χοιρινού κρέατος στα φρέατα και στα χάσματα (=εν μεγάροις ή μαγάροις), όπου και σάπιζαν.

Γι’ αυτό ο Ν. Πολίτης ετυμολόγησε τη λέξη μαγαρίζω ανατρέχοντας στο αρχαίο ρήμα «μεγαρίζω» (=τοποθετώ εντός υπογείου χάσματος, αφιερωμένου στις χθόνιες θεότητες). Δεν θα ήταν υπερβολή εάν ισχυριζόμαστε ότι συνδέονται στενά με την εγχώρια αθηναϊκή παράδοση περί των Καλικαντζάρων όλα σχεδόν τα διασωζόμενα γλυπτά των αετωμάτων του ναού της Πολιάδος Αθηνάς, μέχρι την καταστροφή του Παρθενώνος κατά την πολιορκία από τον Μοροζίνη.

 

Ελαία και γλαύξ   

Η ιερή ελιά μεταφέρεται στις μεταγενέστερες δοξασίες ως το δένδρο που στηρίζει τη γη. Οι Καλικάντζαροι που μένουν στα βάθη της γης όλο τον χρόνο προσπαθούν να το ρίξουν κατατρώγοντάς το με τα δόντια τους. Μόλις νομίσουν ότι πέτυχαν τον σκοπό τους, την ημέρα των Χριστουγέννων, σπεύδουν να ανεβούν στην επιφάνεια της γης για να μην τους καταπλακώσει. Τότε παρεμβαίνει η θεία δύναμη και ματαιώνει την καταστροφή.

Αντιστοιχεί στην παρέμβαση του Δία που έσωσε την Αττική από τον καταποντισμό με τον οποίο την απειλούσε ο Ποσειδών. Η γλαύκα πάνω στην ελιά εξηγεί την κραυγή των καλικάντζαρων, οι οποίοι φεύγοντας φωνάζουν «κούκο -κούκο»! Γι’ αυτό και σε ορισμένες περιοχές ο «Αρχικαλικάντζαρος» αποκαλείται «Μαντρακούκος». Άλλωστε μόνον κατά την διάρκεια της νύκτας δρουν οι δαίμονες αυτοί, οι οποίοι απέρχονται αμέσως μόλις ακουστεί για τρίτη φορά ο προάγγελος της ημέρας ο πετεινός.

 

Άρτεμις και Κουροτρόφος

Η Βραυρωνία Αρτεμις, την οποία ο Φειδίας εικόνισε να κρατά αναμμένη δάδα και να σπεύδει προς βοήθεια της Αθηνάς, υπενθυμίζει τον φόβο των Καλικαντζάρων απέναντι σε όποιον κρατά δαυλό. Γενικότερα δε τον φόβο τος απέναντι στην φωτιά. Γι’ αυτό, όπως μας βεβαιώνει και πάλι ο Ν. Πολίτης, όποιος κινδυνεύει από τους Καλικάντζαρους φωνάζει «Τρεχάτε γειτόνοι, με δυό δαυλιά στο χέρι»! Η μητροπρεπής Γη Κουροτρόφος που κρατούσε στην αγκαλιά της τον Ερειχθόνιο ήταν προφανώς η πηγή εμπνεύσεως της παραδόσεως της Αθηναίας μαίας.

Όταν ξεγέννησε την επίτοκο γυναίκα του αρχηγού των Καλικαντζάρων, έκανε ένα τέχνασμα για να τον ικανοποιήσει. Επειδή εκείνος ήθελε να είναι το παιδί αρσενικό προσκόλλησε στο κορίτσι που γεννήθηκε ένα κέρινο ομοίωμα του αρσενικού φύλου. Το ομοίωμα όμως έπεσε αμέσως μετά την αναχώρησή της. Όπως ήταν φυσικό ο πανδαμάτωρ χρόνος είχε φροντίσει ώστε όταν πλέκονταν οι λαϊκές παραδόσεις το κάτω μέρος του Ερειχθονίου να σώζεται σε κακή κατάσταση. Όσο για την ολόγυμνη μορφή της Πανδήμου Αφροδίτης δίπλα στην Γη, μεταβλήθηκε στην λαϊκή φαντασία στην λεχώνα γυναίκα του Αρχικαλικάντζαρου.

Οι πολυάριθμες μορφές των αετωμάτων του Παρθενώνος είναι πάσης ηλικίας και παντός γένους. Έτσι και οι λαϊκές παραδόσεις αναφέρονται στη μεγάλη φαμίλια των Καλικαντζάρων που αποτελείται από «γέρους, άντρες, γυναίκες, παιδιά». Χαρακτηριστική είναι ίσως ακόμη η λεπτομέρεια, πως ορισμένοι από τους Καλικάντζαρους «φορούν σιδεροπάπουτσα». Οφείλεται και αυτή στο γεγονός ότι πολλά από τα αγάλματα έφεραν μετάλλινα πέδιλα, όπως δηλώνουν οι οποίες προσαρμογής των πέδιλων στα πόδια τους.

 

Το τσαρουχάκι του Ερμή

Το γραφικότερο όμως των στοιχείων που συνδέουν τις λαϊκές παραδόσεις με τα γλυπτά των αετωμάτων που βρίσκονται δυστυχώς στο Λονδίνο είναι αυτό που αναφέρεται στην φυγή των Καλικαντζάρων τα μεσάνυκτα πριν από τα Φώτα. Όταν η οικογένειά τους, που έδρασε επί ένα Δωδεκαήμερο, τρέπεται σε άτακτη φυγή ενόψει του αγιασμού της επόμενης πρωίας από τον ιερέα. Η παράδοση θέλει να ακούγεται το τελευταίο καλικαντζαράκι που έμεινε πίσω, να λέει: «-Καρτέρ’ κ ‘ εμέ να βάνω το τσαρ’ χάκι μ’». Ποια είναι η εξήγηση; Στο αριστερό άκρο του ανατολικού αετώματος υπήρχε το άγαλμα της Ίριδος να κινείται δρομαίως προς τα αριστερά. Αλλά στο ακριβώς απέναντι σημείο του ίδιου αετώματος υπήρχε το άγαλμα του Ερμού.

Ο θεός, με την μορφή αγένειου νέου, σκύβει για να δέσει το αριστερό του σανδάλι, έχοντας το κεφάλι στραμμένο προς την κατεύθυνση της κεντρικής παραστάσεως. Βλέποντας δηλαδή προς τον Δία και την Αθηνά και αντικρίζοντας και την Ίριδα. Όταν μεταβλήθηκε ο Παρθενών σε χριστιανική εκκλησία, αφαιρέθηκαν και καταστράφηκαν όλα τα αγάλματα του κέντρου του αετώματος αυτού. Απέμεινε η σειρά των αγαλμάτων στα άκρα από τα οποία στην αρχή ευρίσκοντο στο δεξιό τμήμα ο Ερμής και στο αριστερό η Ίρις. Έτσι διαμορφώθηκε στα λαϊκά στρώματα η εντύπωση ότι το παιδί, δηλαδή ο Ερμής, δένει το «τσαρ’ χάκι του» για να ακολουθήσει το τελευταίο μέλος της οικογενείας του που έφευγε, δηλαδή την Ίριδα. Και πως την καλούσε να το περιμένει για να φύγουν μαζί!

Αυτά είναι ελάχιστα από τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την ερμηνεία του αείμνηστου συνεργάτη της «Εστίας» Ι. Σβορώνου και την εμφανίζουν ως την πλέον αξιόπιστη και ορθή. Η Αθήνα, η οποία ανέκαθεν ήταν το κυριότερο των Ελληνικών κέντρων και προ πάντων τα Γλυπτά του Παρθενώνος, αποτέλεσαν τον πυρήνα των παραδόσεων για τους δαίμονες που απλώθηκαν σε όλους τους ελληνικούς τόπους. Το γεγονός αυτό καταγράφεται στην μακρά σειρά των πρόσθετων αποδείξεων για το αμετάβλητο και τη συνέχεια του Ελληνισμού στην πορεία του δια μέσου των αιώνων.

 

Πόθεν το όνομα Καλικάντζαρος;

Από που προήλθε το όνομα Καλικάντζαρος; Χρησιμοποιώντας πάντα ως πηγή πληροφοριών την «Εστία» επιχειρούμε μία ερμηνεία, λαμβανομένων υπ’ όψιν πλείστων όσων έχουν προταθεί. Ορθότερη εμφανίζεται η άποψις που είχε υποστηρίξει ο αείμνηστος Αναδρομάρης μας, ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους [2]. Δηλαδή ότι το όνομα παράγεται εκ του «γάντζαρος», μεγεθυντικού του «γάντζος», λέξεως προερχομένης από το Ιταλικό «gancio» που δηλώνει, ως γνωστόν, το σιδερένιο αντικείμενο. Το αντικείμενο το οποίο έχει αιχμηρή άκρη ώστε να τρυπά, συγχρόνως δε να είναι και αγκιστροειδές ώστε να συγκρατεί το διατρυπώμενο.

Είναι η «ιχθυοβόλος μηχανή» του Ποσειδώνος που αναφέρει ο Αισχύλος στο έργο του «Επτά επί Θήβαις», δηλαδή το καμάκι των σύγχρονων ψαράδων. Εξάλλου παρόμοιο είναι και το οδοντωτό όργανο «λιανούρα» (γναφικός κτείς, carde, peigne de cardeur) με το οποίο οι λαϊκές παραδόσεις θέλουν να είναι οπλισμένοι οι καλικάντζαροι. Με το όργανο αυτό απειλούν τον χριστιανό ότι θα τον διαπεράσουν και θα τον ρίξουν κατόπιν στην θάλασσα: «Δως με νήμα, δως με ξύλα / μη σ’ εμπήξου στη λιανάρα / και σι πάγω στο γιαλό / και σι φαν τα ψάρια / και τα καλαμάρια» [3].

Συνεπώς καλλικάντζαρος καλείται, κατ’ ευφημισμό, ο δαίμονας που είναι οπλισμένος με μεγάλη και ωραία αρπάγη (καλού γαντζάρου), δηλαδή ο χρυσοτρίαινος Ποσειδών και οι οπλισμένοι το ίδιο θαλάσσιοι δαίμονες (Τρίτων, Νηρεύς κ.λπ.). αυτοί αρπάζουν τα θύματά τους και τα οδηγούν στην θάλασσα όπου είναι το κρησφύγετό τους. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το όνομα «Τσιλικρωτά» που συναντάμε για καλικάντζαρους στη Μάνη. Παράγεται εκ του «τσιλικώνω» το οποίο σημαίνει τον οπλισμένο με χάλυβα (τουρκιστί «τσιλίκ»). Όπως και ο «Κωλοβελόνης», δηλαδή ο αρχικαλικάντζαρος των Αθηναϊκών παραδόσεων που οφείλει το όνομά του στη σιδερένια σούβλα ή βουκέντρα και κοινώς κωλοβελόνα. Με αυτή είναι οπλισμένος και κεντρίζει τα οπίσθια όσων βασανίζει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Οι Καλλικάντζαροι και η αθηναϊκή παράδοση

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Οι Καλλικάντζαροι και η αθηναϊκή παράδοση

Τα Θεοφάνεια στην Παληά Αθήνα

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Τα Θεοφάνεια στην Παληά Αθήνα